Από την εισήγηση μας στην εκδήλωση για το Ν. Καζαντζάκη στο Δήμο Πετρούπολης, μαζί με την κ. Κυριακή Πετράκου Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΚΠΑ και τον κ. Θανάση Αγάθο Αναπληρωτή Καθηγητή ΕΚΠΑ
Η Επίδραση της Κρήτης στο έργο του Ν. Καζαντζάκη
Δρ Ευτύχιος Σ.
Καλογεράκης
Ο Ν.Καζαντζάκης
αποτελεί μια από τις σημαντικές προσωπικότητες της Κρήτης, με διεθνή
ακτινοβολία και λάμψη, δίπλα στις άλλες ευκλεής, όπως του Ελ. Βενιζέλου, του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, του Χορτάτζη, του
Β.Κορνάρου, του Νεάρχου Ναύαρχου του Μ. Αλεξάνδρου, του Βασιλιά Ιδομενέα, που
συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο κ.ά. Δεν
είναι τυχαίο ότι τα έργα του έχουν διεθνή απήχηση και μεταφράστηκαν σε δεκάδες
γλώσσες.
Όπως όλα τα μεγάλα
πνεύματα της διανόησης και επιστήμης στην ιστορία, έχουν επιδράσεις από τα προηγούμενα, το ίδιο έγινε και με τον
Καζαντζάκη. Κανένας δεν είναι αυτόφωτος αλλά δέχεται επιδράσεις από τους
προγενέστερους και επηρεάζει τους μεταγενέστερους. Έτσι και ο Καζαντζάκης
στήριξε τη σκέψη του, είχε ως βάση, επηρεάστηκε, από προηγούμενους διανοητές
και οικοδόμησε τη δική του αναπτύσσοντάς την και περνώντας την μέσα από τη δική
του βιοθεωρία και κοσμοθεωρία, όπως η μέλισσα
που λαμβάνει τη γύρη και την μεταποιεί σε μέλι, περνώντας την από το δικό της
οργανισμό.
Η Καζαντζακική σκέψη
και φιλοσοφία έχει επηρεασθεί από πολλούς προγενέστερους. Ο Βούδας, ο Χριστός, ο Όμηρος, ο Λένιν, ο Νίτσε, η Αγία Γραφή, οι
Πατέρες της Εκκλησίας, οι φιλόσοφοι, τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας, τα
συναξάρια, τα μοναστήρια που επισκεπτόταν, η ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση στην
οποία ζούσε, η ιδιαίτερη πατρίδα του Κρήτη, άσκησαν κατά
καιρούς, όπως ο ίδιος ομολογεί, επιρροές στη σκέψη του, χωρίς να σημαίνει ότι
δεν τους ασκούσε και κριτική. Άλλωστε «ο
έξυπνος άνθρωπος αλλάζει γνώμη, ο ανόητος ποτέ» όπως τονίζει ο Γκαίτε. Και ο Ν. Καζαντζάκης ήταν ευφυής άνθρωπος, γι’
αυτό παρουσίαζε και διακυμάνσεις και αλλαγές στις απόψεις του. Οι πολλαπλές
επιρροές στη φιλοσοφία ήταν η αιτία που ήταν και είναι σημείο αντιλεγόμενο. Τον
είπαν Βουδιστή, κουμουνιστή, σοσιαλιστή, άθεο, ένθεο κλπ. Είχε πάρει στοιχεία
απ’ όλους αλλά δεν ταυτιζόταν απόλυτα με
κανένα.
Τόνιζε ότι «στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου
ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα.
Από τους ανθρώπους ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν στον αγώνα
μου. Όμως αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους
στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον
Όμηρο, το Βούδα το Νίτσε, τον Μπέρξονα και τον Ζορμπά» και σε άλλο σημείο
ότι: «Χριστός, Βούδας, Λένιν, οι τρεις
μεγάλοι κουρσάροι της ζωής» που σημάδεψαν ανεξίτηλα την πνευματική του
πορεία. Σε άλλο σημείο δε αναφέρει ότι: «Ο Όμηρος και η Αγία Γραφή μόνιμα μου
κρατούσαν συντροφιά».
Αλλά και η
Ρωμαιοκαθολική θεολογία και νοοτροπία που γνώρισε κατά την εφηβεία του άφησαν
ανεξίτηλη αρνητική σφραγίδα στις ιδέες του για το Χριστιανισμό, το ιερατείο
του, το μοναχισμό του.
Όμως
πάνω απ’ όλα τον σημάδεψε η ιδιαίτερη πατρίδα του η Κρήτη.
Σημεία επίδρασης της Κρήτης
1.Τα παιδικά και εφηβικά του βιώματα στη συνεχώς
επαναστατημένη Κρήτη, από το 1883 έως το 1897. Η αντρειοσύνη και η λεβεντιά της, οι συνεχείς
αγώνες για λευτεριά, το αίμα και οι σφαγές, το αδούλωτο φρόνιμα, το ήθος, η
περιφρόνηση του θανάτου, oι ατέλειωτες
θυσίες για την αξιοπρέπεια που έζησε, ήταν καθοριστικά στην πορεία του. Αυτά σημάδεψαν την ψυχή του και την αγάπη για την ελευθερία
σ’ όλες τις μορφές της, την οποία συνεχώς υμνεί.
Ήταν ο λογοτέχνης της
ελευθερίας.
2. Ήθελε να είναι άξιος εκπρόσωπος του ήθους και
του ηρωισμού της Κρήτης, να είναι ταυτόσημος μ’ αυτήν.
Ο Καζαντζάκης, επισημαίνει ο Πρεβελάκης, «Έχει
συλλάβει την ιδέα ότι ο πατροπαράδοτος ηρωισμός μπορεί να υψωθεί στη σφαίρα του
πνεύματος. Έχει μάλιστα κυριευθεί από την ιδέα του ατομικού προορισμού του. Να
γίνει άξιος της Κρήτης».
Θεωρούμε ότι
πολλά από τα έργα του μπορεί ο μελετητής του, να τα αντιληφθεί καλύτερα και
πληρέστερα, να διεισδύσει στο μεδούλι της σκέψης του, να αντιληφθεί ενορατικά
το βάθος τους, ακόμα και πολλά σημεία της γλώσσας του, στην οποία χρησιμοποιεί,
πλήθος κρητικών, ιδιωματισμών, όταν έχει παρόμοια βιώματα με αυτόν, όταν
γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του κρητικού ήθους. Το καζαντζακικό ήθος και ύφος
είναι πάνω απ’ όλα κρητικό, το οποίο το
κουβαλά και το εκφράζει σε κάθε
του σκέψη και στοχασμό.
Δεν έζησε
όλη του τη ζωή στην Κρήτη, αν και γι’ αυτόν «σημασία δεν είχε να
πατάς την Κρήτη αλλά να σε πατά η Κρήτη», όπου και να είσαι.
Κατέφευγε εκεί κάθε φορά που ήθελε να φορτίσει τις
πνευματικές του μπαταρίες, «να πάρει φόρα» για
μεγάλα πνευματικά άλματα.
Η πατρογονική
του γη,
«τόπος ζόρικος και αβόλευτος, το διαολονήσι, που η γη
του δεν είναι από χώμα αλλά από μπαρούτι», όπως έγραφε, είναι ιδέα, ιδεολογία,
όχι απλώς τόπος. Τον ενέπνεε του γεννούσε ιδέες αλλά και τον βασάνιζε:
«Η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο. Δεν ξέρω αν αγαπάει
και γι’ αυτό τυραννάει τα παιδιά της, ένα μονάχα ξέρω: τα μαστιγώνει ίσαμε το
αίμα».
«Ο Χριστός,
ο Βούδας, ο Λένιν, χλόμιαζαν πολλές φορές μέσα στην ψυχή μου. Το χώμα της Κρήτης όμως πάντα με συνέπαιρνε».
Η ελευθερία, η καταφρόνια του θανάτου, η
δημιουργία καινούργιων νόμων, ήταν οι τρεις μεγάλες φωνές της Κρήτης που
συγκλόνιζαν την ύπαρξη του Καζαντζάκη και τον έκαναν να αντικρίζει πρόσωπο με
πρόσωπο την ευθύνη.
Ίσως αν ο Καζαντζάκης δεν ήταν κρητικός δε θα
ήταν και ο Καζαντζάκης. Και αν δεν είσαι κρητικός δεν μπορείς να καταλάβεις
πλήρως, να νιώσεις το βάθος του. «Μόνον οι Κρητικοί μπορούν να τολμάνε να τον
νοιώθουνε», όπως λέει ο Ντουράν, κι ας μην είναι κριτικοί, ή τουλάχιστον όσοι έχουν
Κρητική ψυχή. Την επίδραση του τόπου καταγωγής
τη διαπιστώνει εύκολα στα περισσότερα έργα του κάθε ερευνητής του.
Η
ιστορία της Κρήτη επηρέασε το επαναστατικό και αγωνιστικό του φρόνημα.
Το διαλαλεί συχνά και με πάθος ο ίδιος:
«Όλο μου το
κρητικό αίμα οσμίστηκε θαρρείς επανάσταση κι άρχισε να χοχλάζει. Είδα πάλι
μπροστά μου τους αιώνιους αντίμαχους, τη Λευτεριά και τη Σκλαβιά, και μέσα μου
τινάχτηκε η Κρήτη κι έσυρε φωνή. Ετούτη ήταν η κραυγή που περίμενα ν’ ακούσω;
Μπορεί. Στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μου πάντα τινάζεται μέσα μου η Κρήτη και
σέρνει φωνή».
«Το μυστήριο
της Κρήτης είναι βαθύ. Όποιος πατήσει το νησί ετούτο νιώθει μυστηριώδη δύναμη,
ζεστή, αγαθή, να διακλαδίζεται στις φλέβες του και την ψυχή του να μεγαλώνει». Κάποιες φορές στις στιγμές του ενθουσιασμού του, τη
θεοποιούσε μέσα του.
Πίστευε πως
ήταν χρέος του να μεταφέρει το κρυφό νόημα του αγώνα της μέσα στους αιώνες το
δικό της κρητικό μήνυμα, στους ανθρώπους. «Μάταια έλεγα δεν τοποθετήθηκε
η Κρήτη, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες πνοές. Μάταια δεν πήρε η ψυχή μου το σχήμα
και τη μοίρα της Κρήτης. Χρέος μου, ό,τι η Κρήτη μέσα στους αιώνες, με τους
ανθρώπους της, με τα βουνά της, και με τις αφρισμένες θάλασσες γύρα της, σύψυχη
σύγκορμη, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνιο της, φώναζε, εγώ να το κάμω άρτιο
λόγο. Δεν είμαι γιος της; Δεν είμαι χώμα της; Αυτή δεν είναι τώρα που αντίκρυσα
την πιο παλιά της λαμπρότητα, που με πρόσταξε να βρω το κρυφό νόημα του αγώνα
της και γιατί τόσους αιώνες φώναζε και τι μάχουνταν, τι δικό της κρητικό μήνυμα
να πει στους ανθρώπους;»
3. Γλωσσοπλάστης
ο ίδιος, δέχτηκε επιρροές από την Κρητική διάλεκτο της οποίας υπήρξε μανιώδης
εραστής.
Εφαρμόζει κυριολεκτικά και αυτός το «μήγαρις
έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» του
Διονυσίου Σολωμού.
Χρησιμοποιεί, αγρεύει και διασώζει κρητικούς ιδιωματισμούς
και λέξεις, που δείχνει πόσο τον γοήτευε η Κρήτη και χαιρόταν ιδιαίτερα όταν
τις ανακάλυπτε στην ενδοχώρα της. Γράφει:
« Να σκαρφαλώνεις τα βουνά, να πεινάς, να διψάς, νάσαι κατάκοπος και ξαφνικά να
τα ξεχνάς όλα, γιατί συνάντησες ένα βοσκό και σε φίλεψε μία άγνωστη
περίλαμπρη λέξη».
Ο Καζαντζάκης ένιωθε ότι κάθε λέξη περικλείει έντονη
ζωή και ότι κάθε λέξη που χάνεται σε μια γωνιά της χώρας –υποτιμημένη από τις εφημερίδες,
το ραδιόφωνο και τις νεότερες γενιές, που δεν τη χρειάζονται πια– είναι μια
απώλεια που ισοδυναμεί με τον θάνατο ενός ανθρώπου.
Μερικές
από τις πολλές κρητικές λέξεις που χρησιμοποιεί είναι:
ζάφτι,
μπετένια, σεβταλήδες, βεγγέρα, σκρόφα, χοχλάκιζε, ξεγιβέτισμα, ντεληκανήδες,
αξαμάρι, ξομπλιαστές, μουτσάλωναν, γομάρια, μπουταλάς, βούργια, μπατάλικα,
σόχωρο, όσκες, σιργουλευτά, κουτουλούσε, ολόργος, ξιπάστηκε, χόβολη, τόπωμα,
ανατράνισε, συβάζω, μουσκαραρθούνης, βοϊδομάτης, μουσκοκούζουλος, σολατσέρνουν,
άχνα, ζεύλωσε, στερνοβύζι, φαμέγιος, μαγαρίζουν, ναίσκες, ορθοκάπουλη, κάψα,
αλάργαρε, φλασκιασμένος κ.ά
4. Η
θρησκευτικότητα της Κρήτης, η χριστιανική της παράδοση, τα θρησκευτικά βιώματά
του επηρέασαν την ψυχή και
τη σκέψη του. Ήταν μια βαθύτατα θρησκευόμενη, ανήσυχη προσωπικότητα, που
αναζητούσε την αλήθεια, πάλευε να βρει το Θεό, όπως όλα τα μεγάλα πνεύματα στην
ιστορία. Να πως αισθάνεται και περιγράφει τον
Άι Μηνά, τον προστάτη και φρουρό του μεγάλου Κάστρου:
«Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η
κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο, αιώνια πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο ένα άγιο, τον Άι Μηνά, τον
προστάτη του Μεγάλου Κάστρου.
Όλη τη μέρα στέκουνταν ακίνητος στο
κόνισμά του, μέσα στη μικρή εκκλησιά του, καβάλα σε ψαρί άλογο και κρατούσε
όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης,
ηλιοκαμένος, αγριομάτης. Φορτωμένος με τ΄ ασημένια ταξίματα, χέρια, μάτια,
πόδια, καρδιές, που οι Καστρινοί είχαν κρεμάσει στη χάρη του και του ζητούσαν
να τους γιάνει.
Έμενε ακίνητος όλη τη μέρα και
καμόνουνταν πως ήταν τάχατες μια ζωγραφιά-μπογιά και σανίδι.
Μα ευτύς, ως έπεφτε η νύχτα και
μαζεύουνταν οι Χριστιανοί στα σπίτια τους κι ένα ένα έσβηναν τα φώτα, έδινε
μια,-αναμέριζε τα ασημένια ταξίματα και τις μπογιές, σπιρούνιζε το άλογό του
και κι έφερνε βόλτα τους ρωμέϊκους μαχαλάδες. Έβγαινε περιπολία.
Δεν ήταν μαθές αυτός για τους Καστρινούς μονάχα άγιος, ήταν ο καπετάνιος
τους. Καπετάν Μηνά τον έλεγαν, και του πήγαιναν και του άναβαν κερί,
και τον κοίταζαν πολλή ώρα και ποιος
ξέρει τι παράπονα που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη.
Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα, που είναι
χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Άι Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του,
παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμαίικες γειτονιές, αν έχουν
ξεχάσει κάποια πόρτα ανοιχτή, την σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος
κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον
γιάνει.
Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον
δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δυο μονάχα
σε ολάκερη την πολιτεία.
Κι άμα τελειώσει τη βόλτα του, χαράματα
πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του και κανένας δεν θα καταλάβαινε τι μυστήρια
γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε
ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί, που πάει και συγυρίζει την εκκλησιά,
το άλογο του Άι Μηνά ιδρωμένο.»
Νίκος Καζαντζάκης
5.Οι ιερωμένοι της Κρήτης, οι
οποίοι κατά τον Παντελή Πρεβελάκη ενσάρκωναν με τρόπο
υποδειγματικό τη Χριστιανική και ηρωική παράδοση της Κρήτης», οι
καπετανοπαππάδες και αγωνιστές των επαναστάσεων επηρέασαν την ψυχή και το έργο του Καζαντζάκη. Ο
θαυμασμός του γι’ αυτούς ήταν απεριόριστος και οι περιγραφές του
συγκλονιστικές.
Ο ηρωισμός τους στις επαναστάσεις και τις μάχες, η αυτοθυσία τους και αφοβία τους, η θυσιαστική ηγεσία τους σημάδεψαν
όχι μόνο το έργο αλλά και την ψυχή του Καζαντζάκη.
Ο
τουρκοφάς Ηγούμενος του αφέντη Χριστού, που πολλές χανούμισες άφησε χήρες και
τουρκόπουλα ορφανά μέχρι που
έγινε ο επικός απαγχονισμός του στα λιοντάρια του Ηρακλείου.
Ο Μητροπολίτης Κρήτης με τη λιονταρίσια
μορφή και τον αξιοθαύμαστο πατριωτισμό, θάρρος και αυτοθυσία.
Ο
λεβεντόκορμος, ευπαρουσίαστος, ομορφοκαμωμένος και μεγαλοπρεπής Ηγούμενος της
Χρυσοσκαλίτισσας ο οποίος θάμβωσε τον Καζαντζάκη ώστε να πεί το περίφημο: «Κρίμα τέτοιοι άνθρωποι να μην παντρεύονται
και να ομορφαίνουν οι γιοι τους και οι κόρες τους τον κόσμο».
Όλα αυτά τα εντυπωσιακά πρότυπα των ηρωικών ιερωμένων τον έκαναν να
ομολογεί: «Κανένα δε φοβάται όποιος
έσμιξε με το Θεό. Αποχτά παντοδυναμία χωρίς δύναμη, μεθύσι χωρίς κρασί, ζωή
χωρίς θάνατο»
Οι
Κρητικοί ιερωμένοι στον Καζαντζάκη ήταν:
1.
Επαναστάτες, πρωτεργάτες στους αγώνες της λευτεριάς,
βασικοί συντελεστές στα απελευθερωτικά κινήματα των Ελλήνων εναντίον των
Τούρκων. Έδωσαν πολύ αίμα για την ελευθερία. Τα
μοναστήρια ήταν τα επαναστατικά κέντρα. Αναφέρει: «Στις αυλές των μοναστηριών κοριτσόπουλα και γυναίκες έσκιζαν παλιά
χειρόγραφα και κιτάπια κι έδεναν φισέκια. Οι κατεχάρηδες καλόγεροι έτριβαν σε
γουδιά αλοιφές και μπάλσαμο για τις πληγές κι άλλοι ξεκαπάκωναν τους κουμπέδες
της εκκλησιάς κι έβγαζαν το μολύβι για τις μπάλες». Κ.Μ., σ. 346.
Έζησε τα κρητικά μοναστήρια να είναι κέντρα
εφοδιασμού των επαναστατών. Βλ. Κ.Μ., σ. 358: «Ο ηγούμενος μέσα στην εκκλησιά αρματώνουνταν, ξέθαβαν, οι καλόγεροι
κάτω από την Άγια Τράπεζα τα τουφέκια. Γονάτισε ο ηγούμενος μπρος στη
μεγάλη εικόνα του Χριστού, δεξά στο τέμπλο». Πάντα ήταν παθιασμένοι εραστές της λευτεριάς. Πολέμαρχοι και καπετάνιοι
στις μάχες. Συνδυάζουν σταυρό και τουφέκι, σπαθί και ράσο, αφού το
διακυβευόμενο ήταν το υπέρτατο αγαθό, η λευτεριά και η αξιοπρέπεια του
ανθρώπου. Βλ. Χ.Ξ., σ. 45: «Ξετρυπώσαμε
τ’ άρματα από τα ταβάνια, ζώστηκα κι εγώ το φυσεκλίκι μου και το σταυρό, μάζεψα
το λαό στ’ αλώνια».
Ο Καζαντζάκης θαυμάζει την ευαισθησία των κληρικών επαναστατών μέσα στην
αγριότητα της μάχης και του θανάτου. Γράφει :«Πιάσαν τα πόστα τους οι
καλόγεροι, δεμένο ήταν το κεφάλι του γούμενου, χάρβαλο από τις σπαθιές, κι οι
πληγές δεν πραγάλιαζαν μήτε και σταματούσαν τα αίματα. Τ’ άσπρα γένια είχαν
κατακοκκινίσει κι έσταζαν. Μα αξημέρωτα είχε γονατίσει ομπρός στην τουφεκίστρα
του και το αετίσιο μάτι του παγάνιζε τους αγαρηνούς. Και κάθε που έβλεπε ένα κεφάλι να σηκώνεται, του ’ριχνε
κατακούτελα. Κακή δουλειά ’ναι αυτή, να
σκοτώνεις ανθρώπους, ας είναι κι άπιστοι αγαρηνοί, συλλογίζουνταν. Μα δε φταίμε
εμείς, λευτέρωσε μας Θεέ μου, να ησυχάσουμε» Κ.Μ., σ. 368.
Εκστασιαζόταν
από τις παλικαριές τους στις μάχες και τα κατορθώματά τους στους αγώνες,
θαυμάζονταν από το λαό, που καμάρωνε γι’ αυτούς. Πολλές φορές, γράφει, «βούιξε το Μεγάλο Κάστρο μαθαίνοντας την
καινούργια αντραγαθιά του γούμενου του τουρκοφά» ,«τα μάγουλα του, το κούτελο του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του,
ό,τι από το κορμί του φαίνουνταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα
από μπάλες» Κ.Μ., σ. 342.
Παρατηρεί και θαυμάζει πόσο αγέρωχοι, ανδρείοι,
ηγεμονικοί ήταν.Οι Τούρκοι τον συλλαμβάνουν και οδηγούν για εκτέλεση, το πολύτιμο λάφυρό τους τον ηγούμενο το τουρκοφά, που πολλές χανούμισες
άφησε χήρες και τουρκόπουλα ορφανά. Χαρά μεγάλη και πανηγύρι με τρουμπέτες
και νταούλια απ’ την τουρκιά του Μεγάλου Κάστρου.
Καταχαρούμενος ο Πασάς είχε προβάλλει στο
μπαλκόνι να τους καλωσορίσει. Του πήγαν τον γούμενο και τον έστησαν μπροστά
του.
-
Σκύψε μωρέ γκιαουρόπαπα, προσκύνησε, φώναξε ο Πασάς, βλέποντας πως ο γούμενος
στέκονταν μπροστά του αλύγιστος και τον κοίταζε.
Οι πληγές του
έσταζαν αίματα αλλά το αετίσιο μάτι του έμενε αθόλωτο και το πρόσωπό του
έλαμπε. Ετοιμαζόταν να πάρει φόρα να
πετάξει στον ουρανό. Ήταν από τώρα στον παράδεισο γι’ αυτό η χαρά τον
πλημμύριζε μπρος στο θάνατο. Η αφοβία του
εξοργίζει το πασά που δεν ήταν πρώτη φορά που συναντούσε αυτή τη συμπεριφορά σ’
αυτό το «διαλονήσι».
Κοίταξε τον Πασά και τους τουρκαλάδες γύρα του που γιουχάιζαν…Ένιωθε μιαν
παράξενη αλαφράδα, οι πλάτες του μερμήδιαζαν, σαν να πετούσαν φτερά κι ακρογυζιάζουνταν
ο γέροντας να πάρει φόρα, να φύγει.
-Δε
φοβάσαι; Ξαναφώναξε ο πασάς, γιατί λάμπει το πρόσωπό σου; Πού θαρρείς πως βρίσκεσαι;
-Στον
παράδεισο, αποκρίθηκε ο γούμενος.
Ο πασάς φρένιασε, δεν
ήταν πρώτη φορά που σκόνταφτε απάνω στους βράχους
ετούτους στους Κρητικούς που δεν μπορούσε να τους χαράξει το μαχαίρι.
-Δε
βρίσκεσαι στο παράδεισο διαολοκαλόγερε, ούρλιαξε, βρίσκεσαι κάτω από τον
πλάτανο!
-
Το ίδιο κάνει, είπε ο γούμενος.
-Στον πλάτανο, τον
γκιαούρη πρόσταξε ο πασάς και μαργελώθηκε το στόμα του με αφρούς…Έφεραν ένα
σκαμνί, έβαλαν τον γούμενο να καθίσει και φώναξαν ένα τούρκο μπαρπέρη…
-Εσύ
σαι καλό παλικάρι, είπε, θα σε ξουρίσω χωρίς σαπουνάδα.
Ο γούμενος δάγκασε τα χείλια του να μη φωνάξει από τον πόνο, κι οι τούρκοι γύρα
σκούσαν στα γέλια.
Αποξούρισε
το γούμενο και φάνηκαν κι άλλες σπαθιές που χαν πετσοκόψει το γέρο αγωνιστή. Έπιασε
ο τούρκος το ψαλίδι, έκοψε σύριζα τα μαλλιά, απόμεινε το κεφάλι γουλί.
- Μωρέ γκιαουρόπαπα,
του φώναξε ο πασάς, σαπουνίστηκε το σκοινί, ο αράπης στέκεται από πάνω σου, τούρκεψε να γλιτώσεις τη ζωή σου. Ο
γούμενος σηκώθηκε από το σκαμνί, με καταξούριστο το κεφάλι, αγνώριστος. Άρπαξε
από τα χέρια του Αράπη το σκοινί έκαμε θελιά, την πέρασε στο λαιμό του.
-Δεν αποκρίνεσαι;
Μούγκρισε ο πασάς κι ανατινάχτηκε απάνω.
-Αποκρίθηκα,
είπε ο γούμενος και του δειξε τη θελιά στο λαιμό του-Ανάθεμά
σας! Φώναξε ο πασάς μπλαβίζοντας από το κακό του, ανάθεμά σας όλους τους Κρητικούς, κρέμασέ τον!
Πήδηξε μοναχός του
απάνω στο σκαμνί, πέρασε ο αράπης το σκοινί από το χοντρό μπράτσο του Πλατάνου.
Έκαμε
ο γούμενος το σταυρό του, κοίταξε γύρα του είδε να διανεύουν στον αέρα
παμπάλαιοι παππούδες γέροι αγωνιστές
πεθαμένοι, κι όλοι φορούσαν στο κεφάλι σαν το Χριστό αγκάθινα στεφάνια
κι άνοιγαν τις αγκάλες και τον καλωσόριζαν. Έσυρε χαρούμενη φωνή ο γούμενος:
Έρχουμε, έδωκε μια κλοτσιά στο σκαμνί
και κρεμάστηκε ανάερα.»Κ.Μ.376.
Απείρου κάλλους λογοτεχνικές περιγραφές, που δείχνουν πόσο ψηλά στην
ψυχή του Καζαντζάκη ήταν οι ιερωμένοι, οι οποίοι στέκονταν στο ύψος της αποστολής
τους.
Θαύμαζε
τη διπλωματία τους
Διπλωμάτες,
ευέλικτοι, άριστοι διαχειριστές των κατακτητών. Δημιούργησαν ολόκληρη σχολή
διπλωματίας τη περίφημη «Φαναριώτικη διπλωματία», προκειμένου να προστατευθεί ο λαός από τις σφαγές και τις
λεηλασίες των κατακτητών. Γνώριζαν τις αδυναμίες τους και τις
εκμεταλλευόταν για να προστατεύσουν το λαό. Τους παραπλανούσαν, όταν
χρειαζόταν, με μυθεύματα, κολακείες και δώρα, με κίνδυνο να χαρακτηρισθούν
φιλότουρκοι. Τους εμφάνιζαν κινδύνους για τη ζωή τους, πραγματικούς ή
φανταστικούς, από χριστιανούς ή μουσουλμάνους και τους οδηγούσαν σε
αυτοσυγκράτηση. Με υποσχέσεις και φιλικές δήθεν προς αυτούς διαθέσεις τους
μαλάκωναν και κατόρθωναν το επιθυμητό. Ακόμα
και τους Τούρκους εξόργιζε αυτή η διπλωματία των εκκλησιαστικών ηγετών με τους
τούρκους αξιωματούχους, γι’ αυτό
ζητούσαν πολλές φορές περισσότερη σκληρότητα. Αναγνώριζαν όμως αυτή τη
μαεστρία και την ικανότητα τους, γι’ αυτό και ομολογούσαν: «Μα τον Αλλάχ, εσείς οι Ρωμιοί….πότε με το μέλι πότε με το ξύδι,
πιάνετε όλες τις μύγες». Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης (Κ.Μ.) σ.181.
2. Οι Κρήτες
ιερωμένοι ήταν οι ηγέτες του λαού σε κάθε δύσκολη αλλά και ευχάριστη στιγμή της ζωής του. Είναι «μπροσταρόκριοι» που τον οδηγούν και ο
λαός τους ακολουθεί: «Μπροστά ο παπάς και το λάβαρο κι οι γέροι
με τα κονίσματα» Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται(Χ.Ξ).,σ.57. Ο
Καζαντζάκης στέκεται με απέραντο θαυμασμό
μπροστά σ’ αυτά τα υπέροχα πρότυπα των ιερωμένων, που ξεπερνούν τα όρια
του απλού λειτουργού του Θεού: «Δεν
είναι παπάς αυτός, είναι ο Μωυσής που οδηγάει το λαό του στην έρημο»
Χ.Ξ.,σ.55. Πολλοί απ’ αυτούς
στάθηκαν υπεύθυνα μπροστά στους δυνάστες στην τουρκοκρατία. Γι’ αυτό με
θαυμασμό ο συγγραφέας μας περιγράφει τέτοιες ηγετικές παρουσίες ιερωμένων:
«Μπήκε ο Μητροπολίτης (Κρήτης), (στο Σεράι του Πασά) άρχισαν οι χαιρετούρες, οι
δυο πιο τρανές κεφαλές του Μεγαλόκαστρου(Ηρακλείου) έσμιγαν, ο ένας της
Τουρκιάς, ο άλλος της Χριστιανοσύνης. Σα
δυο γέροι βασιλιάδες ήταν στη πολιτεία ετούτη, και τα βασίλειά τους κείτουνταν
μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο, τούρκικοι και ρωμέικοι μαχαλάδες ανάκατα,
σταυρός και μισοφέγγαρο κολλημένα»:(Κ.Μ.) σ. 178.
Αλλά χαρισματικοί ηγέτες ήταν και πολλοί
απλοί ιερείς, τους οποίους θαύμαζε ο λαός, γιατί τον συγκινούσαν με το
ζήλο τους. Ιερωμένοι όχι μόνο της νηστείας, των μυστηρίων και της προσευχής,
αλλά καπετανοπαπάδες όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. «Τι καπετάν παπάς και τούτος! Συλλογίστηκε... Τι φωτιά τι κέφι τι
κουράγιο, ο αφιλότιμος!…Γειά σου, Παπαφλέσσα!»: Χ.Ξ., σ. 43. Συντόνιζαν τις
ενέργειες του λαού σε δύσκολες καταστάσεις με τις πρωτοβουλίες τους. Τους
οργάνωναν στις κρίσιμες στιγμές σαν πραγματικοί ηγέτες. «Κρυφά μια νύχτα μαζώχτηκαν οι προεστοί κι οι καπετάνιοι στη Mητρόπολη»: Κ.Μ.,σ. 304
Ήταν μέσα σ’
όλα. Δεν ήταν μονοδιάστατοι. Την ιεροσύνη τους κατά τον Καζαντζάκη, δεν την
αντιλαμβανόταν μόνο ως τελετουργία των μυστηρίων και διδασκαλία του λαού, αλλά
και ως πατρότητα και ηγεσία, όπως ορίζει το ορθόδοξο πρότυπο του ιερωμένου.
3) Oι Κρήτες ιερωμένοι του Καζαντζάκη είναι
θαρραλέοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι στο θάνατο, άνθρωποι θυσίας και ευθύνης.
Δεν δειλιάζουν μπροστά στην εκτέλεση, χάρη της αλήθειας ή για να σταματήσουν το
αδερφοφάγωμα και το ντρόπιασμα της ανθρώπινης ζωής. Είναι νοσταλγοί του
μαρτυρίου, στο οποίο προχωρούν με χαρά και ιλαρότητα, όταν απαιτείται, χάρη του
ποιμνίου τους, όπως έκανε ο Χριστός, οι Απόστολοι, και πολλοί άγιοι ιεράρχες.
Κ.Μ. σ. 330: «Ο Μητροπολίτης όρθιος στο
κατώφλι αναστέναξε: «Δε μ’ έκρινε ο Θεός άξιο να κρεμαστώ κι εγώ στην πόρτα της
Μητρόπολης, δεν πειράζει, φτάνει που να σωθούν οι χριστιανοί».
Ο Καζαντζάκης, εμπνεόμενος από την ορθόδοξη αγιογραφία
και τα μαρτυρολόγια της Εκκλησίας, βάζει το Μητροπολίτη Κρήτης να παραπονιέται:
«Γέρασα, σα χόρτο μαράθηκα, κοντεύει πια
η μέρα να σταθώ μπροστά στο φοβερό βήμα, με τα χέρια αδειανά. Πόσοι
Μητροπολιτάδες της Κρήτης θα παραστούν στον αδέκαστο κριτή και θα κρατούν στα
χέρια τους τα σύνεργα του μαρτυρίου-μαχαίρια, μπαλτάδες, σκοινιά, παλούκια-κι
εγώ με τις φούχτες αδειανές! Θεέ μου, αξίωσε με να μαρτυρήσω για χάρη σου και
για την άμοιρη τη θυγατέρα σου, την Κρήτη!» Κ.Μ.,169.
Χαρακτηρίζονται από υπευθυνότητα και ευαισθησία, όσο ακριβό και αν είναι
το τίμημα του θάρρους και της τόλμης τους. Ο Καζαντζάκης γνωρίζει τέτοιες
περιπτώσεις από την ιδιαίτερη πατρίδα του, όταν μούγκριζε το μεγάλο
κάστρο(Ηράκλειο) το 1897, κάτω από του Τούρκου το μαχαίρι. Περιγράφει το
Μητροπολίτη που δεν άντεχε να ακούει το κοπάδι του να σφάζεται. Έκαμε το σταυρό του, ντύθηκε τα χρυσά του
άμφια, έβαλε στο λιονταρίσιο κεφάλι του την αυτοκρατορική μίτρα, έσφιξε τη ψηλή
πατερίτσα με τα ασημένια φίδια και ξεκίνησε για του Πασά ή για να παλέψει με το
χάρο, δεν ήξερε. Θεόρατος, πεντάμορφος, ποτάμι κατάλευκο τα γένια του, τα μάτια
του γαλάζια γεμάτα καλοσύνη και αστραπή. Όμοιος με τον Παντοκράτορα στον τρούλο
της Αγια-Σοφιάς. Βγήκε στους δρόμους που βούιζαν από θρήνους και ουρλιαχτά
μαζί. Προχωρούσε και σκίζονταν η καρδιά του. Ένοιωθε το μεγάλο κάστρο σαν κορμί
δικό του. Προχωρούσε ίσια κατά το θάνατο
και τα μάτια του ήταν γεμάτα πόνο, αγανάχτηση και δίψα μαρτυρίου, δεν έβλεπαν
τίποτα. Ένα μονάχα συλλογιζόταν πόσο γλυκό είναι να σκοτωθείς για να σώσεις
το λαό σου. Ηλί! Ηλί! θα πει: Χαρά Χαρά
στη γλώσσα της θυσίας. Φθάνει στο σεράι του Πασά. Τον ελέγχει με παρρησία και
θάρρος για την ανοχή του στις σφαγές των Τούρκων. Στέκεται με τόλμη και θάρρος
μπροστά στην οργή και τα αιμοβόρα ένστικτα του ανατολίτη, ο οποίος δεν μπορεί
να δεχτεί έλεγχο από ένα «γκιαουρόπαπα».
Δέχεται τις ειρωνείες και τις απειλές, για τη ζωή του. Στέκεται με αντρειοσύνη
μπροστά του για να υπερασπίσει το λαό του. Και η αυθεντική και ηρωική αυτή
μορφή του Μητροπολίτη πατέρα και όχι Δεσπότη δεν έφυγε μέχρι που έπεισε τον
Πασά, με έμμεσες απειλές τη μία, με καλό
τρόπο και φιλική συμπεριφορά την άλλη και με επίκληση της δικαιοσύνης του Θεού
άλλοτε, να σταματήσει τη σφαγή.
Οι σωστοί ιερωμένοι κατά το Ν. Καζαντζάκη ήταν προστάτες και υποστηρικτές του λαού,
με κάθε κόστος. Κ.Μ., σ. 304: «Μα ο Μητροπολίτης κούνησε το κεφάλι του: - Δεν αφήνω εγώ τα πρόβατα του, είπε την ώρα
που πρόβαλλε ο λύκος». Προέτασσαν τα στήθη τους και τη ζωή τους για να τον
προστατεύσουν από τις σφαγές των κατακτητών και τις λεηλασίες. Πονούσαν και
έπασχαν μαζί του, έκλαιγαν και θρηνούσαν γι’ αυτόν. Αυτή τους τη δυναμικότητα
και ανθεκτικότητα στις δυσκολίες αναγνώριζαν και οι κατακτητές, που ιδιαίτερα
χαιρόντουσαν στο σκοτωμό τους, γιατί γνώριζαν καλά το ρόλο το και την απήχησή
τους στο λαό.
Οι
κληρικοί καλλιεργούσαν στις δύσκολες ώρες την εθνική συνείδηση και μνήμη, αναθέρμαιναν τα οράματα του γένους,
συντηρούσαν τις ελπίδες και τα όνειρα και έδιναν κουράγιο στο λαό, γιατί, όπως
γράφει ο Ρώσος φιλόσοφος Ν. Μπερδιάγεφ, ο άνθρωπος, όταν χρειαστεί,
πρέπει να θυσιάζει τη ζωή του για την ελευθερία του και όχι το αντίθετο
Καταλήγοντας
επισημαίνουμε ότι «ο Καζαντζάκης ήταν
ένας πολίτης του κόσμου και η κληρονομιά του ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα.
Ωστόσο, για εμάς, τους Κρητικούς, είναι ένας άνθρωπος που ενσαρκώνει την ψυχή
του τόπου μας. Οι αξίες της ελευθερίας,
της τόλμης, της αναζήτησης και της υπέρβασης που διέπουν το έργο του,
βρίσκονται ριζωμένες βαθιά στη γη και στο λαό της Κρήτης. Ο Καζαντζάκης είναι
ένας ζωντανός σύνδεσμος με την ιστορία, την ταυτότητα και τον πολιτισμό μας!».
Πηγές
1.Καζαντζάκης Ν., Αναφορά στον Γκρέκο
2. Καζαντζάκης Ν., Καπετάν Μιχάλης
3. Καζαντζάκης Ν., Ο τελευταίος πειρασμός
4. Καζαντζάκης Ν., Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
5. Καλογεράκης Ευτ., Είναι άθεος ο Ν. Καζαντζάκης; Η κριτική
της θρησκείας στο έργο του.
6.Πρεβελάκη Π., «Καζαντζάκης
Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, εκδ. Αθηνών,1991.