Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

 

Πραγματικές ή Φανταστικές οι Απεικονίσεις των Ηρώων του 1821 και των ιστορικών προσώπων;

 

                                       Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης Μ.Α., Ph.D.

 


                          Κάρολος  Κράτσαϊζαν 

 

      Παρατηρήσαμε σε άρθρα εφημερίδων και στο διαδίκτυο την αδιανόητη και ανιστόρητη άποψη ημιμαθών, ότι οι απεικονίσεις των Ηρώων του 1821 είναι φανταστικές. Πιστεύουμε ότι οφείλεται σε ελλιπή ιστορική γνώση-ενημέρωση και θυμήθηκα τα λόγια ενός πανεπιστημιακού καθηγητή. «Για να μιλήσετε για ένα θέμα επιστημονικά, πρέπει να διαβάσετε πριν δέκα βιβλία σχετικά με το θέμα», διαφορετικά θα γίνουν ανεπίτρεπτα λάθη και παραπληροφόρηση. Όταν ένα θέμα δεν το γνωρίζουμε ή δεν έχουμε σπουδάσει σχετικά, τότε ισχύει το «κρείσσον το σιγάν του λαλείν»

      

        Το 1821 δεν είχε εφευρεθεί η φωτογραφία. Οι απεικονίσεις όμως των μεγάλων ηρώων του 1821 δεν είναι φανταστικές, ούτε κατά προσέγγιση, αλλά πραγματικές. Τα περισσότερα πορτραίτα τους έγιναν από τον φιλέλληνα αξιωματικό και εξαίρετο Βαυαρό καλλιτέχνη Κάρολο Κράτσαϊζαν, που τους γνώριζε πολύ καλά, πολεμούσε μαζί τους και τους απέδιδε με ακρίβεια φωτογραφίας. Τους έβαζε μάλιστα και υπέγραφαν στα πορτραίτα τους, για την ακρίβεια της απεικόνισης. Τα πρωτότυπά τους σώζονται στην εθνική πινακοθήκη. Αν δεν ήταν αυτός, όντως δεν θα γνωρίζαμε την πραγματική εμφάνιση πολλών αγωνιστών του 1821. Ο Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Μιαούλης, Νικηταράς κ.ά. ήταν όπως ακριβώς τους βλέπουμε στα σχολικά βιβλία και πίνακες.

       Για τα περισσότερα πρόσωπα του Βυζαντίου, Αυτοκράτορες, Πατριάρχες, Αγίους κ.λ.π. έχουμε απεικονίσεις από τους ζωγράφους-αγιογράφους της εποχής τους, οι οποίοι τους περισσότερους τους γνώριζαν και τους απέδιδαν αρκετά καλά ή οι μορφές τους υπήρχαν σε νομίσματα και αγάλματα της εποχής τους.

    Για πολλά πρόσωπα της Αρχαίας Ελλάδας έχουμε περιγραφές στην αρχαία γραμματεία, που επηρέασαν τη μορφή των αγαλμάτων τους, τα οποία για άλλους είναι κοντά στην εποχή τους για άλλους αρκετά χρόνια αργότερα. Πολλές απεικονίσεις φιλοσόφων έχουμε και στον πρόναο πάντα, των μοναστηριακών ναών χωρίς φωτοστέφανο, όπως έχουν οι Άγιοι, γιατί με τις αλήθειες που δίδαξαν θεωρούνται πρόδρομοι του Χριστιανισμού και «Χριστιανοί προ Χριστού ζήσαντες».

      Περιγραφές του Μ. Αλεξάνδρου έχουμε στην αρχαία γραμματεία, κυρίως όμως νομισματικές παραστάσεις καθώς και με ασφάλεια ταυτισμένα ρωμαϊκά αντίγραφα των πορτραίτων του, αποτελούν μια αξιόπιστη βάση για τη γνώση των απεικονίσεών του.

         Περιγραφές της εμφάνισης και των χαρακτηριστικών του Χριστού, έχουμε ακόμα και σε εξωχριστιανικές πηγές, όπως στην επιστολή του Διοικητή της Παλαιστίνης Λέντουλου, προκατόχου του Ποντίου Πιλάτου. Η επιστολή του στον Αυτοκράτορα Ρώμης, ο οποίος του ζητούσε πληροφορίες γι’ αυτά που άκουγε για το Χριστό, επειδή τον υποψιαζόταν ως επαναστάτη, είναι γραμμένη στα Λατινικά επί παπύρου και  βρίσκεται στο μουσείο της βιβλιοθήκης των Λαζαρινών της Ρώμης. Αναφέρει για το Χριστό: «Είναι ανήρ αναστήματος μετρίου, καλός την όψιν και μεγαλοπρέπειαν περιβεβλημένος, ιδίως κατά το πρόσωπον, ούτως ώστε όσοι ατενίζωσι αυτόν αναγκάζωνται να αγαπώσι και να φοβώνται αυτόν. Έχει την κόμην μέχρι των ώτων χρώματος καρύου, εκείθεν μέχρι των ωμοπλατών κρεόχρουν αλλά μάλλον στιλπνήν, διχάζεται δε αυτή εν τω μέσω κατά το σύστημα των Ναζωραίων.Το μέτωπόν του είναι λείον, το πρόσωπόν του άνευ ρυτίδων ή κηλίδος, η ρις αυτού και τα χείλη κανονικότατα. Το γένειον πυκνόν και χρώματος του αυτού ως η κόμη, δεν είναι μακρόν και διχάζεται εις το μέσον. Το βλέμμα του είναι σοβαρόν και εμποιεί φόβον, έχει δε δύναμιν ηλιακής ακτίνος. Ουδείς δύναται να προσείδη αυτόν ατενώς. Όταν επιτιμά εμποιεί φόβον, όταν δε πονεί τότε κλαίει. Είναι αξιαγάπητος και χαρίης μετά σοβαρότητος. Λέγουσι ότι ουδέποτε ώφθη γελών αλλά πλειστάκις κλαίων. Έχει ωραίας τας χείρας και τους βραχίονας, εν τη συνομιλία του ευαρεστεί πάντας. Δυσκόλως εμφανίζεται αλλά όταν εμφανισθή φέρεται μετριοφρόνως και έχει το ωραιότερον παράστημα του κόσμου. Είναι δε ωραίος ως και η μήτηρ αυτού, ήτις εστί η ωραιοτέρα γυνή εξ όσων εθεάθησαν εις ταύτα τα μέρη….»

 Εν Ιερουσαλήμ, Ινδικτίωνος 7, Σελήνη 11
Πιστότατος και ευπειθέστατος στη μεγαλειότητά σου
Πούβλιος Λέντουλος
Κυβερνήτης της Ιουδαίας

       Η πρώτη φωτογραφία σε χαρτί στην ιστορία, δημοσιεύθηκε το 1826 από τον Γάλλο Ν. Niepce (Nιέπς). Πατέρας της σύγχρονης φωτογραφίας θεωρείται ο Άγγλος Talbot (1800-1877), ο οποίος πρώτος δημοσίευσε συλλογή φωτογραφιών. Όλους τους προηγούμενους αιώνες στην ιστορία, πριν το 1826 δεν υπήρχαν φωτογραφίες. Βέβαια και οι φωτογραφίες μπορεί να μην είναι και αυτές απόλυτα αντικειμενικές γιατί εξαρτάται, όπως λένε οι ειδικοί, από την απόσταση, τη γωνία λήψης κ.λ.π.

 

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

 

Γερμανοί με Αισθήματα και Ανθρωπιά

 



                                            Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης

                                     Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

 

                     


      Εκτός από τους σκληρούς, βάρβαρους, αιμοδιψείς και απάνθρωπους Γερμανούς της κατοχής, υπήρξαν και μερικοί, λίγοι έστω, με αισθήματα και ανθρωπιά, όπως αναφέρεται σε απομνημονεύματα των αγωνιστών.

     «Έντρομοι οι μοναχοί του Αρκαδίου είδαν να καταφθάνει στο μοναστήρι  ο ταγματάρχης Φουξ, διοικητής των Γερμανικών Δυνάμεων που είχαν έδρα την Πηγή Ρεθύμνης. Γνώριζε πολύ καλά την αρχαία ελληνική γλώσσα και την ιστορία μας. Δεν είχε την έπαρση του κατακτητή αλλά το σεβασμό ενός προσκυνητή. Μόνος του έκανε το γύρο της μονής, δείχνοντας σαν να αναπολεί γεγονότα. Ιδιαίτερα μπροστά στη μπαρουταποθήκη στάθηκε σε στάση προσοχής χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο. Οι μοναχοί στο μεταξύ τηρώντας τις παραδόσεις είχαν ετοιμάσει αβραμιαία φιλοξενία. Μια συνήθεια που δεν εξαιρούσε ούτε τους εχθρούς. Ο Γερμανός ήθελε να προσκυνήσει ένα βωμό ελευθερίας που σέβεται ολόκληρη η ανθρωπότητα.

     Στο μεταξύ συσσωρεύτηκαν πολλά σύννεφα απειλής πάνω από το μοναστήρι, που είχε γίνει άντρο αγωνιστών με τον Διονύσιο Ψαρουδάκη να πρωτοστατεί στον αγώνα μαζί με τους επίσης Ιερομόναχους, Τίτο Μαρκίδη και Θεοφύλακτο Τσιουδάκη.

    Τα πράγματα θα ήταν για όλους χειρότερα αν έλειπε ο Γερμανός ταγματάρχης. Ο Φουξ ζήτησε ο ίδιος να ερευνήσει το μοναστήρι επιλέγοντας για οδηγό μόνο τον Τίτο Μαρκίδη, που είχε γνωρίσει κατά την πρώτη του εκείνη επίσκεψη. Σε κανέναν άλλο δεν επέτρεψε να ακολουθήσει. Όπως θα διηγηθεί αργότερα ο Μαρκίδης στον Διονύσιο, κανένας δεν θα πίστευε έχοντας βιώσει όλη τη ναζιστική θηριωδία στα αντίποινα, πως θα βρισκόταν Γερμανός αξιωματικός, να εντοπίζει οπλισμό σε κελιά και να προσπαθεί με την άκρη της ράβδου που κρατούσε να τα σπρώξει, ώστε να μη φαίνονται. Να κοιτάζει μετά γύρω του στους τοίχους και να φεύγει για το επόμενο κελί σαν να μην είδε τίποτα. Ο μοναχός έβλεπε και δεν πίστευε στα μάτια του. Μια σκέψη τον έκανε να περάσει αφάνταστες στιγμές αγωνίας. Ο Γερμανός μάλλον πως δεν αντιδρούσε, περιμένοντας να εντοπίσει και άλλα όπλα και με την ολοκλήρωση της έρευνας θα πλήρωναν όλοι οι μοναχοί το τίμημα. Τα θανάσιμα στοιχεία εντοπίστηκαν σε λίγα κελιά αλλά και μόνο το ένα ήταν αρκετό για να αποδειχθεί η αντιστασιακή δράση του Μοναστηριού. Και να ακολουθήσουν οι μοιραίες συνέπειες. Μετά έσπευσε να δώσει εντολή για άμεση επιστροφή στην Πηγή. Άλλωστε, όπως είπε στους άλλους, δεν υπήρχε λόγος να καθυστερήσουν περισσότερο. Ούτε Άγγλους είχε εντοπίσει κατά τη έρευνά του ούτε και κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο για αντιστασιακή δράση των μοναχών, ώστε να παρατείνει την έρευνα και σε άλλους χώρους του μοναστηριού. Πριν φύγει όμως πλησίασε τον κάτωχρο Μαρκίδη και του είπε με το ίδιο ανέκφραστο ύφος: «Δεν θέλω να εφαρμόσω το νόμο για το Ιστορικό Αρκάδι, αλλά προσέξατε και λάβετε μέτρα προφυλακτικά, κινδυνεύει από εσάς και φέρετε βαρυτάτην ευθύνη…».Βλ. Εύας Λαδιά, Μονή Αρκαδίου: Αθέατες πλευρές της ιστορίας.

      Ο Οπλαρχηγός Μ. Μπαντουβάς στα απομνημονεύματά του σ.163, αναφέρει ότι αιχμάλωτος Γερμανός Αξιωματικός, τον οποίο δεν άφησε να εκτελέσουν στη μάχη της Κρήτης, τον ειδοποίησε αργότερα στην κατοχή, ότι του στέλνουν Γερμανό Αξιωματικό ως δήθεν Άγγλο, για να τον σκοτώσει και έτσι γλίτωσε.

     Παρόμοιο ήθος Γερμανού αναφέρεται και στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Ο στρατιώτης που φύλαγε κλεισμένα τα γυναικόπαιδα στο σχολείο στα Καλάβρυτα, όταν αντιλήφθηκε ότι οι Γερμανοί θα τα έκαιγαν ζωντανά, άνοιξε την πόρτα και δραπέτευσαν. Τον ίδιο τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί.

      Στα απομνημονεύματα του Καλογεράκη Στυλιανού (Κατσαντωνιά) αναφέρεται: «Είχα αφήσει  χειροβομβίδες μέσα σε γλάστρες, που ήταν ψηλά πάνω στο μπεντένι στο δώμα του σπιτιού μου, για να μην μπορούν να τις βρουν τα κοπέλια, αλλά και να μην βρίσκονται μέσα στο σπίτι σε τυχόν έρευνα των Γερμανών. Μια μέρα έρχεται στο σπίτι ένας Αυστριακός αξιωματικός, μορφωμένος μου φαινόταν για να με ρωτήσει ως Πρόεδρο. Ήταν στο δώμα και κοίταζε προς το φαράγγι μπροστά από τις γλάστρες και ψηλός όπως ήταν, βλέπει τις χειροβομβίδες. Δεν λέει τίποτα. Μετά του λέω να καθίσει να τον κεράσω, γιατί ήθελα να διατηρώ διαύλους επικοινωνίας μαζί τους για να μην  υποψιάζονται ούτε εμένα ούτε το χωριό, όπως κάναμε συχνά οι εκπρόσωποι του λαού, Προεστοί, Δήμαρχοι, Προέδροι, Μητροπολίτες, Ηγούμενοι, στους εκάστοτε κατακτητές. Μετά το κέρασμα, κοιτάζοντάς με διερευνητικά και καχύποπτα μου λέει  σε σπαστά ελληνικά: Πρόεδρε πάνω καραμπίνα. Δεν καταλαβαίνω, παραξενεύομαι, με ζώνουν φίδια για το τί εννοεί. Μήπως έχει πληροφορίες ότι έχω όπλα; και του απαντώ δήθεν χαμογελώντας: -Πρόεδρος όχι καραμπίνα. Επιμένει ότι πάνω είναι καραμπίνα και εγώ αρνούμαι χωρίς να αντιλαμβάνομαι. Τότε βγάζει ένα χαρτί και μου ζωγραφίζει μια χειροβομβίδα, λέγοντας, αυτή πάνω. Τότε καταλαβαίνω και του λέω, παριστάνοντας τον αδιάφορο. Άαα ναι, είχαν κοιμηθεί πριν μερικές μέρες άλλα δικά σας παιδιά σ’ ένα σπίτι στο χωριό και τις ξέχασαν φεύγοντας και μου τις έφεραν οι άνθρωποι ως Πρόεδρος, για να σας τις παραδώσω. Πηγαίνω τις φέρνω και   του τις δίνω. -Αν ήταν άλλο τσιβίλι-στρατιώτης θα σε σκότωνε(καπούτ) μου λέει.  Ήθελα πολύ να ήξερα με πίστεψε ή με λυπήθηκε, βλέποντας τα τρία μικρά κοπέλια μου να πηγαινοέρχονται στα πόδια του, ή ήταν ευαίσθητος με ανθρωπιά και ευσπλαχνία.  Πείσθηκε ίσως, επειδή ήταν γερμανικού τύπου με μακριά λαβή. Δεν ξέρω αν ήταν αγγλικές πως θα αντιδρούσε, αφού θα σήμαινε ότι συνεργάζομαι με Εγγλέζους, ή αν ήταν μαζί με άλλους Γερμανούς, αν θα μπορούσε να κάνει αυτή τη διαχείριση. Οι Αυστριακοί βέβαια, που ήταν με τους Γερμανούς πολλές φορές ήταν ηπιότεροι»

   Τελικά υπήρχαν Γερμανοί με αισθήματα, που δεν ήταν σκληροί Ναζιστές.