O Καλογεράκης Στελιανός (Κατσαντωνιά), από τον Άϊ-Γιάννη Αμαρίου στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Με το Μανολιό από τις Καμάρες, γνωριστήκαμε στην αντίσταση. Ήταν γενναίο, ριψοκίνδυνο, τολμηρό, ατρόμητο, με τεράστιες ψυχικές αντοχές, δεν λογάριαζε τίποτα, έμπαινε στη φωτιά διακινδυνεύοντας τη ζωή του χωρίς να δειλιάζει. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μου μόνος και με άλλους. Τρώγαμε πίναμε, συζητούσαμε τα προβλήματα της αντίστασης, του έλεγα τα νέα μου και κείνος τα δικά του, τις αντραγαθίες αγωνιστών, τους κινδύνους.
Τον πιάσανε αργότερα οι
Γερμανοί στον Ψηλορείτη, τον βασάνισαν φρικτά, απ’ ότι μας έλεγε, μα δεν μαρτύρησε κανένα μας. Οι Γερμανοί τον
ντύνουν με Γερμανική στολή, μαύρα γυαλιά για να μην αναγνωρίζεται και βγαίνουν
στα χωριά για να μαρτυρήσει αντιστασιακούς.
Τον φέρνουν στο χωριό. Μόνο
όσοι τον γνωρίζαμε καλά μπορούσαμε να τον αναγνωρίσουμε, μαζεύουν όλους στην εκκλησία
απέξω, τον βάζουν σε σπίτι που είχε παράθυρο στον περίβολο της εκκλησιάς, μισάνοιχτο να μη φαίνεται απ’ έξω, και
αναγκάζουν τους ανθρώπους άνδρες και γυναίκες να περνούν από το παράθυρο ένας
ένας. Η Στελιανή η γυναίκα μου κρατώντας μωρό, λέει στις γυναίκες χαμογελαστά, - πάμε να
περάσουμε μα ήτα θα μας κάμουν. Ο Γερμανός αξιωματικός που ήταν μέσα βλέποντας
την, λέει στο Μανολιό: Ποια είναι αυτή η ψηλή κυρία που χαμογελά και κάνει πως
δεν φοβάται; -Δεν την ξέρω, απαντά εκείνος, όπως αργότερα μου διηγιόταν.
Φεύγουν στη συνέχεια
από τον Αϊ- Γιάννη και κάτω από το Άνω-Μέρος στη βρύση, σταματούν, ξεδιψούν και πλένονται οι Γερμανοί. Τότε
βρίσκει ευκαιρία και δραπετεύει προς τον ποταμό. Οι Γερμανοί του ρίχνουν καταιγισμό
πυρών αλλά δεν τον βρίσκουν. Προχωρά προς το φαράγγι, νομίζοντας ότι ακόμα τον
κυνηγάνε. Πιο κάτω βρισκόμουν εκείνη τη μέρα σ’ ένα λιόφυτο που είχα, στο
Πετροχώρι από κάτω. Βλέπω μετά τους πυροβολισμούς, έναν με γερμανικά ρούχα να
τρέχει, να κάνει το σταυρό του, να δοξάζει τους Αγίους και την Παναγία που τον
γλύτωσαν. Τον πλησιάζω και τον αναγνωρίζω. Ο κατάλληλος άνθρωπος στον κατάλληλο
τόπο, την κατάλληλη στιγμή. -Μανόλι του λέω ηρέμησε, μη φωνάζεις μη μας
ακούσουν οι Γερμανοί, εγώ θα σε βοηθήσω.
Τον παίρνω ποταμό ποταμό
περνούμε το φαράγγι και φτάνουμε κάτω
από τον Αϊ-Γιάννη, στου Σαμπάνη το χάρακα. Τον βάζω σ’ ένα ρυάκι του λέω να
περιμένει εκεί μέχρι να δω αν στο χωριό είναι Γερμανοί και να γυρίσω να τον
πάρω. Ανεβαίνω στο χωριό παρατηρώ ότι δεν βρίσκονται Γερμανοί και ειδοποιώ τον πρωτοξάδελφό
μου τον Καρακαλαντώνη, τον Δημήτρη Γ. Κορωνάκη και τον Παντελή τον Μαγαριτσανό,
νεαρούς που ήταν στην αντίσταση και τον
φέρνουν στο σπίτι. Του βγάζουμε τη γερμανική στολή και την θάβουμε στην
αυλή του σπιτιού μου και ντύνεται πολιτικά και την επομένη τον προωθούμε προς
τον Αϊ-Βασίλη.
Αργότερα, χόρευα στο
Πετροχώρι έξω από την εκκλησία στο Πανηγύρι και ήταν και Γερμανοί. Πιάνει δίπλα
μου ένας και σε λίγο με τσιμπά στη μέση, γυρίζω και βλέπω το Μανολιό
μεταμφιεσμένο και αγνώριστο. Με τρόπο σταματώ και προσεκτικά παράμερα του λέω:
ήτα κάνεις μωρέ Μανόλη, φύγε μη σε γνωρίσει κανείς Γερμανός και απομακρυνόμαστε
διακριτικά.
Μετά το Μανολιό
ερχόταν πάλι στο σπίτι μου και η γυναίκα μου τον συμβούλευε ανήσυχη: -Φύγε
Μανόλη στη Μέση ανατολή, γιατί θα σε πιάσουν πάλι οι Γερμανοί και θα
μαρτυρήσεις από τα βασανιστήρια, ότι σε πήραμε εδώ και θα μας σκοτώσουν ούλους.
-Σώπα Στελιανή και μη φοβάσαι μα σα το ρύζι κομματάκια να με κάμουν δε
σας σε μαρτυρώ, όπως δε σε μαρτύρησα και στη εκκλησία που με ρωτήξανε. Και
δε μαρτύρησε πράγματι το ψυχωμένο αυτό παλικάρι της αντίστασης, όταν πάλι τον
συνέλαβαν, τον βασάνισαν να μαρτυρήσει ποιοί τον περιέθαλψαν μετά τη απόδραση
του και τέλος αυτή τη φορά τον εκτέλεσαν.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
Ε. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου