Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

 

                                  Γυπαετοί της Λευτεριάς

                                 

                                          Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης

                           

                                        Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

  

                                                

                                        Κωστής Παραδεισανός στη Αίγυπτο το 1942                            

       

           Ένα από τα παλληκάρια της αντίστασης, που πρόσφερε πολλά και αγωνίστηκε κινδυνεύοντας όσο λίγοι, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, με αγνό πατριωτισμό, θάρρος, γενναιότητα και αυτοθυσία ήταν ο Κωστής Παραδεισανός από το παλιό τουρκοχώρι, Σάτα Αμαρίου. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτόν ιδιαίτερα υμνούν και αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους όλοι σχεδόν οι Άγγλοι κατάσκοποι στην Κρήτη, αλλά και οι βετεράνοι της κρητικής αντίστασης. Ήταν  ριψοκίνδυνος, ανιδιοτελής, έντιμος, καλοσυνάτος, κεφάτος, ψηλός, στεγνός, μελαχρινός, κυπαρισσένιος, γεροδεμένος, σβέλτος, αίλουρος των Κρητικών βουνών, σαμποτέρ των Άγγλων κομάντο,  του οποίου το σπίτι ήταν καταφύγιο και στρατηγείο των Άγγλων κατασκόπων. Έζησε μια τρωγλοδύτικη ζωή σαν αγρίμι τη Γερμανοκατοχή, μέσα σε υγρά σπήλαια, άγρια  φαράγγια, κακοτράχαλα βουνά, επικίνδυνους κρημνούς, στα χιόνια, στα κρύα, στις θύελλες, στους καύσωνες, σε ατέλειωτες κακουχίες, στερήσεις, κακή διατροφή, πείνα, δίψα και οδοιπορίες σ’ όλη την Κρήτη, συνοδεύοντας τους Άγγλους, κυνηγημένος  από τους απογόνους των αιμοβόρων Ούννων, χάριν της ελευθερίας.

 

     Ο Ταγματάρχης Τζιφάκης (Τζόε) στη μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο αναφέρει, για μικρή δύναμη στρατιωτών που πολεμούσαν μαζί τους στον Πρίνο Μυλοποτάμου, «ανήκαν στη δύναμη του Υπολοχαγού Κωνσταντίνου Παραδεισανού από το Βιζάρι Αμαρίου καθ’ ότι ο στρατιώτης που έπεσε τραυματισθείς εκαλούσε προς βοήθειαν τον Παραδεισανόν»

      Ο Λοχαγός Φήλντινγκ επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής δυτικής Κρήτης, κάνει μια επική περιγραφή του  στα απομνημονεύματά του. Τον παρέλαβε μετά την αποβίβασή του στον Τσούτσουρα το 1942 και γράφει: «Ο Ντηλαίηνυ και εγώ ξεκινήσαμε αμέσως συνοδευόμενοι από ένα νεαρό Κρητικό Υπολοχαγό, τον Κώστα Παραδεισανό, που θα ήταν ο οδηγός μας. Σε σύγκριση με τους μάλλον κοντούς και κουρελιασμένους ψαράδες του Τσούτσουρα, ο Κώστας ήταν μια φανταχτερά κομψή φιγούρα, με μαύρο μεταξωτό κεφαλομάντηλο, μαύρο μεταξωτό πουκάμισο, βράκα και μαύρα στιβάνια, τη συνηθισμένη ενδυμασία των ορεσίβιων. Τόσο κοντά στη θάλασσα έμοιαζε παράταιρος. Ακόμη και το παράστημα και οι χειρονομίες του έδειχναν να μην ταιριάζουν με την επίπεδη επιφάνεια της παραλίας, πάνω στην οποία  εκινείτο με ένα παράξενο λαθραίο βάδισμα, αλλά μόλις φτάσαμε στους λόφους και και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε, βρέθηκε αμέσως στο στοιχείο του, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα με μια ταχύτητα και ακρίβεια, που έκανε σκόνη τις λαχανιασμένες προσπάθειές μας να τον μιμηθούμε. Μόνος του θα είχε φθάσει στα Αχεντριά πολύ πριν τη δύση του ήλιου. Με τον Ντηλαίηνυ και  εμένα να ακολουθούμε άγαρπα, το ταξίδι πήρε πολύ περισσότερη ώρα». Αργότερα βαδίζοντας προς το Αμάρι, κοντά στο Μαγαρικάρι κρυμμένοι σε σπηλιά « οι χωρικοί ειδοποιημένοι από τον Κώστα, μας υποδέχτηκαν με καρβέλια ψωμί, ασκιά κρασί και κρύα λαδερά φασόλια σ’ ένα τεράστιο μπρούντζινο καζάνι».

 

     Ο Τόμ Νταμπάμπιν (Ιωάννης),Ταγματάρχης, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι μένοντας σε σπηλιά στον Τσούτσουρα «ο Κώστας και ο Γιώργος ο Αμερικάνος, γύρισαν με πληροφορίες σχετικά με τις δυνάμεις και τις θέσεις του εχθρού, τις οποίες ο  Alec μετέδωσε μέσω ασυρμάτου…  αρκετές φορές μέναμε στο σπίτι του στη Σάτα Αμαρίου, στο οποίο η Γερμανική αστυνομία είχε έλθει λίγες μέρες πριν αναζητώντας τον Κώστα. Τον βρήκαν στο σπίτι, αλλά αυτός είχε πλαστή ταυτότητα την οποία δέχτηκαν και έφυγαν….ο Κώστας φρόντισε και μου πήραν μέτρα για γκιλότα, δηλαδή το κρητικό παντελόνι με τα φαρδιά μπατζάκια. Ο ράφτης ήρθε με το μέτρο του σ’ ένα χωράφι κάτω από την αετοφωλιά, δίπλα σ’ ένα ρυάκι και έλεγε φωναχτά  τις μετρήσεις. …Ο Κώστας έλεγε διάφορα ψέματα για μένα σε όσους μας συναντούσαν στην οδοιπορία μας…Πήγαμε στις Αλώνες, ευτυχώς ένας γνώριζε τον Κώστα και μας πήγε στο σπίτι του Παπά Γιάννη Αλεβυζάκη….Αυτή η διαδρομή από τη Σάτα στις Αλώνες ήταν η εθνική οδός των κατασκόπων και η χώρα των Λωτοφάγων(Αμάρι) ήταν το πιο πολυσύχνοστο τμήμα της». Η πλαστή ταυτότητα του Τομ, που του έβγαλε ο Κώστας τον παρουσίαζε ότι κατάγεται και ήταν κάτοικος του Άι Γιάννη Αμαρίου, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, αλλά δεν γνωρίζουμε με ποιό όνομα και επώνυμο. Ίσως με το όνομα Γιάννης, γιατί οι Άγγλοι συνήθως είχαν ως ψευδώνυμο το πλαστό όνομα της ταυτότητάς τους. Ο Φέρμορ είχε το ψευδώνυμο Μιχάλης, επειδή η πλαστή ταυτότητά του τον παρουσίαζε Μιχάλη Φραγκιαδάκη.

         Ο Σ. Χιούζ στην απόρρητη αναφορά της δράσεως της S.O.E. αναφέρει ότι ο Τομ Ντανμπάμπιν περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα, στα Ανώγεια και στο Αμάρι, με τη βοήθεια του Ανθυπολοχαγού Παραδεισανού Κωνσταντίνου, που είχε παρακολουθήσει μαθήματα στην πειραματική σχολή  ΜΙΟ2 της Αιγύπτου.

 

       Ο Οπλαρχηγός Μπαντουβάς αναφέρει ότι όταν το 1942 ρίφθηκαν με αλεξίπτωτα εφόδια, τρόφιμα, άρβυλα, μπιστόλια, στον Αμαριώτικο Ψηλορείτη από τους Έλληνες του εξωτερικού, ήταν εκεί « ο Τόμ ο Λοχαγός, με τον Παραδεισανό τον Κώστα από τη Σάτα, τον Αντώνη Ζωϊδάκη από τον Άγιο Ιωάννη…Ήταν το κλιμάκιο της κατασκοπείας και επλαισίωνε την ομάδα και εφύλλασε τον ασύρματο που ήταν εκεί…Ο Τόμ έστειλε τον Κωστή τον Παραδεισανό και εκατέβηκε στσι Κουρούτες και  στο Φουρφουρά και το πρωΐ έφτασε με τριάντα χτήματα(γαϊδούρια) να φορτώσει τα πράγματα». Κατά το Γιώργη Τζίτζικα αντάρτη του Πετρακογιώργη, που ήταν εκεί, ο Κώστας παρενέβη να σταματήσει η διαμάχη μεταξύ  Μπαντουβά και Τομ για το ποιός θα παραλάβει τα εφόδια.

 

       Ο Γιώργης Ψυχουντάκης, ο περίφημος, αεικίνητος, κρητικός μαντατοφόρος από την Ασή Γωνιά που συχνά περιδιάβαινε όλη την Κρήτη μεταφέροντας μηνύματα των Άγγλων συναντιόταν με τον Κ. Παραδεισανό που υπηρετούσε και αυτός στην αγγλική κατασκοπεία και σημειώνει: «Έφτασα νωρίς στη Σάτα και πηγαίνω στο σπίτι των Παραδεισανών. Βρήκα τον Κώστα έφεδρο Ανθυπολοχαγό του πυροβολικού, καλό άνθρωπο, αλλά το κυριότερο καλό πατριώτη από τους λίγους που πρόσφεραν τις περισσότερες υπηρεσίες σε τούτη τη δύσκολη εποχή. Του παρέδωσα ό,τι έγγραφα κρατούσα και επιστολές  και αυτός έφυγε αμέσως  για την παραλία όπου θα περίμενε να έρθει το μέσο. Εγώ έπρεπε να περιμένω εδώ ώσπου να γυρίσουν από την αποστολή και περίμενα αρκετά δεκαπέντε ολόκληρες ημέρες το γυρισμό τους. Έτσι βρήκα την ευκαιρία να ξεκουραστώ αρκετά. Είπαν ότι λόγω της κακοκαιρίας το μέσο αργούσε να έρθει. Κάθε μέρα περίμεναν κρυμμένοι στην ακροθαλασσιά και κάθε βράδυ έδιναν τα σήματά τους. Εκεί με βρήκαν τα Χριστούγεννα. Είχαμε και στο διάστημα αυτό στο μετόχι και χιόνι πράμα σπάνιο σ’ αυτά τα μέρη γιατί είναι χαμηλά  και νοτικός ο τόπος. Ο αδελφός του Κώστα, Γιάννης Παραδεισανός, ήταν υπάλληλος στο αεροδρόμιο του Τυμπακίου, απ’ όπου έδινε στην υπηρεσία όλες τις πληροφορίες για την κίνηση του αεροδρομίου και των Γερμανών. Ο Γιάννης ερχόταν ταχτικά στο μετόχι της Σάτας από το Τυμπάκι τα βράδια έπαιζε μπουζούκι και περνούσαμε την ώρα μας…Τέλος σαν ήλθε ο Κώστας, πήρα τα πράγματα που είχε για μένα και φεύγω. Ήταν πολύ λίγα τα τρόφιμα που πήρα. Μια κονσέρβα ζαμπόν από χοιρομέρι των πέντε κιλών, δύο κουτιά γάλα και μια οκά ζάχαρι….Από τα γνωστά μου μονοπάτια, τους δρόμους και τα χωριά  έφτασα στην Αμπαδιά. Πήγα στη Σάτα, στον Κώστα τον Παραδεισανό. Είχε έρθει εκεί τότε ένας νέος αξιωματικός ο κ. Μόντη στον οποίο παρέδωσα την αλληλογραφία που κρατούσα… Ο κ. Τομ που τον ονομάσαμε Γιάννη αλλά πολύ περισσότερο τον λέγαμε με το όνομά του, ήρθε στο λημέρι μας (στις Μαδάρες) με οδηγό τον Κώστα Παραδεισανό…Μόλις ξημέρωσε ο κ. Τομ με τον Κώστα Παραδεισανό παίρνουν το δρόμο και μας αφήνουν». Άλλοτε αναφέρει ότι βλέπει κάτω από τον Άι Γιάννη Αμαρίου στη γέφυρα του Μανουρά όπου έψαχνε τον Τόμ, τον Νίκο το Σουρή και τον Κώστα τον Παραδεισανό. «Είχαν κρυφτεί εκεί τις πρωινές ώρες  και εκείνοι, ξεφεύγοντας από τον Άι Γιάννη που είχαν πάει οι Γερμανοί». Άλλοτε συναντά τον ασυρματιστή του Τομ, Μαθιό πάνω από το Φουρφουρά σ’ ένα υγρό σπηλιάρι που ο Κωστής ο Παραδεισανός το ονόμαζε «το καλογερικό του Μαθιού…Η ζωή του εκεί ήταν πραγματικό μαρτύριο. Τέτοιοι θα ήσαν και έτσι ζούσαν οι ασκητές στον καιρό του ασκητισμού, που βασάνιζαν το σώμα τους και έκαναν τη ζωή τους μαρτύριο για να σώσουν την ψυχή τους». Όταν η ομάδα του Μπαντουβά μετά την καταστροφή της Βιάννου μετακινήθηκε στις Μαδάρες, ο Ψυχουντάκης αναφέρει ότι: «με τον Μπαντουβά μαζί ήρθαν και κάμποσοι Αμαριώτες, ο Αντώνης Ζωϊδάκης, ο Κωστής ο Παραδεισανός, που μου είπε πως ένας νιόφερτος αξιωματικός που πήγε στα Λασιθιώτικα βουνά μου στέλνει τους χαιρετισμούς του».     

         Ο Στελιανός Καλογεράκης (Κατσαντωνιά), μέλος της παράλληλης προς το Ε.Α.Μ. αντιστασιακής οργάνωσης Ε.Ο.Κ.   Ρεθύμνου, στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Τρώγαμε στον οντά μου με τον μορφωμένο και ευγενή  Άγγλο Διοικητή της Αντικατασκοπίας Κρήτης Τομ Νταμπάμπιν και τους Παραδεισανούς από τη Σάτα, Κώστα και Γιάννη, που ανήκαν στις Εγγλέζικες οργανώσεις, ελαφρά οπλισμένοι με πιστόλια εσωτερικά. Είχαμε καλοφάει τα νόστιμα φαγητά της γυναίκας μου Στελιανής, μαθημένη από τα συνεχή τραπεζώματα την εποχή αυτή, που πάντα αδιαμαρτύρητα ετοίμαζε. Ήπιαμε και μπόλικο κόκκινο κρασί να ξεχάσομε τα βάσανά μας και είμαστε σε κέφι. Λίγο πριν τελειώσουμε,  μου φωνάζει η γυναίκα μου κάτω από το ισόγειο που ήταν η κουζίνα, πως έχουν έλθει Γερμανοί και με θέλουν ως Πρόεδρο. Σουμπαχάνα δα, είπα, και πως θα ξεμπερδέψομε πάλι από τη κακοτοπιά που μας βρήκε. Μόλις το άκουσε ο Τόμ μισομεθυσμένος όπως ήταν,(του άρεσε το καλό κρασί και κινδύνεψε  μερικές φορές απ’ αυτό το χούι του),  λέει να κατέβουμε να τους χαιρετίσουμε. Όχι λέω στον Τόμ, μην κατεβείτε γιατί μπορεί να σε γνωρίσουν από τη φάτσα και τη μιλιά πως είσαι Άγγλος και θα μας σκοτώσουν ούλους και θα κάψουν και το χωριό. Εγώ θα κατεβώ να τους πιάσω τη κουβέντα απασχολώντας τους, θα τους μιλώ  δυνατά για να μην σας ακούσουν και εσείς σιγά σιγά θα βγείτε στο δώμα με χώμα της κουζίνας και θα φύγετε στο δρόμο, όπως και έγινε χωρίς να πάρουν είδηση».

     Οι Εγγλέζοι έκαναν τέτοιες άσκοπες και επικίνδυνες ενέργειες, για τις οποίες ο Φήλντινγκ, στα απομνημονεύματά του σχολίαζε:  «Τα μυαλά μας είχαν πια πειραχτεί από την αφύσικη ζωή που ζούσαμε γι’ αυτό κάναμε άσκοπα πράγματα και η οικογένεια διακινδύνευε τα πάντα».

 

    Τιμή, δόξα, ευγνωμοσύνη και προβολή της αξιομίμητης προσφοράς τους, ανήκει στους γενναιόψυχους αυτούς αγωνιστές της λευτεριάς, τους οποίους θαυμάζοντας ο Π. Φέρμορ, σημειώνει: «εμείς δεν διακινδυνεύαμε παρά μόνο τις ζωές μας,  ενώ οι Κρητικοί που μας βοηθούσαν τόσο γενναία, δεν διακινδύνευαν μόνο τις δικές τους ζωές, αλλά και εκείνες ολόκληρων των οικογενειών τους, καθώς και την ίδια την ύπαρξη όλων των χωριών τους».

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου