Καπετάν Μητροφάνης
(Καλογεράκης)
Το Λιοντάρι του Αμαρίου το 1821.
H γενιά του Καπετάν
Μητροφάνη κατά τις παραδόσεις της οικογένειάς του, καταγόταν από τους Καλογεράκηδες - Καλογερήδες της Σαμαριάς
Σφακίων, με σπουδαιότερο γόνο τους τον ηρωικό Καλογερογιάννη.
Ο Καλογερογιάννης, δεν ανεχόταν να
ποδοπατούν και να εξευτελίζουν τους γείτονες, τους φίλους και αδελφωχτούς
Σελινιώτες. Μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του και χωριανών του,
δημιουργούσαν συνεχείς προστριβές με τα ανθρωπόμορφα τέρατα των Γενιτσάρων της
οικογένειας Βέργερη του Απανηχωριού και της Αγίας Ειρήνης. Γενίτσαροι από την
φύση τους οι άλλοτε Ενετοί άρχοντες, που αλλαξοπίστησαν, καταδυνάστευαν τον
ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, της περιοχής του Λάκου, Σγουράφου και των οικισμών
της Αγίας Ειρήνης, που ξεπερνούσαν τις περισσότερες φορές κάθε μορφή ανθρώπινης
υπόστασης. Έστειλε λοιπόν ο Καλογερογιάννης, μήνυμα στον Γενίτσαρο της
οικογένειας Βέργερη και τον προέτρεπε να σταματήσει τα αίσχη, που διέπραττε
κατά των χριστιανών της περιοχής. Ο Βέργερης αυτή την πρόσκληση τη θεώρησε
μεγάλη προσβολή, ένας γκιαούρης, να τον προκαλεί και να τον προτρέπει έτσι.
Προσποιήθηκε ότι δεν ενοχλήθηκε από την πρόκληση αυτή και με σκοπό να σκοτώσει
τον Καλογερογιάννη, τον προσκάλεσε στο πυργόσπιτό του, τάχατες να τον φιλοξενήσει και να συζητήσουν το θέμα.
Έλα Γιάννη Καλόγερε, κάτω εις το κονάκι
να σφάξωμε ένα μαρτί,
να κάμουμε ζεφτάκι.
Κατ΄ άλλους, που είναι ίσως και η πιο
επικρατέστερη άποψη, του έστειλε μια μπάλα(σφαίρα). Δείγμα ότι θα το σκότωνε,
όπου και όταν θα τον συναντούσε. Ο Καλογερογιάννης αδούλωτος καθώς ήταν, αλλά
και παράτολμος, έφυγε να συναντήσει τον Γενίτσαρο. Δεν πήγε από το Ξυλόσκαλο,
που το παραφύλαγαν οι τούρκοι, αλλά από την Αγιά Ρουμέλη. Μπήκε στην Τρυπητή
και το Βουκιλάσι και ήλθε στα Σελινιώτικα.
Μόλις ο Βέργερης έμαθε την παρουσία του στην
περιοχή, βγήκε από το πυργόσπιτό του μαινόμενος και οργισμένος. Δεν περίμενε
την παρουσία του Σφακιανού στην περιοχή του και τάβαλε, κατά που τόχε συνήθειο,
με τους χριστιανούς της περιοχής του Λάκκου Σγουράφου, ευρισκόμενος σε κραιπάλη
από το κρασί, που είχε καταναλώσει.
Συνάντησε τον Καλογερογιάννη σε δασώδη και
ξέμακρη περιοχή. Πιάστηκαν στα χέρια, αφού προηγουμένως προηγήθηκε έντονη
λογομαχία με βρισιές και κατάρες αναμεταξύ τους. Ο γενίτσαρος έβγαλε την
πιστόλα του και σαν άριστος μαχητής και σκοπευτής που ήταν, πέτυχε τον Καλογερογιάννη στον μηρό. Αλλά και ο Καλογερογιάννης αντάξιός του, ανταπέδωσε και αυτός με τον
ίδιο τρόπο και τραυμάτισε τον Βέργερη. Όρμησε αμέσως, κατά πάνω του με το
μαχαίρι και τον αποτέλειωσε με απανωτές και θανατηφόρες μαχαιριές, πριν καλά
καλά αντιδράσει ο αλλόπιστος. Οι
Σελινιώτες του έκτισαν σπίτι διόροφο στη Σαμαριά ως ευγνωμοσύνη, που υπάρχει
μέχρι σήμερα.
Η είδηση, για τον άθλο του Καλογερογιάννη
ξεσήκωσε τους Γενίτσαρους του Σελίνου και των Χανίων. Κατά που το συνήθιζαν,
έπρεπε οπωσδήποτε να εκδικηθούν για τον θάνατο του Βέργερη, σκοτώνοντας τον
ίδιο ή τους συγγενείς του ή και να καταστρέψουν ολόκληρη την Σαμαριά.
Παραφύλαγαν την είσοδο του Σαμαριανού
Φαραγγιού, αλλά δεν τολμούσαν, όμως να την παραβιάσουν, γιατί γνώριζαν, τι τους
περίμενε. Αναζητούσαν τον Καλογερογιάννη παντού. Αυτός τραυματισμένος καθώς
ήταν, με πολύ δυσκολία μπορούσε να κινείται στην κακοτράχαλη περιοχή. Έτσι
τραυματισμένο τον ανακάλυψαν οι διώκτες του,
στην περιοχή της Αχλάδας. Τον περικύκλωσαν και αφού τον εγκλώβισαν
ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, άδειασαν τα όπλα τους στο τραυματισμένο σώμα
του. Και άψυχο το σώμα του παλληκαριού, προκαλούσε δέος στους εκτελεστές του,
οι οποίοι συνέχιζαν να το πυροβολούν, ασταμάτητα μέχρι που πλησίασαν το πτώμα
του, φοβούμενοι, μήπως σηκωθεί και ανταποδώσει στα θανατηφόρα πυρά τους. Πολλοί συγγενείς του έφυγαν στη συνέχεια από τη Σαμαριά, στο Αμάρι
και σε άλλα μέρη της Κρήτης, για να ξεφύγουν από τη μανία των Τούρκων .
Ο καπετάν Μητροφάνης, ήταν αδελφός του
Καλογερογιάννη της Σαμαριάς, γι’ αυτό και ο αδελφός του ο Καλογερομανώλης
πρόγονος των Καλογερήδων του Άι-Γιάννη Αμαρίου έδωσε στο γιό του το όνομα
Γιάννης, ο μετέπειτα Καλογερογιάννης του Ά-Γιάννη. Ο Μητροφάνης είχε παρόμοια πορεία και τέλος με τον πρόγονό
του Καλογερογιάννη της Σαμαριάς, λές και ήταν στο DNA του. Βλέποντας όμοια και αυτός, τα ανομήματα των
Τούρκων και τα βάσανα των συμπατριωτών του σκέφτηκε: Καλό είναι το αρνί μα όταν γύρω σου υπάρχουν λύκοι καλύτερο είναι το
λιοντάρι. Έτσι εμπλέκεται στα επαναστατικά κινήματα της περιόδου αυτής σαν
χαΐνης και καπετάνιος σώματος επαναστατών. Τα
κρητικά μοναστήρια την περίοδο αυτή λόγω της οικονομικής ευρωστίας τους,
διατηρούσαν και συντηρούσαν δικά τους επαναστατικά σώματα, με δική τους σημαία.
Γίνεται ο προστάτης των μοναχών της Μονής από τους ντόπιους ασύδοτους
περιφερόμενους, που τους έκλεβαν και τους εκβίαζαν, όπως φανερώνει ένα σχετικό
έγγραφό του, προς το φροντιστήριο των οικονομικών της τότε Γενικής Διοικήσεως
Κρήτης, από το διπλανό στη Μονή χωριό Μπισταγή στους πρόποδες του Ψηλορείτη,
που έμενε μάλλον γιατί το Μοναστήρι των Ασωμάτων καταστράφηκε από τους Τούρκους
στην επανάσταση του 1821 και έχει ως εξής:
«Εις το Φροντιστήριον της Οικονομίας.
Προσκυνώ σας και ηξεύρετε, ότι οι ξένοι
οπού είναι στο μοναστήρι κοντεύουν να το βάλουν κουκούλα και ζυγώνουν τους
πατέρες και λέγουν πως θα κόψουν τα γένια τως και άλλα άτοπα. Εγώ εκατέβηκα
αυτός μου και των εμίλησα με όλην μου την αστένειαν αλλά δεν με ήκουσαν. Το
μοναστήρι δεν έχει τίποτα καθώς το
ξεύρετε. Ήλθεν ο ηγούμενος από κάτω γυρεύοντας ανθρώπους να τραβήξη την πέτραν
και ολίγον έλειψε να τον δείρουν λέγοντάς του τα μύρια σκατογείκια. Λοιπόν σας
περικαλώ, άγιε Οικονόμο, να στείλης να τους πάρεις αυτού, διατί εδώ είναι μερικοί
στρατιώται και θα φεύγουν αύριον και θα τους πάρω να κατέβω να τους βάλουν
μπροστά να τους πάγουν του αυθεντός με
μίαν αναφοράν. Αυτηνών τα καμώματα δεν τραβιούνται. Γυρίζουν τα χωρία και
αγοράζουν κρέας, έπειτα πηγαίνουν και ζητούν του πατέρα τους παράδες. Αυτοί
πληρώνουνται δια να ζουν στα στρατεύματα και όχι να κάνουν παρόμοια πράγματα.
Την υγείαν τους έχουν, πρέπει να ακολουθούν με τους στρατιώτες και όχι να
γυρίζουν ένθεν κακείθεν. Πόρτες και παράθυρα έχουν σπασμένα γυρεύοντας τους
πατέρας δια να τους δείρουν και αυτοί εφοβήθησαν και έφυγαν. Λοιπόν σας
περικαλώ να έχω την απόκρισίν σας με τον ίδιον.Ταύτα και άνευ ετέρου σας
προσκυνώ.
Μπισταγή 1823 Σεπτεμβρίου 9
Καπετάν Μητροφάνης δούλος σας»[1].
Διασώζεται και δεύτερο έγγραφό του προς
την ίδια αρχή για κατηγορία εναντίον του την ίδια περίοδο στο οποίο αναφέρει:
«Προς το Εσωτερικόν Φροντιστήριον Κρήτης.
Προσκυνώ. Ερχόμενος εις τον δρόμον εις τας
ένδεκα του τρέχοντος, έλαβα ένα σας τίμιον, το οποίον με διαλαμβάνετε δια ένα
μουλάρι, ότι το επήρα από τον Ασώματον. Όμως
δεν έχω είδησιν περί τούτου και με το να είμαι άρρωστος δεν εμπόρεσα να εύρω άνθρωπον να σας γράψω την απόκρισιν,
ότι δεν έχω είδησιν.
Πισταγή τη 13 Αυγούστου 1823.
Καπετάν Μητροφάνης».
Ο Μητροφάνης το 1824 πήγε στην
Πελοπόννησο μετά την καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη 1822-1825 από τον
Ιμπραήμ και τους Τουρκαλβανούς. Ήταν η εποχή που γύρω στις 60.000 Κρητικοί,
άνδρες γυναίκες και παιδιά, κατά τον Κριτοβουλίδη, μετανάστευσαν στην άλλη
Ελλάδα βοηθώντας σημαντικά την επανάσταση. Ολόκληροι οικισμοί δημιουργήθηκαν
στους τόπους προορισμού των προσφύγων και υπάρχουν μέχρι σήμερα όπως: Στη Μήλο
το χωριό Αδάμαντας. Στη Νάξο το χωριό Κορώνας και Απείρανθος. Στο Ναύπλιο ο
οικισμός Πρόνοια και Μινώα(σημερινό Τολό). Στη Μεσσηνία το χωριό Νέα Κρήτη ή
Λαχανάδες. Στον Πειραιά τα Κρητικά. Επίσης στη Σύρο, στην Κάσο, στην Κάρπαθο,
στο Γύθειο, στη Μάνη, στη Μονεμβασιά, στη Μυτιλήνη[2].
Ο Μητροφάνης πολέμησε γενναία και
βοήθησε στη επανάσταση ως επικεφαλής σώματος αγωνιστών, δείχνοντας παλικαριά
και περισσή ανδρεία:
Πάντα
κει που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
Σπίθες
σιδέρο, αίμα, κορμί, έβγαν’ όπου μαλώσει,
και
βροντισμούς και ταραχές η δύναμί ντου η τόση…
Πολλοί
τον εγνωρίζασι πεζοί και καβαλάροι,
φωνιάζουν,
εδά πρόβαλε της Κρήτης το λιοντάρι[3].
Ζάχαρ’
ειν το τραγούδι του και το σπαθίν του Χάρος,
ωσάν
αϊτός επέτετο και το σπαθίν του εκράτει,
βροντή
τονε το χέριν του, κ’ ως αστραπή τα’αμμάτι.
Εβάρισκε
στη μια μεριά , κ’ επλήγωνε στην άλλη[4].
Είδε και έζησε πάνω στην ταραχή της μάχης,
να πραγματοποιούνται μπροστά του όσα διάβαζε στο Ψαλτήρι στο μοναστήρι του ότι
« Ο Θεός συνθλάσει κεφαλάς εχθρών…βαφή ο πούς σου εν αίματι, η γλώσσα των κυνών
σου εξ εχθρών παρ’ αυτού».[5] και
του Ιμπραήμ οι Αιθίοπες και οι εχθροί του, «χουν να λείχουν».[6]
Πολεμά μαζί με άλλους Κρητικούς ιερωμένους
ως επικεφαλής ανεξαρτήτων σωμάτων επαναστατών, όπως του Διάκου Γαλακτίωνος
Ψαρομήλιγγου, του Κατροκοκόλη και του Σταύρου Κολυβάκη.
Επιστρέφει στη συνέχεια στο μοναστήρι
του, αλλά οι Τούρκοι τον κυνηγούν αναγκαζόμενος να ζει με άλλους επαναστάτες,
τους λεγόμενους Χαΐνιδες, μεμενομένοι ή σε μικρές ομάδες. Οι Χαΐνιδες αυτοί δεν
χωράτευαν, δεν συμβιβαζόταν δεν έκαναν πίσω. Ο νόμος της εκδίκησης εναντίον των
αυθαιρεσιών των Τούρκων και των συμβιβαζομένων Κρητικών ήταν αμείλικτος, ανελέητος,
φοβερός. Πίστευαν υποσυνείδητα στη
Σαιξπηρική άποψη ότι οι κατακτητές «δεν
θα ήταν λύκοι αν οι άλλοι δεν ήταν αρνιά». Αυτό το στοιχείο συνέβαλλε
αργότερα και στη διατήρηση της λεγόμενης βεντέτας στην Κρήτη και μεταξύ των
ντόπιων, ως κατάλοιπο από την τουρκοκρατία.
Τη περίοδο αυτή, όπως συνέβαινε συχνά,
ερχόταν από το τουρκοχώρι Βαθιακό, που και σήμερα διασώζεται το τζαμί του, που
είχε τον «κούλε», το τουρκικό κάστρο δηλαδή, με τον τούρκικο στρατό, που βασάνιζαν
και βίαζαν στα γύρω χωριά, ένας Αγάς, μάζευε τις κοπελιές του Άι-Γιάννη, στο
σπίτι του πατέρα του Ευθύμιου, τις έβαζε να χορεύουν ημίγυμνες πάνω σε μαγεριά
και ρόβι, που έριχνε στο πάτωμα για να ευχαριστιέται βλέποντας τις να πέφτουν
και να σηκώνονται. Ήταν μια συνηθισμένη τακτική των τούρκων την εποχή αυτή,
όπως μαρτυρούν ιστορικοί.
Μαθαίνοντας το αυτό ο Μητροφάνης άρχισε να
γούζεται και να απειλεί ότι θα τον εκδικηθεί για τη προσβολή που έκανε στις
χριστιανές. Κάνε μωρέ τη δουλειά σου του έλεγαν οι συγγενείς του, μη βρεις το
μπελά σου, αφού δε πειράζει τις δικές μας ήτα σε νοιάζει και ανακατεύεσαι. Και
αυτός με τα λόγια του Ρωτόκριτου απαντά
σε συγγενείς και φίλους:
«Εγώ
στο νου μου τό βαλα να κονταροχτυπήσω,
και
για θανάτους εκατό μπλιό δε γιαγέρν’ οπίσω…
κι
άφης τ’αυτά άν μ’ αγαπάς, φίλε μου, να
περάσουν,
θωρώ
τη φρονιμάδα σου, γρικώ την πονηριά σου.
Κατέχω
τούτα, που μου λές, κι οπού μ’ αναθιβάνεις,
κι
άφης τα να περάσουνε, γιατί τον κόπο χάνεις»[7].
Αυτός δεν μπορεί να ανεχθεί μια τέτοια
προσβολή και παίρνει τη απόφαση να σταματήσει αυτό το ξεγιβετιλίκι. Τη μέρα που
είχε παραγγείλει στις χριστιανές να
μαζευτούν, γιατί θα ξανάρθει, παίρνει ο Μητροφάνης το καριοφίλι του, ζώνεται το
μαχαίρι του στη μέση και ακολουθεί το
δρόμο του χρέους, που οι πρόγονοί του και η πίστη του, του είχε διδάξει:
Θάνατος στον άπιστο κατακτητή. Τούρκος
καλός μόνο νεκρός. Βαδίζει αποφασιστικά το δρόμο της τιμής και της ευθύνης
χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που τον
περιμένουν. Το πνεύμα της θυσίας και της αυταπάρνησης πάντα χαρακτήριζε τους
μεγάλους της ιστορίας και τους ήρωες κάθε εποχής.
Στη Νίθαυρη αποκάτω, στο δρόμο που
έρχεται από το Αποδούλου τον περιμένει μέσα στο ρυάκι για να μην τον θωρούν. Σε
λίγο προβαίρνει ο Γενιτσαραγάς από μακριά πάνω στο άγριο μπεγύρι του, αγριωπός
αδίστακτος και ο ίδιος, όμως λεβεντάνθρωπος, καμαρωτός και ροδοκόκκινος από τη
καλοπέραση και τη ξεκούραση, αφού ραγιάδες δούλευαν για χάρι του.
«Δρακόκαρδος
εκράζουντο, δράκου σουσούμι έχει,
ποτέ
ντου δεν εγέλασε, μηδέ χαρά κατέχει.
Ετούτος
δεν εγνώρισ’ουδέ κύρι ουδέ μάννα,
απόταν
ήτονε μικρός στην κούνιαν, εποθάνα.
Σε
μιας λαλάς του μάϊσσας το σπίτι ανεθράφη,
για
κείνο εγίνη άγριος, καθώς ο στίχος
γράφει[8].
Οι
κάμποι δεν τ’ αρέσουσι, κι ο τόπος δεν τον παίρνει,
κ’επά
κ’εκεί με το φαρί συχνοπηγαινογιαγέρνει…
εγρίνια
προς τον ουρανόν, εγρίνια στον αέρα,
η
όψι ντου φανέρωνε, τα κανε με τη χέρα.
Η
φορεσά ντου κ’ η θωριά και το φαρίν ομάδι
εδείχναν
πως ειν’ δαίμονας , και βγήκ’από τον άδη.
κ’
έλεγεν: Όποιος με θωρεί ας τρέμη κι ας φοβάται,
και
το σπαθί όπου βαστώ, κιανένα δε λυπάται[9].
Πλησιάζει στο πέρασμα του ρυακιού, που
τον περιμένει ο Καπετανοκαλόγερος Μητροφάνης.
Εκαβαλλίκευγε ένα ζω αγριότατο περίσσα,
Ορά
’χε σαν κατόπαρδος, και πόδια σα βουβάλι,
και
μάτια σαν αγριόκατος, κ’ η γλώσσα ντου μεγάλη.
Ήτον
η τρίχα ντου ψαρή μπαλώματα γεμάτη,
κόκκινα
μαύρα μούρτζινα ‘σ όλον του το δερμάτι.
Ήτο
λυγνό κ’ελεύτερο, στο γλάκι δεν το σώνει
ναν κι από χέρα δυνατή σαΐτα ουδέ βερτόνι.
Συχνά
συχνά σερνε φωνές, μα δε χιλιμιντρίζει,
είχε
άγρια τη φωνή, και σα θεριό μουγκρίζει[10].
Ένας γέρος χριστιανός που έβοσκε τις
προβατίνες του τον χαιρετά και του λέει. Αγά μου γύρισε πίσω γιατί είδα στο
ρυάκι εκεί ένα με τουφέκι και έμπαινε και έβγαινε μην είναι από κείνους τους
χαΐνιδες που γυρίζουν και σου κάνει
κακό. Περήφανος και αντρειωμένος και ο Αγάς, ζυμωμένος από παιδί στο Κρητικό
ήθος δεν το καταδέχεται να φοβηθεί και να γυρίσει πίσω όσο και αν κοστίσει. Το
ήθος του και κείνου ζυμωμένο τόσα χρόνια σ’ αυτό τον άγριο και αβόλευτο τόπο δεν λογαριάζει τη ζωή μπρος τη τιμή και
το γόητρο του αν και διαισθάνεται ότι κάτι κακό τον περιμένει. Δίνει μια
σπιρουνιά στο μπεγύρι του και προχωρά λέγοντας και τη μαντινάδα.
Μα
σε ντροπής μου τόχω εγώ
οπίσω
να γιαγύρω
Άχι
το χανουμάκι μου
Μα
δε το ξανασμίγω.
Μόλις πλησίασε στο πέρασμα του ρυακιού,
πετάγεται ο Μητροφάνης σαν τίγρη, που ορμά στο θήραμα της, ξιπάτε το μπεγύρι
του αγά, στέκεται στα πισινά του πόδια. Τ’ άλογο που ο Αγάς ήτονε καβαλλάρις ,
είχε
μεγάλη δύναμι, ήτο μεγάλης χάρις.
Επήδα με τα τέσσερα απάνω στον αέρα,
πολλά
θαμάσματά καμε εκείνην την ημέρα.
Είχε
πηδήξει στα ψηλά, στη γης να μην αγγίζη,
ετζίνα
κι αγριεύγουντον, κι ωσά θεριό μουγκρίζει,
και
δίχως να πατή στη γης, καθώς αναθιβάνω,
ήρριχνεν
εκατό τσινιές στον άνεμο απάνω[11].
Τον σημαδεύει όμως γρήγορα πριν αντιδράσει και
κεραυνοβολημένος από τη καυτή μπάλα του Μητροφάνη πέφτει από το άλογο του σαν
ασκί γεμάτο, με παφλασμό στο έδαφος, μη μπορώντας πια νεκρός να πραγματώνει τα
ανοσιουργήματα του.
Έπεσε κάτω το
θεριό, τ’ αμμάτια του γρυλλώνει,
φαρμάκι φτει με
τους αφρούς, κλάημ’ αναδακρυώνει,
κ’ εμουγκαλίστη
τρεις φορές το φοβερόν του στόμα,
κ’εβρόντηξεν ο
ουρανός, κ’εσκίστηκε το χώμα,
και με μεγάλη
ταραχή και μουγκρισμόν ομάδι,
επήεν η άγρια ντου
ψυχή στο μαυρισμένον άδη.
Κ’ εκείνος που ’το
φοβερός, κι απ’ όλοι τον ετρέμα,
σήμερον
εκυλίστηκε στσι σάρκας του το αίμα.
Και σήμερο κείν’ η
ψυχή, π’ άθρωπο δεν εδείλια,
πάει να δη του
Χάροντα τα μαυρισμένα σπήλια[12].
Το μπεγύρι
αφινιασμένο τρέχει στα χωράφια από τον αιφνιδιασμό που δέχτηκε.
«Τ’ άλογο του
λεβέντη αγά τσι σάρκες του δαγκάνει,
να πάη στον
αφέντην του γιά να του βουηθήση,
Και ωσάν εμίσσεψ’
η ψυχή, κ’ επήεν εις τον άδη,
πέφτει κ’ αυτό
χάμαι, ψοφά, τελειώνουσιν ομάδι[13].
Επικηρύσσεται
πολλά γρόσια το κεφάλι του και αρχίζει μια θρυλική καταδίωξη, από τους Αμπαδιώτες
Γενίτσαρους, συνεπικουρούμενους από Μπέηδες, Εσπέχηδες, Νιζάμηδες, Σπαχήδες,
Σουμπάσηδες, που κατέφθασαν από το μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο. Ο αγώνας του
γίνεται λαϊκό τραγούδι: «Αυτό δεν είναι
αντρειά, μονόναι τουρτουλούσι να
κυνηγούν Καλόγερο εφτά χιλιάδες Τούρκοι».
Το κακό όμως δεν άργησε να έρθει.
Φεύγοντας μια μέρα από το μοναστήρι του, στον Ασώματο για να πάει στο χωριό με
ένα βουργίδι με σόλες για τα στιβάνια του και το σκύλο του, βρίσκεται μπροστά
στο απόσπασμα των γενιτσάρων, που τον
αναγνωρίζουν και του φωνάζουν να παραδοθεί. Εκείνος γνωρίζοντας τι τον περιμένει δεν
σταματά αλλά φεύγει γλακιστός. Τον πυροβολούν εκείνοι και τον τραυματίζουν στη
πλάτη. Ακολουθούν τις αποβολές από το αίμα και ελπίζουν ότι θα τον πιάσουν αφού
θα εξαντληθεί από την αιμορραγία. Εξαντλημένος ο Μητροφάνης δεν μπορεί να
προχωρήσει και μπαίνει σ’ ένα βάτο μαζί με το σκύλο του. Ψάχνουν σα τα
κυνηγόσκυλα οι γενίτσαροι παντού γύρω, πλησιάζουν το βάτο και ο σκύλος του
Μητροφάνη προδίδει το καταφύγιο του γαβγίζοντας. Κατά τη μαρτυρία του
Καλογεροσταύρου,ανιψιού του Μητροφάνη, γεννημένου το 1885, κοντά δηλαδή στα
γεγονότα τον είδε πριν κάποιος από το χωριό Άνω Μέρος και τον πρόδωσε στους
Γενίτσαρους του τουρκοχωριού Γέννα που είναι κοντά στο Μοναστήρι.
Οι
Νιζάμηδες του φωνάζουν να βγει έξω να παραδοθεί αυτός αρνείται. Φοβούνται να
πλησιάσουν. Η φήμη των ανδραγαθημάτων του στην Πελοπόννησο και την Κρήτη έχει
δημιουργήσει στην φαντασία τους ένα ανίκητο φόβο νομίζοντας ότι είναι κανένα
επτακέφαλο μυθικό θεριό ή ότι κρατεί τη πύρινη δίστομη ρομφαία του προστάτη του
μοναστηριού του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που από μακριά σκορπά το θάνατο και τίποτα
δεν τον σκοτώνει. Εκείνος θυμάται τις ανάλογες προσευχές από το ψαλτήρι και
σιζοπροσεύχεται στο Θεό, που από μικρός είχε αφιερώσει τη ζωή του «Κύριε μη
αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών. Περιεκύκλωσάν με
κύνες πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με.Ήνοιξαν επ’ εμέ το στόμα αυτών ως λέων
αρπάζων και ωρυόμενος…εκύκλωσάν με κύνες πολλοί…ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν
μου…σώσον με»[14]. Χάνει τις δυνάμεις του αιμορραγεί
εξαντλείται δεν έχει δύναμη ούτε να φωνάξει πιά. Τότε οι σκύλοι πλησιάζουν.
Βάζουν φωτιά στο βάτο και προκειμένου να καεί ζωντανός βγαίνει και παραδίδεται.
Οι νιζάμηδες χαρούμενοι για το απόκτημα τον σφάζουν σαν αρνί[15]. Το
ηρωικό αίμα του ποτίζει τη κρητική γη, όπως και τόσων άλλων
ιερωμένων–αντρειωμένων αγωνιστών της λευτεριάς, που λίγο πριν σφάχτηκαν από
τους Τούρκους Γερασίμου Μητροπολίτη Κρήτης, Νεοφύτου Κνωσού, Ιωακείμ
Χερσονήσου,Ιεροθέου Λάμπης, Καλλινίκου Διουπόλεως, αλλά και Παπαφλέσσα,
Αθανάσιου Διάκου, Διονυσίου του σκυλοφιλόσοφου που τον έγδαραν ζωντανό στα
Γιάννενα, Γαβριήλ του Γούμενου του Αρκαδίου που μετά από μερικά χρόνια Τίναξε
το Αρκάδι για μερικούς ιστορικούς, Γερμανού Καραβαγγέλη που τον δολοφόνησαν οι
Βούλγαροι στην Καστοριά, Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης που τον
κρέμασαν στην από τότε κλειστή πύλη του Πατριαρχείου, Σαμουήλ που τίναξε το
Κούγγι, Ησαΐα επισκόπου Σαλώνων που σκοτώθηκε στη μάχη Της Αλαμάνας με το Διάκο
Αθανάσιο, για να βλαστήσει πιο θαλερό σε
λίγο το δένδρο της λευτεριάς.
Το κεφάλι
σε ντορβά μέσα, το πηγαίνουν και το δείχνουν στη μάνα του και μετά με
πομπή και τυμπανοκρουσίες, ως τρόπαιο και λάφυρο πολύτιμο, στο μεγάλο Κάστρο
για να πληρωθούν, όπως προέβλεπε το Οθωμανικό δίκαιο, για τους επικεφαλείς των
επαναστατών και τους διακεκριμένους για ανδρεία, που είχαν ντροπιάσει την
Τουρκιά. Των απλών επαναστατών πήγαιναν τα κομμένα αυτιά των, για να πάρουν το
μπαξίσι. Υπάρχουν Ευρωπαίοι περιηγητές της εποχής, που γράφουν ότι είδαν πέντε
και οχτώ χιλιάδες ανθρώπινα αυτιά σε σπάγκους περασμένα.
«Μητροφάνης,
εξ Αγίου Ιωάννου Αμαρίου διακεκριμένος επ’ ανδρεία μοναχός, όστις εφονεύθη υπό των Γενιτσάρων
εις τα περί την Μονήν μέρη και η κεφαλή του εκομίσθη εις Ηράκλειον μετά του
Διακόνου»[16].
Περνώντας από το χωριό του τον Άι-Γιάννη Αμαρίου, συναντούν στη κάτω ρούγα των
καλογερήδων στη μεσοχωριά, έξω από το σπίτι του τη μάνα του, τη χαιρετούν και τη ρωτούν. -Γιαγιά πού είναι ο γιός σου ο Μητροφάνης.
-Δε ξέρω παιδί μου που γυρίζει, απαντά εκείνη. -Για να τον δεις θα τον
γνωρίσεις; -Ποια μάνα παιδί μου, θα δει το γιο της και δε θα τον γνωρίζει. Τότε
ο επικεφαλής των Γενιτσάρων, βάζει το χέρι στο ντορβά, που ήταν κρεμασμένος στη
σέλα του αλόγου του, πιάνει από το αυτί το κομμένο κεφάλι του Μητροφάνη και
λέει στη χαροκαμένη μάννα: -Νάτος ο γιος σου. Εκείνη
η ηρωίδα μάνα, του δίνει την αποστομωτική απάντηση, όπως τη διασώζουν
μεταγενέστεροι ιστορικοί: «Σκύλοι και αν
σκοτώσετε το Μητροφάνη θαρρείτε θα χαθεί η Χριστιανοσύνη; Όχι δε χάνεται», δείχνοντας
έτσι ποιάς ρίζας βλαστός ήταν ο Καπετάν Μητροφάνης. Θυμίζει η στάση της αυτή,
την άλλη σύγχρονή της ηρωίδα του 1821, την Μπουμπουλίνα, η οποία, όταν μετά τη
μάχη και την κατάληψη του Άργους, είδε σκοτωμένο το γιο της, αφού σκότωσε όσους
τραυματίες Τούρκους ήταν γύρω του, στέλνει μήνυμα στην επαναστατική κυβέρνηση,
γράφοντας: «Ο γιος μου σκοτώθηκε, αλλά
πήραμε το Άργος». Την περίοδο αυτή τα
πλούσια κρητικά μοναστήρια συντηρούν δικά τους ένοπλα επαναστατικά σώματα, με
δική τους σημαία, των οποίων ηγούντο συνήθως γενναίοι ιερωμένοι, όπως ήταν
ο Καπετάν Μητροφάνης του σώματος της Μονής Ασωμάτων Αμαρίου και Αμπαδιάς.
Από
τότε και μέχρι σήμερα χάριν συντομίας
πολλούς εκ των απογόνων του, τους φωνάζουν και Καλόγερε, τη δε γειτονιά-ρούγα
τους, παλαιοί γέροι του χωριού την ονόμαζαν και Μητροφανέικα. Τελευταία δε σε
νεώτερο απόγονό του, έχει δοθεί το όνομα Μητροφάνης.
Τον
έκλαψαν τον θρήνησαν του έκαναν τραγούδι το μοιρολόι. Μα ένας συναγωνιστής εκεί
που έκλαιγαν για να εκτονώσουν τον πόνο,
γυρίζει και τους λέει: «Μην κλάψετε, μη φωνάξετε, μην αλαφρώσει ο
πόνος»[17]. Μη κλαίτε το
λοιπόν, στους αντρειωμένους δεν
ταιριάζουν κλάματα, μονάχα πόνος ψυχής που χάνονται. Του αντρειωμένου ο
θάνατος, θάνατος δε λογάται.
Ο
Γεώργιος Ε. Ανδρεδάκης, γιατρός Ανδρεδής (1860–1933), αναφέρει αρκετά στοιχεία
για τον Μητροφάνη, καταγόμενο εκ του χωρίου Αγίου Ιωάννη.
Ο Εμμανουήλ
Γ. Γενεράλης, Γυμνασιάρχης, καταγράφει τους διακριθέντες Μοναχούς της Μονής,
επτά (7) τον αριθμό, μεταξύ των οποίων και τον Μητροφάνη, εξ Αγίου Ιωάννου
Αμαρίου.
Ο Νικόλαος Β.
Τωμαδάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, παρουσιάζει αυτούσια δύο ιστορικά έγγραφα,
που υπογράφει ο Μητροφάνης ως καπετάν Μητροφάνης.
Πηγές: -Ελληνικό Προξενείο Κύπρου, έτος 1866.
- Γενικά Αρχεία του Κράτους.
-Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος στην
Αθήνα.
- Αρχεία Χειρογράφων, Εθνική Βιβλιοθήκη Αθήνας.
- Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών.
- Αρχείο Αγωνιστών Αθηνών.
- Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
[1] Βλ.Ν. Τωμαδάκη και Ανθούλας Παπαδάκη,Κρητικά Ιστορικά Έγγραφα (1821-1830),
1974,(χ.τ.), σ.32.
[2] Βλ.Ι.Χρηστάκη, περιοδ. ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΑΣ, σ. 39-40,
Μάρτιος-Απρίλιος 2008.
[3] Βλ. Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, τ.Α΄, σ.111.
[4] Βλ. Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, τ. Α΄, σ. 25.
[5]Βλ. Ψαλμ.67,22-24.
[6] Βλ.Ψαλμ.71,9.
[7]Βλ. Β.Κορνάρου, Ερωτόκριτος.τ.
Α, ό.π σ. 85.
[8] Βλ.Β.Κορνάρου,Ερωτόκριτος,τ.Α,
ό.π., σ. 101
[9]Βλ. Β.Κορνάρου,
Ερωτόκριτος, τ.Α, ό.π. σ. 96.
[10] Βλ.Β.Κορνάρου, Ερωτόκριτος.τ.Α, ό.π. σ.95.
[11]Βλ. Β. Κορνάρου, Ερωτόκριτος,τ.
Α, ό.π., σ. 98.
[12] Βλ. Β.Κορνάρου, Ερωτόκριτος,τ.Α,
ό.π., σ.125.
[13] Βλ.Β.Κορνάρου, Ερωτόκριτος,τ.Α,
ό.π., σ. 126.
[14] Βλ.Ψαλμ. 21,12-21.
[15] Πρβλ. Επετηρίδα
της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών,τ.Δ΄, Αθήνα 1941.
[16] Βλ.Εμμανουήλ Γενεράλι, Η ιερά Μονή Ασωμάτων, σ.20-21, και Επετηρίδα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών,τ.Δ΄, Αθήνα 1941.
[17] Βλ.Ν. Καζαντζάκη, Αναφορά
στον Γκρέκο, σ. 406.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου