Η
Προσφορά του Κλήρου στους Εθνικούς Αγώνες κατά τον Ν. Καζαντζάκη
Το 2017 είναι έτος αφιερωμένο στο Ν.
Καζαντζάκη λόγω των 60 ετών από το θάνατό του. Θεωρούν πολλοί ότι ο Ν. Καζαντζάκης,
είναι μόνο αυστηρός επικριτής των ιερωμένων[1]. Κάθε
άλλο, τα παραδείγματα των αντρειωμένων και καλών ιερωμένων που παρουσιάζει στα
έργα του είναι πολλοί περισσότερα από των μεμπτών κληρικών. Πλήθος ύμνων για
την προσφορά τους στους εθνικούς αγώνες κατακλύζουν τα έργα του. Για τον Ν.
Καζαντζάκη οι κληρικοί είναι:
1) Oι ηγέτες
του λαού σε κάθε δύσκολη αλλά και ευχάριστη στιγμή της ζωής του. Είναι «πρωσταρόκριοι»
που τον οδηγούν και ο λαός τους ακολουθεί:
«Μπροστά ο παπάς και το λάβαρο κι οι γέροι με τα κονίσματα κι ο εκατοχρoνίτης με το
σακί τα κόκαλα. Κι η μια πίσω από την άλλη οι γυναίκες με τα μωρά παιδιά τους
στον κόρφο, κι ολοστερνοί σφαλνώντας την πορεία οι άντρες»[2]. Ο
Καζαντζάκης στέκεται με απέραντο θαυμασμό
μπροστά σ’ αυτά τα υπέροχα πρότυπα των ιερωμένων, που ξεπερνούν τα όρια
του απλού λειτουργού του Θεού: «Δεν είναι παπάς αυτός, είναι ο Μωυσής που
οδηγάει το λαό του στην έρημο»[3]. Πολλοί
απ’ αυτούς στάθηκαν υπεύθυνα μπροστά στους δυνάστες, όπως στην τουρκοκρατία.
Γι’ αυτό με θαυμασμό ο συγγραφέας μας περιγράφει τέτοιες ηγετικές παρουσίες
ιερωμένων: «Μπήκε ο Μητροπολίτης (Κρήτης), άρχισαν οι χαιρετούρες, οι δυο πιο
τρανές κεφαλές του Μεγαλόκαστρου(Ηρακλείου) έσμιγαν, ο ένας της Τουρκιάς, ο
άλλος της χριστιανοσύνης. Σα δυο γέροι βασιλιάδες ήταν στη πολιτεία ετούτη, και
τα βασίλειά τους κείτουνταν μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο, τούρκικοι και
ρωμέικοι μαχαλάδες ανάκατα, σταυρός και μισοφέγγαρο κολλημένα»[4]. Αλλά
χαρισματικοί ηγέτες ήταν και πολλοί απλοί ιερείς, τους οποίους θαύμαζε ο λαός, γιατί τον συγκινούσαν με το
ζήλο τους. Ιερωμένοι όχι μόνο του νηστείας, των μυστηρίων και της προσευχής,
αλλά καπετανοπαπάδες[5] όταν οι
περιστάσεις το απαιτούσαν. Συντόνιζαν τις ενέργειες του λαού σε δύσκολες
καταστάσεις με τις πρωτοβουλίες τους. Τους οργάνωναν στις κρίσιμες στιγμές σαν
πραγματικοί ηγέτες[6].
Ήταν μέσα σ’ όλα. Δεν ήταν μονοδιάστατοι. Την ιερωσύνη τους δεν την
αντιλαμβανόταν μόνο ως τελετουργία των μυστηρίων και διδασκαλία του λαού, αλλά
και ως πατρότητα και ηγεσία, όπως ορίζει το ορθόδοξο πρότυπο του ιερωμένου.
2) Oι αληθινοί
ιερωμένοι του Καζαντζάκη είναι
θαρραλέοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι στο θάνατο, άνθρωποι θυσίας και ευθύνης. Δεν
δειλιάζουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, χάρη της αλήθειας η για να
σταματήσουν το αδερφοφάγωμα και το ντρόπιασμα της ανθρώπινης ζωής[7]. Είναι
νοσταλγοί του μαρτυρίου[8], στο
οποίο προχωρούν με χαρά και ιλαρότητα, όταν απαιτείται χάρη του ποιμνίου τους,
όπως έκανε ο Χριστός, οι Απόστολοι, και πολλοί άγιοι ιεράρχες. Χαρακτηρίζονται από υπευθυνότητα και
ευαισθησία, όσο ακριβό και αν είναι το τίμημα του θάρρους και της τόλμης τους.
Ο Καζαντζάκης γνωρίζει τέτοιες περιπτώσεις από την ιδιαίτερη πατρίδα του[9], όταν
μούγκριζε το μεγάλο κάστρο(Ηράκλειο) κάτω από του τούρκου το μαχαίρι.
Περιγράφει το Μητροπολίτη που δεν άντεχε να ακούει το κοπάδι του να σφάζεται.
Έκαμε το σταυρό του, ντύθηκε τα χρυσά του άμφια, έβαλε στο λιονταρίσιο κεφάλι
του την αυτοκρατορική μίτρα, έσφιξε τη ψηλή πατερίτσα με τα ασημένια φίδια και
ξεκίνησε για του πασά ή για να παλέψει με το χάρο, δεν ήξερε. Θεόρατος,
πεντάμορφος, ποτάμι κατάλευκο τα γένια του, τα μάτια του γαλάζια γεμάτα
καλοσύνη και αστραπή. Όμοιος με τον Παντοκράτορα στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς.
Βγήκε στους δρόμους που βούιζαν από θρήνους και ουρλιαχτά μαζί. Προχωρούσε και
σκίζονταν η καρδιά του. Ένοιωθε το μεγάλο κάστρο σαν κορμί δικό του. Προχωρούσε
ίσια κατά το θάνατο και τα μάτια του ήταν
γεμάτα πόνο, αγανάχτηση και δίψα
μαρτυρίου, δεν έβλεπαν τίποτα. Ένα μονάχα συλλογιζόταν πόσο γλυκό είναι να
σκοτωθείς για να σώσεις το λαό σου. Ηλί! Ηλί!
θα πει: Χαρά Χαρά στη γλώσσα της θυσίας. Φθάνει στο σεράι του Πασά. Τον
ελέγχει με παρρησία και θάρρος για την ανοχή του στις σφαγές των Τούρκων.
Στέκεται με τόλμη μπροστά στην οργή και τα αιμοβόρα ένστικτα του ανατολίτη, ο
οποίος δεν μπορεί να δεχτεί έλεγχο από ένα «γκιαουρόπαπα». Δέχεται τις
ειρωνείες και τις απειλές, για τη ζωή του. Στέκεται με αντρειοσύνη μπροστά του
για να υπερασπίσει το λαό του.
Και η αυθεντική και ηρωική αυτή μορφή του Μητροπολίτη πατέρα
και όχι Δεσπότη δεν έφυγε μέχρι που έπεισε τον Πασά, με έμμεσες απειλές τη
μία, με καλό τρόπο και φιλική
συμπεριφορά την άλλη και με επίκληση της δικαιοσύνης του Θεού άλλοτε, να σταματήσει τη σφαγή.
3)
Οι σωστοί ιερωμένοι κατά το Ν. Καζαντζάκη ήταν προστάτες[10] και
υποστηρικτές του λαού, με κάθε κόστος. Προέτασσαν τα στήθη τους και τη ζωή τους
για να τον προστατεύσουν από τις σφαγές των κατακτητών και τις λεηλασίες.
Πονούσαν και έπασχαν μαζί του, έκλαιγαν και θρηνούσαν γι’ αυτόν. Αυτή τους τη
δυναμικότητα και ανθεκτικότητα στις δυσκολίες αναγνώριζαν και οι κατακτητές,
που ιδιαίτερα χαιρόντουσαν στο σκοτωμό τους, γιατί γνώριζαν καλά το ρόλο το και
την απήχησή τους στο λαό[11].
4) Οι Καζαντζακικοί κληρικοί ήταν επαναστάτες,
πρωτεργάτες στους αγώνες της λευτεριάς[12],
βασικοί συντελεστές στα απελευθερωτικά[13]
κινήματα των ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Έδωσαν πολύ αίμα για την ελευθερία.
Τα μοναστήρια ήταν τα επαναστατικά κέντρα[14], αλλά
και τα κέντρα εφοδιασμού των επαναστατών[15]. Πάντα
ήταν παθιασμένοι εραστές της λευτεριάς. Πολέμαρχοι και καπετάνιοι[16] στις
μάχες. Συνδυάζουν σταυρό και τουφέκι[17], σπαθί
και ράσο, αφού το διακυβευόμενο ήταν το υπέρτατο αγαθό, η λευτεριά και η
αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο Καζαντζάκης αναφέρεται και στην ταυτόχρονη
ευαισθησία των κληρικών επαναστατών μέσα στην αγριότητα της μάχης και του
θανάτου. Γνώριζαν ότι μεταξύ των δύο κακών, της δουλείας και του σκοτωμού των
εχθρών, διάλεγαν το λιγότερο κακό, το φόνο των εχθρών, γνωρίζοντας όμως, ότι
δεν ήταν το τέλειο και καλύτερο. Το να σκοτώνεις γι αυτούς ήταν αποτρόπαιο, γι’
αυτό προσευχόταν γρήγορα να τελειώσει αυτή η ανάγκη[18]. Οι παλικαριές τους στις μάχες και τα
κατορθώματά τους στους αγώνες θαυμάζονταν από το λαό, που καμάρωνε γι’ αυτούς.
Πολλές φορές «βούιξε το Μεγάλο Κάστρο μαθαίνοντας την καινούργια αντραγαθιά του
γούμενου του τουρκοφά»[19].
Αρκετοί απ’ αυτούς ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατακτητών, για τις βάρβαρες
πράξεις τους και τις χυδαίες ή ανήθικες ορέξεις τους, γι’ αυτό και ζητούσαν τον
εξολοθρεμό τους[20].
Τα σημάδια των ηρωισμών τους ήταν εμφανή στο σώμα τους, έμοιαζαν σαν τα πιο
λαμπερά παράσημα ανδρείας, όπως του γούμενου του Αφέντη Χριστού που «τα μάγουλα
του, το κούτελο του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του, ό,τι από το κορμί
του φαίνουνταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα από μπάλες»[21].
5) Οι ιερωμένοι
είναι φιλοπάτριδες κατά το Ν.Καζαντζάκη. Πιστεύουν πως θυσία για την πατρίδα
είναι θυσία για το λαό και την πίστη. Ισοδυναμεί δε με το μαρτύριο των πρώτων
Χριστιανών, γι’ αυτό το ποθούν και μακαρίζουν όσους έχουν αυτό το μαρτυρικό
τέλος, θεωρώντας το σαν το καλύτερο εφόδιο μπροστά στον κριτή Χριστό κατά τη
Δευτέρα Παρουσία του. Ο Καζαντζάκης, εμπνεόμενος από την ορθόδοξη αγιογραφία
και τα μαρτυρολόγια της Εκκλησίας, βάζει το Μητροπολίτη Κρήτης να παραπονιέται:
«Γέρασα, σα χόρτο μαράθηκα, κοντεύει πια η μέρα να σταθώ μπροστά στο φοβερό
βήμα, με τα χέρια αδειανά. Πόσοι Μητροπολιτάδες της Κρήτης θα
παραστούν στον αδέκαστο κριτή και θα κρατούν στα χέρια τους τα σύνεργα του
μαρτυρίου-μαχαίρια, μπαλτάδες, σκοινιά παλούκια-κι εγώ με τις φούχτες αδειανές!
Θεέ μου, αξίωσε με να μαρτυρήσω για χάρη σου και για την άμοιρη τη θυγατέρα
σου, την Κρήτη!»[22] Τα πάθη
της πατρίδας τους θεωρούνται όμοια με τα πάθη του Χριστού, γι’ αυτό τους συγκινούσαν διπλά και έκλαιγαν και για
τα δυο. Η σταυρωμένη πατρίδα τους δεν διέφερε από το σταυρωμένο Χριστό, γι’
αυτό την προσκυνούσαν με την ίδια ευλάβεια[23]. «Ο Θεός να με συχωρέσει, μιλώ για τα πάθη του
Χριστού, κι έχω στο νου μου την Κρήτη».[24] Η αγάπη τους
για την πατρίδα ήταν τόσο έντονη που τους δημιουργούσε τύψεις, επειδή
μερικές φορές ήταν εξ ίσου μεγάλη, όπως και ο έρωτας προς το Χριστό, που έπρεπε να προηγείται[25].
Καλλιεργούσαν στις δύσκολες ώρες την εθνική συνείδηση και μνήμη, αναθέρμαιναν τα οράματα του γένους,
συντηρούσαν τις ελπίδες και τα όνειρα που έδιναν κουράγιο στο λαό.[26]
6) Οι
σωστοί ιερωμένοι ήταν διπλωμάτες, ευέλικτοι και πονηροί σαν τον Οδυσσέα, προκειμένου να προστατευθεί ο λαός από τις σφαγές και τις
λεηλασίες των κατακτητών. Γνώριζαν τις αδυναμίες τους και τις εκμεταλλευόταν
για να προστατεύσουν το λαό. Τους παραπλανούσαν, όταν χρειαζόταν, με μυθεύματα,
κολακείες και δώρα,[27] με
κίνδυνο να χαρακτηρισθούν φιλότουρκοι. Τους εμφάνιζαν κινδύνους για τη ζωή
τους, πραγματικούς ή φανταστικούς, από χριστιανούς ή μουσουλμάνους και τους
οδηγούσαν σε αυτοσυγκράτηση.[28] Με
υποσχέσεις και φιλικές δήθεν προς αυτούς διαθέσεις τους μαλάκωναν και
κατόρθωναν το επιθυμητό[29]. Ακόμα
και τους Τούρκους εξόργιζε αυτή η σχέση οικειότητας των εκκλησιαστικών ηγετών
με τους τούρκους αξιωματούχους, γι’ αυτό
ζητούσαν πολλές φορές περισσότερη σκληρότητα[30].
Αναγνώριζαν όμως αυτή τη μαεστρία και την ικανότητα τους, γι’ αυτό και
ομολογούσαν: «Μα τον Αλλάχ, εσείς οι Ρωμιοί….πότε με το μέλι πότε με το ξύδι,
πιάνετε όλες τις μύγες».[31]
Αυτή είναι η
κυριαρχούσα άποψη του Ν. Καζαντζάκη για την προσφορά του Ορθόδοξου κλήρου στους εθνικούς αγώνες, χωρίς
να αγνοεί και τα αρνητικά παραδείγματα στα οποία ασκεί σφοδρή κριτική.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καζαντζάκη
Ν., Οι Αδερφοφάδες, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα (χ,χ.).
Καζαντζάκη
Ν.,Ο καπετάν Μιχάλης, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα (χ.χ.).
Καζαντζάκη
Ν., Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, έβδομη έκδ. (χ.τ.χ.).
Καλογεράκη
Ευτυχίου, Είναι Άθεος ο Ν. Καζαντζάκης; Η Κριτική της Θρησκείας στο Έργο του,
Εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 2006.
Ε. Σ.ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
[1]
Βλ. Ευτυχίου Σ. Καλογεράκη, Είναι Άθεος ο
Ν. Καζαντζάκης; Η Κριτική της Θρησκείας στο Έργο του, Εκδ. Σταμούλη, Αθήνα
2006, σ. 226.
[3]
Βλ.Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται , ό.π.,σ. 55.
[5]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 43: «Τι
καπετάν παπάς και τούτος! συλλογίστηκε πάλι ο καπετάν Φουρτούνας. Τι φωτιά τι
κέφι τι κουράγιο, ο αφιλότιμος!…τα δάκρυα τον πήραν, κι άξαφνα
αποκρεμάστηκε από το μπαλκόνι, κι έσυρε φωνή: -Γειά σου, Παπαφλέσσα!»
[6] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 304: «Κρυφά μια νύχτα μαζώχτηκαν οι προεστοί κι
οι καπετάνιοι στη Mητρόπολη, πήγε κι ο καπετάν
Μιχάλης, πήγε κι ο θαλασσομάχος ο Στεφανής…Ο Μητροπολίτης όρθιος στη μέση του
Δεσποτικού, συλλογισμένος, λιγομίλητος. Ζοφές
και σκούντουφλες μέρες περνούσε πάλι η Κρήτη, κιντύνευε η χριστιανοσύνη.
Ο Χρυσομπούρπουλας έβγαλε πάλι κρίση: -πολεμοφόδια, αλλιώς θα χαθούμε…Μα να πάς
ο ίδιος, το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί…..
-Μην
ανακατεύουμε την κακομοίρα την Ελλάδα, τη φτωχομάνα, θα βρει πάλι τον μπελά
της, είπε ο Μητροπολίτης. Ας έχουμε τα
θάρρη μας στις μεγάλες δυνάμεις, προπάντων στην ορθόδοξη Ρουσία».
[7]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Οι Αδελφοφάδες, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα
(χ,χ.). σ. 84.
[8]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π.,
σ. 330: «Ο Μητροπολίτης όρθιος στο
κατώφλι αναστέναξε: «Δε μ’ έκρινε ο Θεός άξιο να κρεμαστώ κι εγώ στην πόρτα της
Μητρόπολης, δεν πειράζει, φτάνει που να σωθούν οι χριστιανοί».
[10]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π.,
σ. 304: «Μα ο Μητροπολίτης κούνησε το κεφάλι του: - Δεν αφήνω εγώ τα πρόβατα του, είπε την ώρα που πρόβαλλε ο λύκος. Ας
πάει ο καπετάν Ελιάς».
[12]
Βλ. Ν.Καζαντζάκη, ό.π., Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται, σ. 45: «Τέλεψε πια τους νεκρούς του ο λαός, στριμώχτηκε
στην εκκλησιά. Ανέβηκα στον άμβωνα: Αδέλφια μου παιδιά μου φώναξα, όσοι πιστοί!
Έφτασαν οι Έλληνες, γης ουρανός σμίγουν, πάρτε γυναίκες κι άντρες, τ’ άρματα,
να κυνηγήσουμε τον Τούρκο ως την κόκκινη Μηλιά».
[13]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π.,σ. 44: «Κοριτσόπουλο ακόμα σε μια άλλη
επανάσταση, έσκιζε παλιά κιτάπια,
που τους έφερναν οι καλόγεροι από τα μοναστήρια και τύλιγε, μαζί με άλλα
κοριτσόπουλα φισέκια».
[14]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π., σ. 346: «Στις αυλές των
μοναστηριών κοριτσόπουλα και γυναίκες έσκιζαν παλιά χειρόγραφα και κιτάπια κι
έδεναν φισέκια. Οι κατεχάρηδες καλόγεροι έτριβαν σε γουδιά αλοιφές και μπάλσαμο
για τις πληγές κι άλλοι ξεκαπάκωναν τους κουμπέδες της εκκλησιάς κι έβγαζαν το
μολύβι για τις μπάλες».
[15]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π., σ. 358: «Ο ηγούμενος μέσα στην
εκκλησιά αρματώνουνταν, ξέθαβαν, οι καλόγεροι κάτω από την Άγια Τράπεζα τα
τουφέκια. Γονάτισε ο ηγούμενος μπρος στη μεγάλη εικόνα του Χριστού, δεξά
στο τέμπλο».
[16]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π.,σ. 366,367: «Μια στιγμή τους πήραν καταπόδι οι καλόγεροι.
-Ο Χριστός νικάει! Ο Χριστός νικάει!
Φώναζε ο γούμενος. Είχε ξεχάσει πάλι πώς ήταν γέρος και έτρεχε μέσα στα
κατσάβραχα, καβαλίκευε τα σκοίνα και τις πικροδάφνες, πηδούσε τις λακκούβες,
σταματούσε μιαν αστραπή, σημάδευε, έριχνε και ξαναχυμούσε στο κυνήγι. Η μυρωδιά
του μπαρουτιού τον είχε μεθύσει. Άξαφνα, βάρεσε η τρουμπέτα, οι τούρκοι
στάθηκαν κι’ ολομεμιάς ακούστηκαν, πίσω από το καλογερίστικο φουσάτο, άλλες
τρουμπέτες. -Οι Τούρκοι μας έζωσαν! Έσυρε φωνή καλόγερος, πέσαμε στην παγίδα,
πίσω, άγιε γούμενε! -Μπήκαν στο
μοναστήρι! μούγκρισε ένας άλλος. Έβαλε την καμπούρα στο σελάχι του, τράβηξε τώρα το μαχαίρι του ο γούμενος και
χύθηκε, αμίλητος, πίσω κατά την ανοικτή πόρτα του μοναστηριού….Τούρκοι και
χριστιανοί γίνηκαν μαλλιά κουβάρια, όλοι μπλόκαραν κι’ όλοι ήταν
μπλοκαρισμένοι. -Όσοι πιστοί, ακλουθάτε μου! φώναζε ο γούμενος, άνοιγε δρόμο με
το μαχαίρι του και προχωρούσε….Κάμποσοι Τούρκοι είχαν τρυπώξει στην αυλή,
προχωρούσαν κατά την εκκλησιά, έριχναν ολούθε αναμμένα στουπιά και κουρέλια, να
βάλουν φωτιά στο μοναστήρι. -Σκύλοι!
Σκύλοι! Ακούστηκαν ξαφνικά δύο άγριες βραχνές φωνάρες, κι’ ο γούμενος κι’ ο
καπετάν Πολυξίγκης μονοδρασκέλιζαν το κατώφλι και ρίχνουνταν απάνω τους. Πίσω
τους κατάφτασαν και οι καλόγεροι, έζωσαν τους Τούρκους, τους στρίμωξαν απάνω
στον τοίχο της εκκλησιάς, έπεσαν απάνω τους, τους πετσόκοψαν. Πραγάλιαζε ο
πόλεμος από ’ξω…κάτω ως τα μεσάνυχτα η εκκλησιά έλαμπε φωτισμένη, δοξολογούσαν
οι καλόγεροι το Θεό που άπλωσε το χέρι του και γλίτωσε το μοναστήρι από τη
φωτιά και από το θάνατο. Ο γέρο-Φώτιος έπλαθε μπάλσαμα, έπλενε τις πληγές και
γιατροκομούσε όλη νύχτα τους λαβωμένους».
[17]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 45: «Ξετρυπώσαμε
τ’ άρματα από τα ταβάνια, ζώστηκα κι εγώ το φυσεκλίκι μου και το σταυρό, μάζεψα
το λαό στ’ αλώνια: «Παιδιά είπα πριν κινήσουμε, να τραγουδήσουμε όλοι μαζί
τον εθνικό ύμνο!» Τι ήταν εκείνες οι φωνάρες, τι Χριστός ανέστη ήταν εκείνο,
σείστηκε η γης –όλοι μαζί βαρέσαμε τον ύμνο…Κι ο παπά-Φώτης ξεχάστηκε πάλι κι
άρχισε να τραγουδάει δυνατά: Άπ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…»
[18]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π., σ. 368: «Πιάσαν τα πόστα τους οι καλόγεροι, δεμένο ήταν το κεφάλι του
γούμενου, χάρβαλο από τις σπαθιές, κι οι πληγές δεν πραγάλιαζαν μήτε και
σταματούσαν τα αίματα. Τ’ άσπρα γένια είχαν κατακοκκινίσει κι έσταζαν. Μα
αξημέρωτα είχε γονατίσει ομπρός στην τουφεκίστρα του και το αετίσιο μάτι του
παγάνιζε τους αγαρηνούς. Και κάθε
που έβλεπε ένα κεφάλι να σηκώνεται, του
’ριχνε κατακούτελα. Κακή δουλειά ’ναι
αυτή, να σκοτώνεις ανθρώπους, ας είναι κι άπιστοι αγαρηνοί, συλλογίζουνταν. Μα
δε φταίμε εμείς, λευτέρωσε μας Θεέ μου, να ησυχάσουμε».
[19]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π.,σ. 360.
[20]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π.,
σ. 359: «Πήρε την ευκή του Μητροπολίτη ο γούμενος κι έφυγε,…καβάλα απάνω στο
ψαρό μουλάρι του….Πήγαινε γιαλό γιαλό,…Έκαμε το σταυρό του, γλύκανε η καρδιά
του, μουρμούρισε πάλι: Όμορφος είναι ο ψεύτης κόσμος, όμορφη είναι η Κρήτη….Δεν
πρόλαβε να τελέψει το λόγο του, και τρεις μουλαράδες, χωμένοι πίσω από τα
βράχια, του χύθηκαν με μαχαίρια. Του ’χαν στήσει καρτέρι κι’ είχαν ορκιστεί να
τον σκοτώσουν. Πολλές γριές χανούμισσες
ζούσαν ακόμη, που τις είχε κάμει χήρες ο καπετάν καλόγερος ετούτος στο σηκωμό
του ’66 κι οι τρεις ετούτοι ορφανεμένοι τουρκαλάδες ορκίστηκαν μια μέρα να
ξεκάμουν το φονιά των γονιών τους. Ξιπάστηκε το μουλάρι και παρά-τρίχα να
πετάξει το γούμενο στο γκρεμό, μα πρόλαβε αυτός, ξέχασε πως ήταν γέρος και
σαρανταπληγιάρης και πήδηξε κάτω με σβελτοσύνη αγριόγατου: «Στ’ όνομα του
Χριστού!»φώναξε κι’ έσυρε το μαχαίρι. Έσμιξαν απάνω από τον γκρεμό τα τέσσερα
κορμιά, φρενιασμένα. Κοντός, φαρδιοκουταλάτος, χοντροκόκκαλος μα
γοργοκίνητος, ανέβαζε, κατέβαζε τη χερούκλα του ο γούμενος και χτυπούσε. Αναψαν
τα αίματά του, ξανάρθαν τα νιάτα του, αναστήθηκαν μέσα του όλοι οι πρόγονοι που πολέμησαν την Τουρκιά και
σκοτώθηκαν, δεν ήταν ένας που πάλευε, ήταν όλοι οι Κρητικοί, κι’ ένοιωθε ο
γούμενος στα μπράτσα του, στα πόδια στην ψυχή, μια παμπάλαια δύναμη, σκοτεινή
και ακατάλυτη. Ώρα πολλή, αγκριφωμένοι ο ένας απάνω στον άλλο, πάλευαν,
μαχαιρώνουνταν, έπεφταν όλοι μαζί απάνω στις πέτρες, έβαζαν αντιστύλι το βουνό,
ξανασηκώνουνταν αχώριστοι και μετατοπίζουνταν σφιχταγκαλιά, πότε αργοπατώντας,
πότε στριφογυρίζοντας, σα να χόρευαν. Μαζί κολλημένοι και οι τέσσερις, σαν ένα
θεριό με οχτώ πόδια, με τέσσερα κεφάλια γεμάτα μουστακόγενα και μαλλιά. Μετακουνιούνταν κι αιματώνουνταν
στους βράχους. Έτρεχαν από πάνω τους τα αίματα, έσμιγαν οι αναπνοές, μούγκριζαν
κι’ οι τέσσερις, με αφρισμένα στραβομασελιασμένα στόματα. «Γκιαούρη, ταβλόπιστε
φονιά!» ούρλιαζαν τα τρία στόματα και μάχουνταν να κόψουν και να φαν τις σάρκες
του γούμενου, κι’ αυτός: «Στ’ όνομα του Χριστού!» φώναζε και κατέβαζε τη γροθιά
του και σκόρπιζε τα δόντια τους στις πέτρες. Είχε πια νυχτώσει, κατασκοτείνιασε
η θάλασσα, ανέβηκαν τ’ άστρα, απάνθρωπα, γαληνά, ψηλά στον ουρανό, ένα
νυχτοπούλι κούρνιασε απάνω σ’ ένα βράχο, κοίταζε τους τέσσερις μαλλιαρούς
ανθρώπους να χορεύουν και να σκοτώνουνται και σφύριζε. «Στ’ όνομα του Χριστού!»
φώναξε πάλι ο γούμενος. ΄Εβαλε αντιτρόχι το βουνό, ξεγάντζωσε από τα έξι
χειροπόδαρα και με όλη του τη δύναμη έσπρωξε με το κεφάλι, με τα χέρια, με το
στήθος, τους τρεις σφιχτομπλεμένους ακόμα τουρκαλάδες. Μια στιγμή τους πέτυχε,
στην άκρα του γκρεμού να παραπατούν και να τρεκλίζουν. ΄Εβαλε όλη του τη
δύναμη, τους έδωκε άλλη πιο δυνατή σπρωξιά, άπλωσαν τα χέρια τους, έσυραν φωνή
και κατρακύλησαν από βράχο σε βράχο, στη θάλασσα. Ακούμπησε ο γούμενος στο
βουνό, έκαμε το σταυρό του, τα αίματα έτρεχαν από το κεφάλι κι’ από τα στήθια
του, έσκισε το ράσο του, έδεσε τις πληγές του, έκραξε το μουλάρι του, που ’χε
πιλαλήσει κι’ είχε κρυφτεί μέσα στους
βράχους και περίμενε. «Δος μου, Χριστέ
μου δύναμη, είπε, να φτάσω ως το
μοναστήρι, κι’ ύστερα κάμε ό,τι θες.».Έσφιξε τα δόντια του, πονούσε,
καβαλίκεψε.« Μεγάλος είναι ο Θεός», μουρμούρισε και τράβηξε κατά το μοναστήρι. Βούιξε την άλλη μέρα το Μεγάλο Κάστρο
μαθαίνοντας την καινούργια αντραγαθιά του γούμενου του τουρκοφά. Έσυραν το
μονόφωνο οι τρεις γριές διπλοχαροχτυπημένες μανάδες, μπήκαν μπροστά και πίσω
τους η Τουρκιά, κατέβηκαν στην άγρια ακρογιαλιά, μάζεψαν τα κομμάτια και τα
’θαψαν εκεί μεσ’ την άμμο. Κάρφωσαν οι άντρες τα μαχαίρια τους στο μνήμα κι’
ορκίστηκαν να φέρουν την στάχτη του καταραμένου μοναστηριού να τη σκορπίσουν
απάνω στον τάφο. Το ’παν και κίνησαν να το κάμουν. Κι’ ένα πρωί γέμισε το
φαράγγι του Αφέντη Χριστού, κόκκινα φέσια».
[21]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π., σ. 342.
[23] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 173: «Τράβηξε
το συρτάρι έβγαλε ένα κόνισμα τυλιμένο
με άσπρη πετσέτα….Η Κρήτη, καρφωμένη απάνω στο σταυρό, μαυρομαντιλούσα,
χαροκαμένη μάνα, και τρέχουν τα αίματα της απάνω στα κόκαλα των παιδιών της.
Και στέκουνταν κάτω από το σταυρό, δεξά ζερβά, δυο καπεταναίοι. -Μια κορδέλα
γράμμα βγαίνει από το στόμα της, είπε ο γέρο -Μαυρουδής, φωνάζει….Θεέ μου, Θεέ
μου, γιατί με παράτησες; εξήγησε ο
Μητροπολίτης…..Ο Μητροπολίτης πήρε το κόνισμα, έκαμε το σταυρό του:
-Προσκυνούμε τα πάθη σου….μουρμούρισε και φίλησε τα αιματοβαμμένα πόδια της
Κρήτης».
[24]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π.,σ. 115.
[25]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π.,σ.116: «Ήμαρτον, Θε μου μουρμούρισε ο Μητροπολίτης και τα μάτια του είχαν
γεμίσει δάκρυα, ήμαρτον! Εγώ φταίω, αντί να μιλήσω για τα πάθη σου, μίλησα για
την Κρήτη».
[26]
Βλ. Ν.Καζαντζάκη, Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 96: «Κατά βορρά, αντίκρα στην πόρτα της Παναγιάς,
στάθηκε πάλι ο παπάς, μπροστά από ένα χαλασμένο χορταριασμένο τοίχο. Σήκωσε την
αγιαστούρα, βλόγησε τρεις φορές τις πέτρες, στέναξε, στράφηκε στους χωριανούς:
Εδώ, είπε κι η φωνή του τώρα έτρεμε, εδώ θα χτίσουμε αδέλφια την πόρτα του
Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου! Από δω μια μέρα, παιδιά μου σίγουρα, θα μπει
μουσκεμένος στον ιδρώτα, ο πεζοπόρος και θα φωνάξει: Αδέρφια πήραμε την Πόλη!
Αναστατώθηκε ο λαός, σηκώθηκαν φωνές άγριες, όλοι κοίταζαν κατά βορρά…σα να
’βλεπαν κιόλα τον πεζοπόρο που έφτανε τρεχαπετάμενος…Άνοιξαν φαρδύ λάκκο, ένα
μπόι βαθύ, κατέβηκε ο παππούς. Ένα ένα, έβγανε από το σακί τα κόκαλα, κρανία
αντικνήμια, βραχιόνια, πλευρά, και τα στοίβαζε προσεχτικά, μ’ ευλάβεια αμίλητος
μέσα στο λάκκο. Έχυσε ο παπά-Φώτης τον επίλοιπο αγιασμό απάνω στα κόκαλα, έριξε
μέσα και την αγιαστούρα του, φώναξε: Πατέρες, κάντε υπομονή, μη λιώσετε,
έρχεται έρχεται, όπου να ’ναι θ’ ακουστεί το μαντάτο!»
[27]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π., σ. 180: «-Είσαι μερακλής, πασά εφέντη μου, είπε με γλυκιά φωνή, (ο
Μητροπολίτης), καταλαβαίνεις από τεφαρίκια. Είναι γιαννιώτικη μαστορική η
ταμπακέρα ετούτη, ψιλή τέχνη, έχει σκαλισμένο στη μια μεριά ένα δικέφαλο αετό
και στην άλλη ένα μεσοφέγγαρο….Ίσια ίσια αυτό που ζητάς, αδελφικά να ζουν
μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Από καιρό, γιατί κατέχω την καρδιά σου, ήθελα να
στην κάμω ρεγάλο, κι ήρθε η ώρα, καλορίζικη! Είπε και απίθωσε στη φούχτα του
πασά την ασημένια ταμπακέρα».
[28]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
ό.π.,σ. 329: «Ο Μητροπολίτης αφήκε το Θεό, έπιασε το Σουλτάνο: -Καλά είπε, δε
φοβάσαι το Θεό –μα δε φοβάσαι το Σουλτάνο; Κατέχεις
το, μπαΐλντισε αυτός με την Κρήτη, θέλει ησυχία, γι’ αυτό μαθές και σ’ έπεψε.
Κι η αφεντιά σου τι έκαμες; Έφερες τη σφαγή, κι η σφαγή θα φέρει την
επανάσταση, κι η επανάσταση θα φέρει το Μόσκοβο….Να με συμπαθάς, πασά εφέντη,
μα το κεφάλι σου δεν το θωρώ να στέκεται καλά. Ο πασάς ψυχομαράθηκε, δεν
ένιωθε κι αυτός το κεφάλι του στέρεο. -Τι θες να κάμω; είπε αλαφιασμένος.
-Ξαπόλυσε νιζάμηδες μη χασομεράς, να βαρέσουν τις τρουμπέτες, να πάψει η σφαγή!
Βγάλε διάτα, φοβέρισε! Πασάς είσαι πάτησε πόδι! Έπιασε ο πασάς το κεφάλι του
και με τα δυο του χέρια σα να θελε να το
στερεώσει. -Ανάθεμα την ώρα που πάτησα το πόδι μου στο διαολονήσι σας! φώναξε
τέλος. Κοίταξε το Μητροπολίτη σα να του ζητούσε βοήθεια. -Μητροπολίτη εφέντη
μου, είπε, τι στέκεσαι στο κατώφλι! έμπα, κάθισε, να δούμε πως θα τελέψει
ετούτη η δουλειά. -Την ώρα που μιλούμε σφάζονται χριστιανοί, δεν μπορώ να
καθίσω. Κράξε τους νιζάμηδες, δώσε διαταγή, αν δεν ακούσω τις τρουμπέτες, δεν
καθίζω, μήτε φεύγω. -Διάολοι είστε εσείς ανάθεμα σας, κακοί και καλοί, όλοι οι
Κρητικοί! Βγήκε στο χαγιάτι, φρένιασε, ακούστηκαν οι φωνές του κι οι γαλονάδες
που κατάφταναν τρεχάτοι, με τα σπαθιά και τα σπιρούνια….Μπήκε πάλι μέσα ο
πασάς, σφούγγιξε το κούτελο του: -Τώρα θ’ ακούσεις τις τρουμπέτες, είπε, να
φύγεις! Βαριέστησα, δε θέλω πια να θωρώ κανένα! Χώμα είναι ετούτο που πατώ, ανάθεμα το, για μπαρούτι;»
[29]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π.,
σ. 181: «Σηκώθηκε ο Μητροπολίτης, σηκώθηκε κι ο πασάς, άπλωσε το χέρι του. -Άε
στο καλό, μητροπολίτη εφέντη μου, είπε. Θεοφοβούμενοι άνθρωποι είμαστε κι οι
δυο, καλά τα βολέψαμε, καλά μοιραστήκαμε την Κρήτη. Έχε το νου σου από τη μια
μπάντα εσύ, έχω κι εγώ το νου μου από την άλλη, βάστα τους Χριστιανούς, βαστώ
κι εγώ τους Τούρκους!»
[30]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,
σ. 163: «Πασάς είναι αυτός για σαπούν χαλβάς;….Έπρεπε να κρεμάει και να
παλουκώνει, ας είναι και δίχως αφορμή, για να θωρούν οι ραγιάδες και να
κάθουνται στ’ αυγά τους. Αυτό θα πει τουρκιά! Μα αυτός καλοπιάνει τους ρωμιούς,
θέλει λέει δικαιοσύνη ο κουζούλακας, παίζει εννιάπετρο με το μητροπολίτη,
πίνουν μαστίχα, τρων μπακλαβάδες, βεγγερίζουν μαζί και τα κάνουν πλακάκια!»
[31]
Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π.,
σ. 181.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου