Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Αρχαιοελληνικός Τζιχαντισμός και η Επίδρασή του στο Ισλάμ

Ο Αρχαιοελληνικός Τζιχαντισμός και η Επίδρασή του στο Ισλάμ

Η αντιμετώπιση του αλλόθρησκου και εχθρού της πατρώας θρησκείας στον προχριστιανικό αρχαιοελληνικό κόσμο, ήταν σκληρή και δίχως έλεος, ακόμα και στις καλύτερες φάσεις του, όπως ήταν ο 4ος και 5ος π.Χ. αιώνας. Ο θρησκευτικός φανατισμός που βασίλευε είναι μια αλήθεια που κρύβουμε από τους μαθητές και δεν είναι  το καλύτερο επιστημονικά, παιδαγωγικά και διδακτικά.
Αποκεφαλισμοί, πνιγμοί, λιθοβολισμοί, δηλητηριάσεις, βασανισμοί, επικηρύξεις, φυλακίσεις, εξορίες, προσχηματικές «δίκες ασεβείας και αθεΐας», διωγμοί, δημεύσεις περιουσίας, κάψιμο βιβλίων, για όποιον αμφισβητούσε το δωδεκάθεο ήταν καθεστώς και η αντίληψη αυτή επηρέασε τον Μωάμεθ και τον Ισλαμισμό αργότερα, που είχε γνωρίσει και υιοθετήσει στοιχεία και πρακτικές  από τις θρησκείες της Μεσογείου, Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό, αρχαιοελληνική θρησκεία.  Η μεγάλη εποχή της ελληνικής διανόησης ήταν, επίσης, μια εποχή διωγμών ενάντια σε όσους αμφισβητούσαν την καθιερωμένη θρησκεία, εποχή δίωξης των διανοουμένων, με παρωπίδες στη σκέψη, ακόμη και κάψιμο βιβλίων[1]. Οι αρχαίοι Έλληνες αντιμετώπιζαν σκληρά και αμείλικτα κάθε αμφισβητία της πατρογονικής θρησκείας, με πρακτικές εφάμιλλες των σύγχρονων σκληρών ισλαμιστών Τζιχαντιστών και Ταλιμπάν.   Η ιερά εξέταση της ειδωλολατρίας λειτουργούσε και τότε σε όλη της τη σκληρότητα, ισάξια με αυτήν της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας το Μεσαίωνα.
Αλλόθρησκοι, άθεοι, αμφισβητίες, κυρίως την περίοδο αυτήν θεωρούνταν οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι. Ουδεμία σχέση είχε η αρχαία ελληνική θρησκεία, τα ιερατεία της, οι θεοί και οι μύθοι της με τους περισσότερους από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Αντιθέτως μάλιστα, οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους κυνηγήθηκαν από τα ιερατεία, συνήθως καταδικάζονταν ως άθεοι, ασεβείς ή αιρετικοί, γιατί δεν πίστευαν στις αρχαίες ελληνικές θρησκείες. Ακόμη και όταν αυτοί θεολογούσαν, δήλωναν ότι υπάρχει ένας θεός και όχι πολλοί, ο Θεός του Σύμπαντος, το Ένα πίσω από τα πάντα. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι επέκριναν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των υπολοίπων Ελλήνων ως αφελείς και μυθολογικές, πολεμούσαν τους ιερείς, τις δεισιδαιμονίες, απέρριπταν τις αντιλήψεις της εποχής τους. Όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι εξαρχής αναζητούσαν την ουσία των πραγμάτων, δεν τους κάλυπτε η θρησκεία και άρα την ακυρώνουν μέσα από το έργο τους. Οι περισσότεροι ήταν επιστήμονες, όπως οι σύγχρονοι στοχαστές, φιλόσοφοι και διανοούμενοι και όχι ακόλουθοι θρησκειών και λαϊκών δοξασιών. Η αρχαία ελληνική θρησκεία καταστράφηκε από τους Έλληνες φιλόσοφους, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι από τους Χριστιανούς Αυτοκράτορες. Οι Έλληνες κατέληξαν να πάψουν να πολεμούν για τους θεούς, γι' αυτό και τους νίκησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι πίστευαν ακόμη στους θεούς και πολεμούσαν γι' αυτούς με πάθος[2]. Αλλά και οι πιστοί στο αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο Ρωμαίοι Αυτοκράτορες την ίδια πρακτική εναντίον των αλλοθρήσκων Χριστιανών συνέχισαν με εκατομμύρια θύματα και με πολλές δικαιολογίες, όπως αργότερα και το Ισλάμ.
Συνήθως οι φιλόσοφοι δεν είχαν καμία στενή σχέση και με την επίσημη Πολιτεία, συχνά την αποστρέφονταν ή επαναστατούσαν εναντίον της. Ακόμη πιο συχνά η επίσημη Πολιτεία τους συλλάμβανε, τους δίκαζε, τους καταδίκαζε, τους εξόριζε, τους φυλάκιζε, τους σκότωνε, τους απομόνωνε ή τους ανεχόταν για πολιτικούς λόγους.
Από νωρίς οι Σοφιστές, τους οποίους δίκαζαν με τις περίφημες  «δίκες ασεβείας»[3] του 5ου αιώνα π.Χ., θεωρούσαν ότι «άνθρωπος μέτρον πάντων πραγμάτων» και όχι ο Θεός, όπως συνήθως πίστευε ο απλός λαός στην αρχαία Ελλάδα και σήμερα το Ισλάμ. Αντίθετα, με το χριστιανικό, ο Θεάνθρωπος Χριστός αποτελεί «μέτρο πάντων των πραγμάτων». Συνέπεια αυτής της συμπεριφοράς, ο Πυθαγόρας έγινε σκλάβος στη Βαβυλώνα, δικάστηκε για αθεΐα και διαφθορά των νέων, αργότερα εξορίστηκε, ενώ οι οπαδοί του κάηκαν μέσα στη σχολή τους ζωντανοί.
Ο Ίππασος εκδιώχθηκε, επειδή κοινοποίησε τα απόρρητα της Πυθαγόρειας σχολής και θανατώθηκε με πνιγμό από τους ιερείς και συμπολίτες του.
Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης, φυσικός φιλόσοφος, εκδιώχθηκε από την Αθήνα με την κατηγορία της αθεΐας. Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς αφηγείται ότι ο Διογένης κινδύνευσε να θανατωθεί στην Αθήνα, διότι θεωρούσε τον αέρα αρχή του παντός, ότι υπάρχουν άπειροι κόσμοι, άπειρο κενό και ότι τίποτα δεν δημιουργείται από το τίποτα και τίποτα δεν εξαφανίζεται από το τίποτα. Ο αέρας, κατ’ αυτόν, ήταν πνευματική δύναμη, που τον ταύτιζε με τον Θεό[4]. Ο αέρας του Διογένη είχε νόηση[5].
1.     Ο Σωκράτης καταδικάστηκε για ασέβεια, επειδή κατά την κατηγορία δίδασκε νέες θεότητες στην πόλη της Αθήνας. Κατηγορήθηκε ότι ερευνούσε πράγματα κάτω από τη γη και πάνω από τον ουρανό. Η περίπτωσή του συνδέθηκε και με τη σοφιστική, γιατί κατηγορήθηκε και ότι τον «ἥττω λόγον κρείττω ἐποίει». Τον 5ο αι. π.Χ. ψηφίστηκε νόμος στην αρχαία Αθήνα εναντίον εκείνων, οι οποίοι «τὰ θεῖα μὴ νομίζειν καὶ λόγους περὶ τῶν ματαρσίων (ουρανίων) διδάσκειν». Βάσει αυτού του νόμου και όχι αυθαίρετα ή παράνομα, καταδικάστηκαν οι παραπάνω φιλόσοφοι, καθώς και ο Σωκράτης με την περίφημη κατηγορία: «Αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά εισηγούμενος, αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος»[6]

Ο Πλάτωνας αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα μετά τον θάνατο του Σωκράτη, εφόσον το κλίμα ήταν βαρύ, ενώ πουλήθηκε και ως σκλάβος από τους Σπαρτιάτες.
Ο Σπεύσιππος, ανιψιός και διάδοχος του Πλάτωνα, χαρακτηρίστηκε ως άθεος[7].
«Ο Αριστοτέλης όταν ήλθε στην Αθήνα και δίδαξε στη σχολή... κατάφυγε στη Χαλκίδα, επειδή κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδοντα τον ιεροφάντη για ασέβεια»[8].
Εξαιτίας της έντιμης και τίμιας δήλωσης[9] του Πρωταγόρα στο βιβλίο του Περὶ θεών, ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν θεοί, οι Αθηναίοι τον έδιωξαν από την πόλη και έκαψαν τα βιβλία του στην αγορά, αφού πρώτα έβγαλαν κήρυκα και τα μάζεψαν ένα - ένα από όσους κατείχαν αντίτυπα[10].
Ο Αναξαγόρας μηνύθηκε για ασέβεια, επειδή διακήρυσσε ότι ο ήλιος είναι μια διάπυρη μεταλλική μάζα και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 35 ταλάντων και εξορία. Κατ’ άλλους, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο[11].
Ο Πρόδικος ο Κείος, φιλόσοφος και σοφιστής, σύγχρονος του Δημοκρίτου, μαθητής του Πρωταγόρα, πέθανε στην Αθήνα, αφού του έδωσαν να πιει κώνειο με το αιτιολογικό ότι διέφθειρε τους νέους. Ο Πλάτων στον διάλογο Ερυξίας 399a, τονίζει πως κάποτε οι Αθηναίοι έδιωξαν τον Πρόδικο από το Λύκειο, επειδή δίδασκε στους νέους πράγματα που ο ίδιος δεν εφάρμοζε.
Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος έζησε το πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα: Κάποτε, όταν ο Θεόδωρος είχε καθίσει πλάι στον ιεροφάντη Ευρυκλείδη, τον ρώτησε: «δε μου λες, Ευρυκλείδη, ποιοι είναι οι ασεβείς προς τα μυστήρια;». Αφού αυτός του απάντησε: «εκείνοι που τα αποκαλύπτουν στους αμύητους», «και εσύ», του είπε, «είσαι ασεβής, αφού τα εξηγείς στους αμύητους». Τότε για την άποψή του αυτή κινδύνευσε να προσαχθεί στον Άρειο Πάγο, αν δεν τον γλίτωνε ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Ο Αμφικράτης, όμως, στο Περί ενδόξων ανδρών βιβλίο του, σημειώνει ότι καταδικάστηκε να πιει το κώνειο. «Δεν μου λες, Θεόδωρε», του είπε, «εσύ δεν είσαι που σ’ έδιωξαν από την Αθήνα;». «Σωστά είσαι πληροφορημένος», του απάντησε. «Πράγματι η πόλη των Αθηναίων, επειδή δεν μπορούσε να με υποφέρει, με πέταξε, όπως η Σέμελη τον Διόνυσο». Την πρώτη φορά που τον εξόρισαν δήλωσε τούτο: «καλά κάνετε, άνδρες Κυρηναίοι, που με εξορίζετε από τη Λιβύη στην Ελλάδα»[12].
Για όποιον αμφισβητούσε το δωδεκάθεο, η εσχάτη των ποινών φαίνεται από το ακόλουθο: Ο Διαγόρας, ο άθεος, ο Μήλιος υποστήριζε ότι οι θεοί του Ολύμπου είναι ανύπαρκτοι και εξορίστηκε από τους Αθηναίους. Επειδή διακωμωδούσε τα απόκρυφα των μυστηρίων, τον καταδίκασαν σε θάνατο, επικηρύσσοντας το κεφάλι του με ανταμοιβή ένα τάλαντο[13]. «Ο Διαγόρας, που επονομάστηκε άθεος, επειδή συκοφαντήθηκε για ασέβεια και φοβήθηκε την απόφαση του δήμου, έφυγε από την Αττική. Οι Αθηναίοι τον επικήρυξαν και όρισαν ένα τάλαντο αμοιβή για το κεφάλι του»[14]. Η προκήρυξη ρητά τόνιζε: «Αν κάποιος από σας σκοτώσει τον Διαγόρα τον Μήλιο, να παίρνει αμοιβή ένα τάλαντο»[15].
Ο Στίλπων ο Μεγαρεύς δικάστηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών και η ποινή σήμαινε εξορία. Αυτός ρώτησε κάποτε για το άγαλμα της Αθηνάς, το οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας: «Είναι θεός η Αθηνά, η κόρη του Δία;», και όταν του απάντησαν καταφατικά, «μα αυτή δεν είναι του Δία, είναι του Φειδία», αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε: «άρα δεν είναι θεός». Αλλά για τον λόγο του αυτό προσήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι αυτά είπε, αλλά αντίθετα, υποστήριξε ότι σωστά μίλησε: «γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες είναι θεοί». Πλην όμως οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να εγκαταλείψει αμέσως την πόλη. Χαρακτηριστικά τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε με κοροϊδευτικό ύφος: «Κι από πού το ξέρεις αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες;»[16]
Η Ασπασία, κατηγορήθηκε για ασέβεια προς την ειδωλολατρία από τον Κλέωνα[17].
Ο Ευριπίδης, επίσης, κατηγορήθηκε για ασέβεια προς την ειδωλολατρία από τον Κλέωνα[18], επειδή σε ένα σημαντικό απόσπασμα από τη χαμένη τραγωδία του ίδιου Βελλερεφόντης, αναφέρεται το εξής: «λένε πως υπάρχουν στον ουρανό θεοί. Δεν υπάρχουν, όχι, δεν υπάρχουν».
Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή αποκάλυψε μερικά από τα μυστικά των Ελευσινίων Μυστηρίων σε κάποιο από τα έργα του[19] και οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να τον λιθοβολήσουν, ως σύγχρονοι Ταλιμπάν, αν ο αδελφός του δεν τραβούσε τον χιτώνα του για να φανεί το κομμένο του χέρι, από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία είχε κερδίσει αριστεία ανδρείας[20].
Οι Επικούρειοι διώχτηκαν κακήν κακώς από την πολυθεϊστική Ρώμη και από τους πολυθεϊστές Μεσσήνιους, γιατί κηλίδωναν τη φιλοσοφία με τη μαλθακότητα και την αθεΐα τους[21].
Στην Κρήτη, οι Λύκτιοι έδιωξαν μερικούς από τους Επικούρειους, οι οποίοι ζούσαν εκεί και ψηφίστηκε νόμος στην τοπική διάλεκτο γι’ αυτούς που επινόησαν τη θηλυκή και αγενή και αισχρή σοφία και έχουν κηρυχθεί δημόσια εχθροί των θεών της Λύκτου. Αν κάποιος έφτανε και έχοντας θράσος δεν έδινε καμιά σημασία σε όσα έλεγε ο νόμος, έπρεπε ο ίδιος να δεθεί στο ζυγό κοντά στο βουλευτήριο (διοικητήριο) για είκοσι ημέρες, αφού είχε αλειφθεί γυμνός με γάλα και μέλι, ώστε να γίνει δείπνο για τις μέλισσες και τις μύγες και να τον σκοτώσουν στο χρόνο που αναφέρθηκε. Κι αν, και μετά την παρέλευση αυτού του χρόνου ζούσε ακόμα, έπρεπε να τον ρίξουν στον γκρεμό, αφού τον έντυναν με γυναικείο ένδυμα[22].

Ο Κλεάνθης ο Άσσιος (330-232 π.Χ.) στωικός φιλόσοφος, διάδοχος του Ζήνωνα, κατηγόρησε τον Αρίσταρχο τον Σάμιο, υποστηρικτή του ηλιοκεντρικού συστήματος στο σύμπαν: «ὡς κινῶν τὴν τοῦ κόσμου ἑστίαν (κέντρο) καὶ ταράσσων τὴν τῶν Ὀλυμπίων θεῶν ἠρεμίαν..»[23].

Ο Ξενοφάνης απορρίπτει την ιδέα ότι οι θεοί γεννιούνται, κεντρική ιδέα της Θεογονίας και του Ομήρου, δηλαδή, της λαϊκής παγανιστικής θρησκείας. Ο Ξενοφάνης είναι, επίσης, ο φιλόσοφος που αρνήθηκε κάθε εγκυρότητα της μαντικής[24] και εξορίστηκε.
Ο Έλληνας φιλόσοφος Εμπεδοκλής (494-434 π.Χ.) ισχυριζόταν πως δεν είναι θνητός, αλλά θεός, αφού αναφέρεται ότι έκανε και θαύματα[25].
Το 83 μ.Χ. ο πολυθεϊστής αυτοκράτορας Δομιτιανός εξόρισε από τη Ρώμη όλους τους φιλοσόφους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Επίκτητος[26], καθώς και τους μαθηματικούς και τους αστρολόγους, γιατί αμφισβητούσε την πίστη τους. Ο Επίκτητος είχε πουληθεί ως δούλος στη Ρώμη και, αφού απελευθερώθηκε, εξορίστηκε μαζί με άλλους σοφούς από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι μετέδωσαν την πανέμορφη φιλοσοφία τους, αλλά απέρριψαν τη θρησκεία τους και μερικοί από αυτούς υιοθέτησαν το Χριστιανισμό, αναγνωρίζοντας και διορθώνοντας το λάθος τους, ως φωτεινές προσωπικότητες. Στάθηκαν κριτικοί και καυστικοί στην ειδωλολατρική θρησκεία, αν και ειδωλολάτρες, διωχθέντες και θανατωθέντες για την κριτική και τα «καινὰ δαιμόνια», που εισήγαγαν στην αρχαιοελληνική κοινωνία.
                                            ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

              1.  Κείμενα αρχαιοελληνικής Γραμματείας

Αιλιανού, Περὶ ζώων, Εισαγωγή – Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος.
    –,     Ποικίλη Ιστορία, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος
   –,      Αποσπάσματα, Εισαγωγή- Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος,
Αριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α, Β, Γ, Δ, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος.
    –,     Ρητορική, 1, μτφρ. Δρ. Η. Π. Νικολούδης, εκδ. Κάκτος.
Αριστοφάνους,   Ὄρνιθες, μτφρ. Τάσσος Ρούσσος, εκδ. Κάκτος.
Διογένους Λαερτίου, Βίοι Φιλοσόφων,Βιβλ. 2,4,5,9, Εισαγωγή – Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος.
Διοδώρου Σικελιώτη, Άπαντα, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος.
Ξενοφάνης, εκδ. Κάκτος
Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, εκδ. Κάκτος.
Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, εκδ. Κάκτος.
    –, Πῶς δεῖ τὸν νέον περὶ ποιημάτων ἀκούειν, Εισαγωγή – Μετάφραση - Σχόλια, Φιλολογική ομάδα Κάκτου.
Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, εκδ. Κάκτος.
Φιλό­στρατος, Βίοι Σοφιστών, εκδ. Κάκτος.

2.Νεώτερη βιβλιογραφία

Γεωργοπούλου Ν., Θέματα φιλοσοφίας, τ.Α΄, Αθήνα 1995.
Γιαννουλάκη Π., «Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και το αρχαίο ελληνικό κατεστημένο», Strange 63, σ. 21-23.
        Doods Ε., Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα.
Κοβάτση Αθ., «Η οικειοποίηση της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης», ΙΧΩΡ, τχ. 30, σ. 52-54.                                                                                 
Κορδάτου Γιάννη, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη.

Ηλεκτρονική βιβλιογραφία
http://el.wikipedia.org/wiki/%, ανάκτηση 28/12/2012.



[1] Βλ. E. R. Doods, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 124.
[2] Βλ. Π. Γιαννουλάκη, «Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και το αρχαίο ελληνικό κατεστημένο», Strange 63, σ. 21.
       [3] Βλ. Γεωργοπούλου Ν.,Θέματα φιλοσοφίας, τ.Α΄, Αθήνα 1995, σ.176.
[4] Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων, βιβλ. 9, 57.
[5] Πρβλ. Αριστοτέλους, Ρητορική, 1391 Α΄ 10.
[6] Βλ. Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα,1.1.1-1.1.5
[7] Πρβλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων, βιβλ. 4, 15.
[8] Πρβλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων, Βιβλ. 5, 5.
        [9] Βλ. Γεωργοπούλου Ν.,Θέματα φιλοσοφίας,όπ.,, σ.178.
[10] Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων, βιβλ.9, 52: «Σχετικά με τους θεούς δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, ούτε εάν υπάρχουν, ούτε εάν δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής είναι ως προς τη μορφή, γιατί είναι πολλά εκείνα που εμποδίζουν τη γνώση: η αναποκαλυπτικότητα και το ότι η ζωή του ανθρώπου είναι σύντομη». Το αυτό λένε και οι: Φιλό­στρατος, Βίοι Σοφιστών, I, 10. Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, IX, 55: «Και ο Πρωταγόρας ως γνωστόν εξορίστηκε».
[11] Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι Φιλοσόφων, 2, 1213.
[12] Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι Φιλοσόφων, βιβλ. 2, 101102.
[13] Βλ. Λυσίας, 6, 17.
[14] Βλ. Διοδώρου Σικελιώτη, 13, 6, 7.
[15] Βλ. Αριστοφάνους, ρνιθες, στ. 10711073.
[16] Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι Φιλοσόφων, 2, 116.
[17] Βλ. Πλουτάρχου, Περικλῆς, 32. 
[18] Πρβλ. Πλουτάρχου, Πῶς δεῖ τὸν νέον περὶ ποιημάτων ἀκούειν, 19.
[19] Πρβλ. Αριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια, 1111a.
[20] Βλ. Αιλιανού, Ποικίλη ‘Ιστορία, 5, 19.
 [21] Πρβλ. Αιλιανού, Ἀποσπάσματα 39, Αθήναιος 12, 547ab.
[22] Βλ. Αιλιανού, Ἀποσπάσματα, 40.
[23] Βλ. Αθαν. Β. Κοβάτση, «Η οικειοποίηση της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης», ΙΧΩΡ, τχ. 30, σ. 52-54.
[24] Βλ. Ξενοφάνης, Α 52, Αέτιος 5.1.1.
[25] Πρβλ. http://el.wikipedia.org/wiki/%, ανάκτηση 28/12/2012.
[26] Πρβλ. Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπου-κουμάνη, σ. 469.                                        
                                            Ο  Σύμβουλος Θεολόγων
                    Αρκαδίας – Λακωνίας – Μεσσηνίας – Ηλείας - Ζακύνθου
                                         Ευτύχιος  Σ.  Καλογεράκης
                                                Δρ. Θεολογίας ΕΚΠΑ
              Mr Θρησκειολογίας - Πτυχ. Παιδαγωγικού & Θεολογίας ΕΚΠΑ