Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

 

Απαγορευμένη η κρητική κατσούνα και οι καμπάνες στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη

                           Δρ. Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης

                      

                                                Τουρκοκρητικοί

     Γροθιά στο στομάχι νιώθει κάθε ερευνητής, μελετώντας τα σκληρά και απάνθρωπα μέτρα και απαγορεύσεις που εφάρμοζαν οι Τούρκοι και οι εξωμότες Κρητικοί (μπουρμάδες) στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη (1669-1898).

Ο σπουδαίος Κρητικός ιστορικός Βασ. Ψιλάκης (1829-1918), στο έργο του «Ιστορία της Κρήτης» τ. 3ος αναφέρει μερικά από τα δεινά που ζούσαν οι πρόγονοί μας, όπως:

 «Ήταν απαγορευμένο επί ποινή θανάτου στους Έλληνες Κρήτες να εισέρχονται στις πόλεις επιβαίνοντες σε άλογο ή μουλάρι. Μόνο ο Αρχιεπίσκοπος είχε το δικαίωμα αυτό. Όταν ο επίσκοπος Χανίων μπήκε έφιππος στην πόλη, ο τουρκικός όχλος ζητούσε να τον κάψει ζωντανό, θεωρώντας το προσβολή, επειδή το δικαίωμα αυτό το είχε μόνο ο Αρχιεπίσκοπος.

    Ο Χριστιανός όφειλε να υφίσταται παθητικώς κάθε ύβρη και κάθε προσβολή επί ποινή θανάτου πάντοτε.

      Δεν επιτρεπόταν να φέρει όπλα ούτε την απλή βακτηρία (κατσούνα- γκλίτσα).

Όταν περνούσε μπροστά από τζαμιά ή τουρκικούς στρατώνες, ήταν υποχρεωμένος να αφαιρεί τα υποδήματά του σε ένδειξη υποταγής. Εκτός από τους παντοειδείς φόρους που καταπίεζαν τους Κρήτες, ήταν υποχρεωμένοι με αγγαρείες να καλλιεργούν τα κτήματα των Τούρκων αρχόντων.

    Κανένας Ορθόδοξος δεν μπορούσε να παντρευτεί ή να αφήσει τον τόπο διαμονής του χωρίς την άδεια του επιτόπιου Αγά ή Μπέη. Όλοι οι Χριστιανοί ενός χωριού ήταν συνυπεύθυνοι πολιτικώς και ποινικώς απέναντι στους κυρίους των Τούρκους.

   Στα Χανιά οι Χριστιανοί άνδρες δεν επιτρεπόταν να κοιμούνται εντός της πόλις παρά μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά τους.

Τα αγόρια των αρπαζόταν για Γενίτσαροι και οι αδελφές τους για τα χαρέμια.

    Στις πόλεις οι γυναίκες των Χριστιανών ουδέποτε έβγαιναν από τα σπίτια τους από το φόβο των τουρκοκρητικών. Από το κρεβάτι μέχρι τον τάφο περνούσε όλη η ζωή αυτών των φυλακισμένων γυναικών, στη φυλακή του πατρικού σπιτιού στην αρχή και του συζυγικού κατόπιν…

     Οι καμπάνες των εκκλησιών απαγορεύθηκαν αμέσως αυστηρώς, γιατί τάχα εμόλυναν με τον ήχο τους την φωνή του μουεζίνη από το τζαμί. Έτσι λοιπόν ή τις κατέβασαν αμέσως μετά την άλωση και κατασχέθηκαν ή οι ίδιοι οι Χριστιανοί τις έθαψαν και τις έχωσαν στη γη με συντριβή. Τις καμπάνες αντικαθιστούσαν οι εκκλησιαστικοί υπηρέτες οι λεγόμενοι κράχτες, που χτυπούσαν τις πόρτες  των Χριστιανών και πάλι με πολύ προσοχή και προφύλαξη, ή ηχητικά ξύλα τάβλες και άλλοτε και σήμαντρα σιδερένια ή χάλκινα, κυρτά που τα εξασφάλιζαν με πολλούς κόπους και μέσα και τα κρεμούσαν από τα δένδρα. Μια απλή ψευδής καταγγελία  ότι ένα χωριό έχει καμπάνα είχε άμεσο επακόλουθο βαρύτατο πρόστιμο, χωρίς έρευνα και εξέταση.

Στην Αντάνασσον, χωριό του Αμαρίου όταν ανεκαλύφθη κρυμμένη μεγάλη καμπάνα σε καπνοδόχο, από την λήξη της ενετοκρατίας οι πιστοί του ισλάμ με αλαλαγμούς και πάταγο ανάγκασαν τους χωρικούς Χριστιανούς να την κατεβάσουν και να την μεταφέρουν στο Ρέθυμνο, όπου την πούλησαν σε Ευρωπαίο πλοίαρχο.

    Οι τελετές των γάμων και των βαπτίσεων γινόταν μάλλον με πένθος, φόβο και τρόμο παρά με χαρά και αγαλλίαση, αν δε καμιά φορά τολμούσε κανείς τις απόκριες και το Πάσχα να χρησιμοποιήσει μουσικό όργανο βιολί ή λύρα φρόντιζε να μην ακούγονται απ’ έξω οι ήχοι δυνατά ή ψηλά.

      Κάθε αδίκημα, κάθε βία, κάθε προσβολή κατά του γκιαούρη (Χριστιανού) επιτρεπόταν.

 Μια από τις πιο αγαπητές απολαύσεις των τουρκοκρητικών, όταν ήταν μεθυσμένοι, ήταν να δοκιμάζουν την ευστοχία των όπλων τους κατά του Χριστιανού διαβάτη. Η οικογένεια του για να αποκτήσει δικαίωμα να τον θάψει όφειλε να πληρώσει ποσό στον επιδέξιο σκοπευτή».

     Τα συμπεράσματα από τις πληροφορίες αυτές του Β. Ψιλλάκη είναι ότι είναι βάσιμες  οι παραδόσεις σε πολλά χωριά, ότι είναι θαμμένες καμπάνες σε ξεροπήγαδα και σπήλαια, αλλά και το έθιμο σε χωριά της Κρήτης μέχρι και τα τελευταία χρόνια να χτυπούν σήμαντρα στους δρόμους την νύκτα της ανάστασης. Είναι κατάλοιπο από την τουρκοκρατία που καλό είναι να αναβιώσει ως έθιμο για να θυμίζει την ιστορία τους και το λόγο ύπαρξής τους. Βέβαια τα σήμαντρα και τα ξύλινα τάλαντα τα οποία είχαν στην τουρκοκρατία οι Χριστιανοί, λόγω της απαγόρευσης της καμπάνας, χρησιμοποιούνται συστηματικά ακόμα και σήμερα σ’ όλα τα Ορθόδοξα Μοναστήρια μας.

     Επίσης η απαγόρευση της χρήσης της τρομερής κρητικής «κατσούνας» δικαιολογείται γιατί εθεωρείτο όπλο, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, επειδή στις επαναστάσεις λόγω της έλλειψης όπλων με αυτές πολεμούσαν μέχρι να σκοτώσουν κανένα Τούρκο και να του πάρουν τα όπλα. Ο ιστορικός Φωτάκος μας αναφέρει ότι οι περισσότεροι χωρικοί οι οποίοι συμμετείχαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821, στην οποία παρευρίσκετο, ως μόνο όπλο τους είχαν το «βουκέντρι». Αρματολοί στην Κρήτη ονομαζόταν οι έχοντες άρματα–όπλα και όχι οι διορισμένοι από τους Τούρκους ένοπλοι Έλληνες, για την τήρηση της τάξης μιας περιοχής, όπως ήταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πανυγήρι γινόταν όταν κάποιος αποκτούσε τουφέκι στην Κρήτη μέχρι και το 1900, λόγω της χρησιμότητάς των στις συνεχείς επαναστάσεις, εξ ου και η φράση «για το λιόφυτο 100 για το τουφέκι 1000(γρόσια)».

   Μάρτυρες λογίζονται οι πρόγονοί μας, που πέρασαν τα πάνδεινα και όμως δεν αλλαξοπίστησαν δεν τούρκεψαν, για να καλοπερνούν ανενόχλητοι, όπως τόσες χιλιάδες Τουρκοκρητικών. Προτίμησαν τον κατατρεγμό, τη φτώχια, τα βάσανα, τους εξευτελισμούς, τον κίνδυνο για τη ζωή τους και των παιδιών τους, παρά να αρνηθούν την πίστη τους. Άξιοι όντως κάθε θαυμασμού, τιμής και επαίνου.

Σάββατο 2 Απριλίου 2022

 

Καλογερήδες Ήρωες και Οπλαρχηγοί

                                  Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης Ph.D

 

                ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗ                25 Μαΐου 1905: Οι Τούρκοι σκοτώνουν τον Μακεδονομάχο Ι. Καλογεράκη |  e-mesara       

               Αρχηγός Μητροφάνης      Οπλαρχηγός Ι. Καλογεράκης Μακεδονομάχος

     Μια από τις πολυπληθέστερες Κρητικές οικογένειες είναι και αυτή των Καλογερήδων-ράκηδων, με το αποτύπωμά τους να καταγράφεται στην Κρήτη, από την Ενετοκρατία (1204-1669), δηλαδή πριν την τουρκοκρατία (1669-1898). Πάμπολλοι και οι διθύραμβοι των ιστορικών για την δράση τους. Η  δελφύς (μήτρα) τους ήταν η Κρήτη και η παρουσία τους ήταν και είναι έντονη  σ’ όλο το νησί. Στη Σαμαριά των Σφακίων, στα χωριά του Αποκορώνου και του Σελίνου, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στα χωριά του Αμαρίου, στα χωριά της  Μεσσαράς, στο Ηράκλειο στο Λασίθι και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος. Ένα παγκρήτιο – πανελλαδικό -παγκόσμιο συνέδριό τους, πέρα από την ιστοσελίδα τους, είναι αναγκαίο και επιβεβλημένο  και πρέπει να οργανωθεί.

        Πολλές οι ονομαστές προσωπικότητές τους. Διακρίνονται στην επιστήμη, στην επιχειρηματικότητα, στην πολιτική, στην έρευνα, στο στρατό, στη διοίκηση. Τρία όμως είναι τα λαμπερά μαργαριτάρια του χρυσού περιδαίρεου των γόνων της, οι οποίοι    ξεχωρίζουν μέχρι σήμερα για την εθνική προσφορά, τον ηρωισμό, την αγωνιστικότητα και τη θυσία τους  και είναι:

1.Ο Ιωάννης Καλογεράκης (Καλογερογιάννης), ονομαστός Χαΐνης της Σαμαριάς Σφακίων. Σκοτώθηκε γύρω στο 1805

2.Ο Αρχηγός Καπετάν Μητροφάνης Καλογεράκης (1797-1829), από τον Άι-Γιάννη Αμαρίου Ρεθύμνης, στην κρητική επανάσταση του 1821.Αποκεφαλίσθηκε τραυματισμένος το 1829.

3.Ο Οπλαρχηγός Μακεδονομάχος, Ιωάννης Καλογεράκης από τους Λάκκους Αποκορώνου Χανίων, σκοτώθηκε το 1905, στη Μακεδονία. Εκπληκτικά και πολλά τα κοινά στοιχεία της ζωής και της δράσης και των τριών, όπως αναφέρονται από τους ιστορικούς και τις παραδόσεις.

     Για τον θρυλικό Καλογερογιάννη της Σαμαριάς αναφέρει σημαντικά στοιχεία ο ιστορικός Βασ. Ψιλάκης(1829-1918), στο έργο του Ιστορία της Κρήτης τ. Γ΄ σ.196-198. Σημειώνει: «Οι Καλογερήδες και ιδιαιτέρως ο Καλογερογιάννης εγένοντο περιβόητοι. Κατήγοντο από τη Σαμαριάν Σφακίων, το φοβερόν εκείνο κρησφύγετο στην μυστηριώδη και εκπληκτική φάραγγαν των Λευκών Ορέων. Από τα απρόσιτα αυτά μέρη εξορμούσε ο Καλογερογιάννης και η συντροφιά του κατά των ανθρωπόμορφων και φοβερωτέρων τεράτων του Σελίνου. Εις αυτήν υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος εξωμοτών και μουρτάρηδων προπαντώς, οι οποίοι έκαμναν φοβερά εγκλήματα και οργίαζαν ποικιλοτρόπως βασανίζοντες και εξοντώνοντες  τον πληθυσμόν αυτής της περιοχής…Προς ένα εξ’ αυτών, τον κατ’ εξοχήν Βέργερην που διέπραττε ακατονόμαστα αίσχη, ο Καλογερογιάννης ηναγκάσθη να γράψει συνιστών εις αυτόν να σταματήση, αφού πλέον εχόρτασε από το αίμα και τα κακουργήματά του, διότι διαφορετικώς και με κάθε τρόπον, θα θέση ο ίδιος τέρμα εις την θηριώδη και κτηνώδη διαγωγήν του. Ο γιαννίτσαρος του εμήνυσε για να τον εγκλωβίσει, να κατέβει από τα βουνά, δια να τον φιλεύση εις το σπίτι του:

 Έλα Γιάννη Καλόγερε, κάτω εις το κονάκι,

 να σφάξωμε ένα μαρτί, να κάμωμε ζεφτάκι. 

       Ο Καλογερογιάννης  επέρασε μόνος το φαράγγι…εισήλθε εις το Σέλινον, όταν επληροφορήθη ότι ο Βέργερης εξήλθεν εκ του Πύργου και ερήμωνεν τα χωρία της περιοχής και ωργίαζε. Τον παραφύλαξε λοιπόν ενώ έκανε τα όργιά του μεθυσμένος, όπως ήταν η συνήθειά του και μεθυσμένος εις την κραιπάλην τον συνήντησε εις τόπον δασώδη και απομεμακρυσμένον, όπου μετά την συνηθισμένην λογομαχίαν  ήρθαν στα χέρια. Ο απαίσιος Γιανίτσαρος αν και μεθυσμένος, αλλά μαχητής φοβερός και σκοπευτής ασυναγώνιστος επλήγωσεν τον Καλογερογιάννην εις τον μηρόν. Τελικώς όμως ενικήθη και έπεσε κάτω, μη δυνηθείς να διαφύγη την μεγάλην επίσης  ευθυβολίαν του Σφακιανού και τα χτυπήματα του φοβερού μαχαιριού του. Η εξολώθρευσις όμως του θηρίου εξηρέθισεν τας σφηκοφωλεάς…εκηρύχθη γενική εκστρατεία για τη σύλληψη του Καλογερογιάννη ή καταστροφή των συγγενών του ή του χωρίου Σαμαριάς…. Τον συνήντησαν ενώ έπασχε ακόμη ο ήρως από το τραύμα του μηρού του και τον εφόνευσαν, αφού τον έθεσαν μεταξύ δύο πυρών. Τόσον δε τρόμον τους ενέπνεεν ώστε επί πολύν χρόνον δεν ετόλμησαν να πλησιάσουν, επειδή εφοβούντο ότι δεν είχε φονευθή, αλλ’ υπεκρίνετο. Έτσι έλειψε ένας ακόμη τιμωρός και εκδικητής των λυσσασμένων τιμαριούχων».

      Ο άλλος σπουδαίος Κρητικός ιστορικός Ι. Μουρέλος (1886-1963) στο έργο του, Ιστορία της Κρήτης σελ. 289, αφιερώνει κεφάλαιο με τον τίτλο  Καλογερήδες και αναφέρει: «Η ιστορία και η παράδοση δυστυχώς κράτησε λίγα ονόματα  από τους ιστορικούς Χαΐνηδες, μα μέσα σ’ αυτά εξαιρετική θέση έχουν οι Καλογερήδες και πιο πολύ ο Καλογερογιάννης. Αυτός και οι αδελφοί του είχαν στρέψει όλο το μίσος και την εκδίκησή τους στους αγριότερους και φοβερότερους γενίτσαρους της Κρήτης, τους Σελινιώτες που δεν είχαν κανένα φραγμό στην αγριότητά τους….Γι’ αυτούς ο Καλογερογιάννης αδιαφορώντας για τη ζωή του έτρεχε στους κάμπους για να κτυπήσει κάθε φορά ένα τύραννο. Προτού τους κτυπήσει, σαν παλικάρι που ήταν, θεωρούσε καθήκον του να στείλει πάντα μήνυμα και να συμβουλεύσει τον Αγά να πάψει το κακό που κάνει στους Χριστιανούς. Μια μέρα απάντησε στο δρόμο του ένα φαμέγιο (υπηρέτη) ενός από τους Βεργέρηδες. –Πες του Αγά σου να μην ξαναπειράξει κανένα Χριστιανό γιατί θα κάμω τον τάφο του όπου τονε συντύχω. Αγρίεψε ο Γιανίτσαρος και απάντησε – Σαν είσαι άντρας έλα στο κονάκι μου να κάνωμε ζεύκι-διασκέδαση. Μια μέρα ο Καλογερογιάννης μαθαίνει πως ο Βέργερης  βρισκόταν στα χωριά του Λάκκου, και γλεντούσε βασανίζοντας χριστιανούς και χριστιανές. Χωρίς καμιά συντροφιά αφήνει τα λημέρια του και περνά στο Σέλινο. Δεν άργησε να τον πετύχει μοναχό μια μέρα που μεθυσμένος άφηνε ύστερα από όργια ένα χριστιανικό χωριό και εγύριζε στο κονάκι του. Νάμαι Βέργερη ήλθα για να κάνομε το ζεύκι στο κονάκι σου. Μα πρώτα πρέπει να λογαριστούμε. Ο γιανίτσαρος που ήταν ένας από τους πιο  ηρωικούς Τούρκους της Κρήτης, δεν έχασε την ψυχραιμία του αλλά χωρίς να απαντήσει πυροβολεί τον Καλογερογιάννη και τον πληγώνει στο μηρό. Και όμως του Χαΐνι το βόλι δεν έσφαλλε. Τον σκότωσε. Πήρε τα άρματά του και φορτώνοντας το πτώμα του πάνω στο άλογό του το βίτσισε δυνατά και αυτό τρέχοντας στο γνωστό δρόμο του σταύλου του έφερε το πτώμα στο κονάκι. Θρήνος από τους γιανιτσάρους μα και θρήνος από τους Χριστιανούς που ήξεραν τι τους περιμένει. Όλοι οι γιανίτσαροι του Σελίνου ορκίστηκαν να τον ξεκάνουν όχι από εκδίκηση που σκότωσε το πρώτο τους παλικάρι, που και αυτοί από ζήλεια μισούσαν, μα από φόβο για τη δική τους ζωή. Δεν ετολμούσαν όμως να μπουν μες στη Σαμαριά γιατί τα Σφακιανά χώματα δεν τους σήκωναν, αλλά οργάνωσαν συστηματικές ενέδρες, ώσπου μια φορά πριν γιατρευτεί η πληγή του τον πέτυχαν  κοντά στο φαράγγι και τον σκότωσαν χωρίς να προφθάσει να τους αντιληφθεί. Μα και σκοτωμένο ακόμα δεν ετόλμησε κανένας να τον πλησιάσει από φόβο, ως που κάποιος πιο τολμηρός απ’ όλους πετώντας πέτρες στο κορμί του εβεβαιώθηκε πως δεν ήταν ζωντανός. Έτσι σκοτώθηκε και χάθηκε άλλος ένας ακόμα ηρωικός εκδικητής του χριστιανικού θρήνου»

 Οι πέντε αδελφοί του εγκατέλειψαν τη Σαμαριά πηγαίνοντας σε διάφορα μέρη της Κρήτης για να γλιτώσουν το εξολοθρεμό και ένας απ’ αυτούς σύμφωνα με μία παράδοση εγκαταστάθηκε στον Άι-Γιάννη Αμαρίου.

       Ας είναι αιωνία η μνήμη αυτών των γενναίων και ηρωικών ανδρών, που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και τον περιορισμό των φρικαλεοτήτων των τυράννων.