Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ο ΆΙ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣΑντίσταση-Αναδημοσίευση από εφ. ΡΕΘΕΜΝ. ΝΕΑ


Ο ΆΙ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

                                      
                               ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ    ΖΩΙΔΑΝΤΩΝΗΣ    ΚΑΛΟΓΕΡΟΣΤΕΛΙΑΝΟΣ
                                                                                                                 
          Ο Άι Γιάννης Αμαρίου, λόγω της θέσης του στο πέρασμα από τον Ψηλορείτη στο Κέντρος και τις παραλίες του Πρέβελη, υπήρξε επίκεντρο και τόπος ανεφοδιασμού, περίθαλψης και τροφοδότησης των ανταρτικών, αντιστασιακών και εγγλέζικων ομάδων, όπως και των επικηρυγμένων από τους Γερμανούς. Όπλα και πυρομαχικά διακινούντο, μηχανισμός φόρτισης των παταριών των ασυρμάτων είχε στηθεί, του Περδίκι το σπιτάκι ήταν κέντρο-λημέρι αντίστασης, άνθρωποί του ήταν στην απαγωγή του Κράιπε, τον οποίο πέρασαν από την περιοχή του χωριού. Δίκαια έχει λεχθεί ότι τον Άι Γιάννη ανάλογα με όσα γινόταν εκεί έπρεπε να τον έχουν κάψει δέκα φορές οι Γερμανοί.
    Μια παρτίδα όπλων και πυρομαχικών απ’ αυτά που εκφορτώθηκαν στα Σακτούρια την κατοχή, ήλθαν στον Άι-Γιάννη Αμαρίου, για διανομή σε αγωνιστές της αντίστασης,  με την παρέμβαση του Μανώλη Παπαδογιάννη, δικηγόρου και μετέπειτα Υπουργού και του Ζωϊδαντώνη, σημαντικών στελεχών της αντίστασης, με έντονη δράση και παγκρήτιο κύρος.
       Μέρος απ’ αυτά διανεμήθηκαν κρυφά στο σπίτι του Καλογεροστελιανού (Κατσαντωνιά), Προέδρου του χωριού, ο οποίος στα απομνημονεύματά του μας διασώζει αρκετές πληροφορίες.  Σημειώνει: «Υπήρχε σκέψη να συγκροτηθεί ανταρτική ομάδα στο Κέντρος, από τα ξαδέλφια μου Κυριάκο και Στέλιο Κατσαντώνη (Μπελιβάνηδες) από τους Γουργούθους, που ήταν στην ανταρτική ομάδα του Πετρακογιώργη. Μετά από συνεννοήσεις ήλθαν να παραλάβουν οπλισμό ο νεαρός πρωτοξάδελφός μου, Γιάννης Κατσαντώνης (Βλατογιάννης) με μερικούς άλλους νεαρούς από το Άνω Μέρος. Τους δίνουμε όπλα και σφαίρες και ο Ζωϊδαντώνης  τους δίνει και το δικό του Μάνλιχερ. Μου έλεγε μάλιστα, συναδέλφι ( ο πατέρας μου είχε βαπτίσει ένα αδελφό του), δώσε και το δικό σου, αφού έχουν ανάγκη, μα εμείς θα φέρουμε άλλα και θα κρατήσεις απ’ αυτά.- Όχι συναδέλφι δεν μένω εγώ χωρίς τουφέκι μέσα στην κατοχή, όταν ξαναφέρουμε θα το δώσω, του απαντώ. Και πράγματι δεν μπορέσαμε να ξαναφέρουμε. Μην ξεχάσετε πως σας έδωσε όπλα ο Άι-Γιάννης την κατοχή, έλεγα στους Ανωμεριανούς ντεληκανήδες, πειράζοντάς τους. Τα παίρνουν και φεύγουν προς τον ποταμό. Σε λίγη ώρα ακούμε πυροβολισμούς από τους λάκκους του Ντουλούπο. Οι νεαροί έπαιζαν στο σημάδι. Ο Παπαδογιάννης εξοργίζεται. -Ξάνοιξε τα τροζόγλανα ήτα κάνουν. Ν’ ακούσουν οι Γερμανοί τους πυροβολισμούς και να κάψουν το χωριό. Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα.

       Μετά συμφωνήσαμε να δώσουμε και στο μπάρμπα μου τον Καλογεροσταύρο ένα εγγλέζικο πολεμικό τουφέκι και σφαίρες, επειδή  βοήθησε και έκρυβε στο σπίτι του αρκετό καιρό τη γυναίκα και τον έφηβο γιο, του οπλαρχηγού Μπαντουβά που με λύσσα αναζητούσαν οι Γερμανοί.
   Σ’ όλη την κατοχή είχα σε ειδικές κρύπτες στους στάβλους μου, μερικές χιλιάδες σφαίρες και οπλισμό, από τα οποία τροφοδοτούσαμε, όπου υπήρχε ανάγκη, αλλά και πάνω από το χωριό, στα αμπέλια υπήρχε και άλλη κρύπτη όπλων».

          «Αργότερα ο Παπαδογιάννης μου λέει: Πήγαινε σφαίρες στους Βοσκάκηδες στη Νίθαυρη, γιατί θέλουν να συγκροτήσουν ομάδα και έχουν έλλειψη. Βάζω στο ντορβά μερικές εκατοντάδες και φεύγω με την ψαρή φοράδα μου. Κάτω από τη Νίθαυρη σε μια στροφή του δρόμου χωρίς να τους αντιληφθώ από μακριά, συναντώ Γερμανικό απόσπασμα του φυλακίου του Φουρφουρά. Δεν μπορώ να διαφύγω. Διατηρώ την ψυχραιμία μου για να μην δείχνω σαστισμένος, αγχωμένος. Προσπαθώ να μην σκέφτομαι αυτό που συμβαίνει, για να μην φαίνεται αγωνία, ανησυχία, στο πρόσωπό μου. Πλησιάζουν. Με αναγνωρίζουν ως Πρόεδρο του Άι-Γιάννη. Τους χαιρετώ κεφάτα.  Παριστάνω τον χαρούμενο που τους συναντώ. Καμαρώνουν την περιστερή φοράδα με τον τοξωτό λαιμό, την πλούσια χαίτη και τα πλουμιστά σελοσκαλοχάλινά της. Η φοράδα αγριεύει βλέποντάς τους, χτυπά τα μπροστινά της πόδια, θέλει να φύγει. Προσπαθώ να τη συγκρατήσω, σφίγγω το χαλινάρι και την πιέζω στην κοιλιά με τις σκάλες για να καταλάβει να είναι ήσυχη, γιατί με τις μετακινήσεις και τα μεταπατήματά  της ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος από τις σφαίρες. Επιδιώκω να τους έχω μπροστά μου να μην πλησιάσουν πίσω στη φοράδα, που ήταν οι σφαίρες και συγχρόνως τους μιλάω δυνατά για να μην ακούνε το μεταλλικό ήχο που έκαναν. Αστειεύομαι μαζί τους, κάνω κινήσεις χαιρετισμού με τα χέρια, παριστάνοντας τον αδιάφορο. Εκείνοι χαϊδεύουν τη φοράδα, ακουμπούν στον ντορβά, χωρίς να αντιληφθούν το περιεχόμενο του. ΄Έτσι σε λίγο με την ψυχή στο στόμα, ανακουφισμένος, χαιρετιόμαστε και  συνεχίζω το δρόμο μου, διηγούμενος στη συνέχεια στους Βοσκάκηδες το κακό συναπάντημα που αποσβολωμένοι από το γεγονός μου έλεγαν, πόσο ήθελε Στελιανέ να μην έχουμε ξανασμίξει και θα έκαιγαν και τη Νίθαυρη».

    Για τους αγωνιστές της αντίστασης φαίνεται, ο θάνατος δεν ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο, διαφορετικά δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι τόσο ριψοκίνδυνες ενέργειές τους, η ψυχραιμία, το θάρρος, η τόλμη, η γενναιότητα, η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση, ο ύψιστος κίνδυνος στον οποίο  έβαζαν ανυστερόβουλα και ανιδιοτελώς, τη ζωή της οικογένειάς των και τη δική τους, όταν άλλοι απέφευγαν κάθε εμπλοκή και βοήθεια.


                                                         ΕΥΤΥΧΙΟΣ Σ. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
                                                     Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών