Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Η ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ


Το υβρεολόγιο στην «φαρέτρα» των αγωνιστών του '21 - Μελετώντας τον Γεώργιο Καραϊσκάκη

Αρθογράφος:
Ιάσονας Χανδρινός
Παρασκευή, 23 Μάρτιος, 2018 - 11:09


Οι πρόγονοί μας έβριζαν και πολεμούσαν. Πολεμούσαν και έβριζαν. Όταν πυροβολούσαν, έβριζαν. Όταν έκαναν έφοδο, έβριζαν. Όταν τραυματίζονταν, έβριζαν. Όταν αιχμαλωτίζονταν, έβριζαν. Όταν διαφωνούσαν, έβριζε ο ένας τον άλλον.
Βρίζοντας και πολεμώντας: Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη
«Έλα σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα να ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες…Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε ’’από ημάς’’ συνθήκην με “έναν” κόντζιά σκατό-Σουλτάν Μαχμούτην –να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
Με αυτό το ακατάσχετο υβρεολόγιο «έλουσε» εν έτει 1823 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τον απεσταλμένο του Τούρκου στρατιωτικού αρχηγού των Τρικάλων, Σιλιχτάρ Μπόδα, όταν εκείνος πήγε να συναντήσει τον πρώτο στα Άγραφα για μια από τις τετριμμένες «συνομιλίες κορυφής» με θέμα τη στάση που θα τηρούσαν οι αρματολοί της περιοχής απέναντι στις σχεδιαζόμενες εκστρατείες των Τούρκων.
Η γνώμη όσων γνώρισαν το Γεώργιο Καραϊσκάκη και πολέμησαν μαζί του δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το σύνολο των προτερημάτων που τον χαρακτήριζαν. Ο ίδιος ο Κιουταχής είχε αναγνωρίσει την αξία του, αρεσκόμενος μάλιστα να αντιμετωπίζει τις μεταξύ τους μάχες, από το Μεσολόγγι (1825) έως την πολιορκία της Ακρόπολης (1827) ως προσωπικές μονομαχίες.
Ο μεγαλύτερος, μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πολέμαρχος του 1821 ήταν ένας άνδρας «ακούραστος εις τους αγώνας» (Χριστόφορος Περραιβός), «μεγαλόδωρος και ευεργετικός» (Γεώργιος Γαζής), «αρείτολμος και καλός στρατηγός» (Σπυρομήλιος), «ατρόμητος» (Ιωάννης Κωλέττης), με «νουν ακατέργαστον αλλά γεννητικότατον και οξύτατον» (Παναγιώτης Σούτσος) και «επίμονον γενναιότητα» (Andre Louis Gosse, Ελβετός φιλέλληνας γιατρός). Όπως το έθεσε με μία λέξη ο Νικόλαος Κασομούλης ήταν «Αρχηγός» με άλφα κεφαλαίο.
Το αγιογραφικό αυτό πορτρέτο έχει και ένα…ψεγάδι. Όλοι οι προαναφερθέντες, και οι κυρίως οι επίσημοι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής και Δημήτριος Αινιάν, αλλά και ο Νικόλαος Κασομούλης που τον έζησε από κοντά και του αφιερώνει εκτεταμένα αποσπάσματα στα «Ενθυμήματά» του, δεν θα μπορούσαν να παραγνωρίσουν ή να προσπεράσουν ένα άλλο ίδιον του χαρακτήρα του: τη μεγάλη αθυροστομία του. «Γλώσσα φύσει αχαλίνωτος», σύμφωνα με το Δ. Αινιάνα, ο Καραϊσκάκης ξεχώριζε μάλλον από τους υπόλοιπους αρχηγούς λόγω της συνεχούς χρήσης βωμολοχιών και βρισιών στην ομιλία του.
Οι βρισιές που χρησιμοποιούσε, όπως μας παρατίθενται από τις διάφορες πηγές, σκιαγραφούν μια προσωπικότητα που αξιοποιούσε κατ’ επανάληψη κάθε περιθωριακή λέξη του περιορισμένου λεξιλογίου του σε δημιουργικές συνθέσεις. Σύμφωνα με την καθηγήτρια του Νέου Ελληνισμού κ. Μαρία Ευθυμίου, αυτό έφτανε σε επίπεδο παραληρήματος και η βωμολοχία του «ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμά του ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του». Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος ήταν ένας αληθινός ποιητής της βωμολοχίας.
Αυτό δεν είναι φυσικά κάτι που μας ξενίζει. Οι περισσότεροι Έλληνες που πήραν μέρος στην Επανάσταση ήταν άνθρωποι λαϊκής καταγωγής, κατά συντριπτική πλειοψηφία αγράμματοι και προφανώς ελάχιστα δεσμευμένοι από τους κανόνες της λεκτικής ευπρέπειας. Ακόμα και οι στοιχειωδώς ή επαρκώς μορφωμένοι δεν έλεγχαν πάντοτε τη γλώσσα ή τη γραφίδα τους, ειδικά μέσα στη δίνη των φατριασμών και των πολιτικών παθών. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης αποκαλούσε τον Κολοκοτρώνη «σκατόβλαχο» και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον Παπαφλέσσα «εξωλέστατο»…Σε ό,τι μπορούμε να γνωρίζουμε αλλά και να υποθέτουμε σήμερα, οι συνήθειες της τοτινής ομιλίας έχουν μικρή σχέση με όσα τελικά απαθανατίστηκαν στον απομνημονευματικό λόγο, αφού οι ακούσεις και εκούσιες συμβάσεις του γραπτού κειμένου εξοβέλισαν κατά τεκμήριο την αμεσότητα της γλωσσικής υπερβολής, στερώντας μας την τύχη της άμεσης επικοινωνίας με το γλωσσικό και πολιτισμικό σύμπαν εκείνων των χρόνων.
Συνηθέστερο μέτρο κρίσης αποτελούν περιπτώσεις όπως ο Χριστόφορος Περραιβός, ένας από τους πλέον μορφωμένους αγωνιστές, ο οποίος αντιδιαστέλλει το κομπολοί προτερημάτων του Καραϊσκάκη με τα δύο, μεταξύ άλλων, βασικά ελαττώματά του: «αισχρολόγος καθ’ υπερβολήν» και «πικρός υβριστής των ανάνδρων, πολλάκις και των φίλων». Η παρατήρηση αυτή ενέχει μια επικριτική διάσταση που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πολλά για την πολιτιστική «νομιμοποίηση» του Αγώνα. Πρώτο συμπέρασμα είναι πως η βωμολοχία δεν είναι ανεκδοτολογικό ιστορικό στοιχείο αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της πολυσύνθετης κληρονομιάς του 1821.
Το μεσαιωνικό πρότυπο του ιππότη-πολεμιστή, όπως πλαθόταν ασυνείδητα στο φαντασιακό των επιγόνων της πολεμικής γενιάς και φτάνει ως τις μέρες μας μέσα από τη στιλπνότητα των επετειακών πανηγυρικών λόγων, καταρρέει με αστείο θα λέγαμε τρόπο μπροστά σε λέξεις και φράσεις όπως «πούτζος» ή «ο Τούρκος μας εγάμησε το κέρατο», που καταγράφηκαν από πολεμιστές-συγγραφείς όπως ο Κασομούλης και ο Μακρυγιάννης με συνειδητή ευαισθησία απέναντι στο ατομικό και συλλογικό πάθος. Ήταν τελικά τέτοιοι αυτοχειροτονημένοι «γραφιάδες» που αντιλήφθηκαν (και σίγουρα δεν το έκαναν ασυνείδητα) πως η παράθεση υβριστικών λέξεων εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους ευγενείς στόχους μιας αυθεντικής συγγραφής. Εν τέλει, οι γλωσσικές «ακαθαρσίες» του Καραϊσκάκη ανήκουν στα πλέον αυθεντικά ίχνη ενός χαμένου κόσμου που φτάνει σε μας αλλοιωμένος από τον παραμορφωτικό καθρέφτη των εθνικών φαντασιώσεων που χρησιμοποιούν τους εξιδανικευτικούς πίνακες με τις λευκοσιδερωμένες φουστανέλες ως μοντέλα πολιτικής ορθότητας.
Αν κατατάσσαμε τον Καραϊσκάκη απλώς ως «βωμολόχο», θα τον αδικούσαμε. Η ελευθεριότητα χαρακτήριζε όλες τις κινήσεις του. Όσο ήταν στην αυλή του Αλή-Πασά, είχε μοστράρει επιδεικτικά τα γεννητικά του όργανα στο γιο του Αλή, Μουχτάρ Πασά χορεύοντας επίτηδες μπροστά του με τρόπο ώστε να σηκωθεί η φουστανέλα του, ενώ είναι πασίγνωστο πως στη Μάχη στο Κομπότι της Άρτας (Ιούλιος 1821) ανέβηκε σε ένα βράχο και για να ερεθίσει τους Τούρκους, σήκωσε τη φουστανέλα δείχνοντας τα οπίσθιά του μέχρι που ένας «Γκέκας» τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στη μέση του «καυλού» (Γεώργιος Γαζής). Γενικά ήταν αυτό που θα λέγαμε πολύ μεγάλο «πειραχτήρι». Έχοντας πολύ δυνατά νεύρα, γνώριζε να εκτονώνει την ένταση στις δύσκολες στιγμές.
Οι συχνοί αστεϊσμοί του ήταν το καλύτερο αγχολυτικό τις παραμονές της μάχης και χαλάρωναν πάντα τους συντρόφους του που προσέβλεπαν πάντα σε εκείνον. Ο αυτοσαρκασμός του δεν είχε όριο και στρεφόταν συχνά γύρω από το θέμα της ασθένειάς του και τις θέρμες οι οποίες τον καθήλωναν συνεχώς στο κρεβάτι («είμαι ζαμπούνης» έλεγε και ξανάλεγε). Μια μέρα που η ασθένειά του είχε υποτροπιάσει (έπασχε από καλπάζουσα φυματίωση) δέχτηκε την επίσκεψη ενός καινούριου γιατρού που ήθελε να τον εξετάσει. Για να τον δοκιμάσει, ο Καραϊσκάκης έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματα έναν από τους άνδρες του. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί για το δικό του και του είπε: «Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ». Αφού τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός κατάλαβε έκπληκτος πως είχε εξετάσει χέρι αλλουνού, απάντησε στο γιατρό: «Ο πούτσος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!».
Όλοι οι μελετητές του Αετού της Ρούμελης, από τον Αινιάνα και το Γαζή έως τους σύγχρονους Γιάννη Βλαχογιάννη και Δημήτριο Φωτιάδη, εξηγούν την ελευθεροστομία του μέσα από τις συνθήκες της γέννησης και της ανατροφής του. Φαίνεται πως η χρήση «κοσμητικών» επιθέτων δεν ήταν απλώς η ασυνείδητη αμεσότητα με την οποία επικοινωνούσε με το περιβάλλον του, όσο ένας μηχανισμός άμυνας απέναντι στις δύσκολες συνθήκες φυσικής και κοινωνικής επιβίωσης. Βρίζοντας αισθανόταν δυνατός, λες και «όλες οι καταπιεσμένες δυνάμεις της ψυχής του να μεταβάλλονται σε κρουνούς δημιουργίας». Αν χρησιμοποιούσαμε αυστηρούς ψυχομετρικούς όρους, θα λέγαμε πως ο Καραϊσκάκης υπέφερε από «κόμπλεξ».
Ως καρπός του παράνομου έρωτα ενός κλέφτη καπετάνιου και μιας καλόγριας, βίωσε από παιδί έναν έντονο κοινωνικό αποκλεισμό που τον σημάδεψε και τον απομάκρυνε από κοινωνικές νόρμες εφοδιάζοντάς τον με μια διάθεση εχθρότητας και οργής για τον έξω κόσμο. Προκειμένου να ξεπεράσει την οργή του απέναντι σε αυτούς που τον αποκαλούσαν «μούλο» και τις μανάδες που τον χρησιμοποιούσαν ως αντιπαράδειγμα για τα παιδιά τους, έβρισκε διέξοδο στον παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Ένας σύγχρονος βιογράφος του γράφει πως «η συνείδηση της αμαρτωλής μάνας του θα τον κάνει σαρκαστή κάθε ηθικής και κοινωνικής συμβατικότητας. Θα τον απογυμνώσει από το σεβασμό που τρέφει κάθε άνθρωπος για αυτούς που τον έφεραν στη ζωή, απαλλάσσοντάς τον επομένως από κάθε ηθικό δισταγμό» (Νίκος Κυρ. Αναστασόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο γιος της καλογριάς. Φως στην ψυχοσύνθεση, στη δράση και στο θάνατό του. Αθήνα 2004, σ. 26).
Για τη μητέρα του, περίφημη κι εκείνη «δια την τολμηρότητα και δια την γλώσσαν της» (Δ. Αινιάν), ο Καραϊσκάκης συνήθιζε να λέει απαξιωτικά: «Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές ώσπου να με γεννήσει». Εξάλλου, τη διάσημη προσφώνηση «γιος της καλογριάς» την χρησιμοποιούσαν λιγότερο οι άλλοι και περισσότερο ο ίδιος για να υποβαθμίσει σκόπιμα τον εαυτό του μπροστά στους συνομιλητές του (η μεγαλομανία σίγουρα δεν ανήκε στα γνωρίσματα του χαρακτήρα του) ενώ η ευθεία απόρριψη του προτύπου της οικογένειας που ο ίδιος ποτέ δεν ένιωσε, προεκτείνεται και στην οικογένεια που δημιούργησε. Ακόμα και στη γυναίκα του, Γκόλφω, δεν πρόσεχε τη γλώσσα του. Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η γυναίκα του είχε εγκατασταθεί στον Κάλαμο και αργότερα στα Επτάνησα όσο ο ίδιος βρισκόταν ή κυνηγημένος ή στον πόλεμο. Όταν την επισκέφθηκε, κάποια από τα παλικάρια της συνοδείας του ρίχτηκαν στις ψυχοκόρες της κι εκείνη του διαμαρτυρήθηκε οπότε για να την καθησυχάσει (;) ο αθυρόστομος άνδρας της, της είπε: «Έγνοια σου μωρή, έχω και για σένα πούτσο…Μη μου χολιάζεις!». Όταν αργότερα έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του και, αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε: «Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την πουτάνα!». Αυτές οι εκφράσεις δεν είναι απαραίτητα μισογυνισμός αλλά έκδηλη περιφρόνηση απέναντι σε κάθε είδους ομαλή οικογενειακή ζωή ή κοινωνική σύμβαση που σχετίζεται με τον ενσυνείδητο καθωσπρεπισμό της τότε αγροτικής οικογένειας.
Οι χαρακτηρισμοί «μούλος» και «γύφτος» που τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή και που ο ίδιος υιοθετούσε, του επέτρεπαν να θεωρεί τον εαυτό του ανένταχτο, γεγονός που εν μέρει εξηγεί γιατί άργησε να επιλέξει το στρατόπεδό του στην Επανάσταση. Θέλοντας να επιβιώσει πεισματικά ως πρώτος αρματολός των Αγράφων, χρησιμοποιούσε κατά βούληση (ρωτούσε τον «πούτζον» του, όπως επιβεβαιώνει και ο Κασομούλης) τις συμφωνίες ή τις ένοπλες συγκρούσεις πολεμώντας ενίοτε την ίδια στιγμή με Έλληνες και Τούρκους που τον καταδίωκαν εξίσου ως αποστάτη! Μέχρι το 1824 οι παλινωδίες του και οι συνεχείς συγκρούσεις με το Εκτελεστικό, το Μαυροκορδάτο, τους Ζαΐμηδες, τους Σουλιώτες, τους Μεσολογγίτες, το Γιαννάκη Ράγκο, τους Πελοποννήσιους κ.ο.κ. παρήγαγαν πολλές εντάσεις και ακόμα περισσότερα «γαμοσταυρίδια».
Όταν στα 1823/24 η επαναστατική κυβέρνηση τον πολεμούσε ανοιχτά και οι υπόλοιποι καπετάνιοι της Δυτικής Στερεάς τον καταδίωκαν ως προδότη, η απάντησή του (γραπτή!) στην πρόταση συμφιλίωσης του Νικόλαου Στουρνάρη (μετέπειτα αρχηγό της φρουράς του Μεσολογγίου που σκοτώθηκε στην Έξοδο), ανήκει στις πιο γνωστές του ατάκες: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν-Νικόλα…είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω από τα δύο θα μεταχειρισθώ» (Τα «τουμπλέκια» ήταν τούρκικα όργανα του ιππικού, σε αντίθεση με τις τρουμπέτες που τα χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες). Κάθε φορά που ο Καραϊσκάκης δεχόταν προτάσεις για ειρήνευση ή συνεργασία –είτε από Τούρκους είτε από Έλληνες– απαντούσε πως θα ρωτήσει τον «πούτζον» του και θα απαντήσει καταλλήλως. Η λέξη «πούτζος» φαίνεται να είναι αυτή που χρησιμοποιούσε με τη μεγαλύτερη συχνότητα και θα μπορούσαμε να παραθέσουμε αρκετούς λόγους για αυτό. Ο πρώτος είναι πως γνώριζε φυσικά πως η χυδαία λέξη για το ανδρικό όργανο σόκαρε πολύ περισσότερο σε σχέση με τις άλλες. Δεύτερον, η αναφορά αυτή ήταν εντελώς νομιμοποιημένη και σε χρήση ανάμεσα στα μέλη μιας πρωτόγονα ανδροπρεπούς και αρρενωπής κοινωνίας, ενώ υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος, πως ήθελε μέσα από την επανάληψη της να ξορκίσει κατά κάποιο τρόπο τη σεξουαλική του αναπηρία.
Αν και σε πολλές περιπτώσεις η στάση του Καραϊσκάκη απέναντι στην Επανάσταση μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς επαμφοτερίζουσα, η τούρκικη εξουσία τον αρρώσταινε. Ως παλιός κλέφτης, ψημένος από μικρή ηλικία στην ομάδα του Κατσαντώνη, ήξερε πώς να γίνεται υπέρμετρα βίαιος εναντίον των Τούρκων που τους αποκαλούσε «Εβραίους». Η πυραμίδα των κεφαλιών μετά τη Μάχη της Αράχωβας (Νοέμβριος 1826) και οι αλυσίδες με τα αυτιά που έστελνε στο Μεσολόγγι για να δώσει θάρρος στους πολιορκημένους ήταν τα τεκμήρια ενός ανελέητου πόλεμου εξόντωσης –όπως όλη η Επανάσταση– στον οποίο οι βρισιές ήταν δεδομένες. Όποτε ο Καραϊσκάκης αποφάσιζε να πολεμήσει ανοιχτά εναντίον των Τούρκων, το υβρεολόγιο συνόδευε απαραιτήτως τα βόλια του.
Μετά την «κρύα» υποδοχή του απεσταλμένου του Σιλιχτάρ Μπόδα που παραθέσαμε στην εισαγωγή, του «έσυρε» κι άλλα διάφορα, αυτή τη φορά σαν αποφασισμένος Έλληνας επαναστάτης που διατηρούσε τη μόνιμη ιδιότητα του υβριστή των πάντων: «Κερατάδες! Αυτούνους όπου αιχμαλωτίσατε ήτον εδικοί σας, ήτον Τούρκοι, ήτον Εβραίοι, διότι ραγιάς αυτό θα ειπή. Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν, και τώρα και πάντα!». Περίφημη έχει μείνει η απόκρισή του στον Μαχμούτ Πασά, διοικητή της της Σκόδρας (Νότια Αλβανία) που εκστράτευσε από την Οχρίδα με 20.000 επίλεκτους αρβανίτες στην κεντρική Ελλάδα το 1823 για να καταπνίξει τους ενόπλους των Αγράφων και όλης της Δυτικής Ελλάδας και μετά να κατέβει ανενόχλητος στο επαναστατημένο Μεσολόγγι. Προτού μιλήσει με τα όπλα, ο διαλλακτικός Πασάς έστειλε επιστολή στους καπετάνιους του Ασπροποτάμου με την οποία ζητούσε να συνθηκολογήσουν για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Ο Καραϊσκάκης κοινοποίησε στους άλλους καπετάνιους την επιστολή του «κερατά του σαλεπιτζή» και φρόντισε να στείλει μόνος του μια μνημειώδη λακωνική απάντηση, εντελώς αταίριαστη με το συντηρητικό ύφος της επιστολής του μουσουλμάνου: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω». Το γεγονός πως δεν έριξε ούτε τουφεκιά εναντίον των έτσι κι αλλιώς υπέρτερων στρατευμάτων του πασά της Σκόδρας παρά διέφυγε στα Επτάνησα (και κατηγορήθηκε για αυτό), μάλλον τονίζει παρά υποβαθμίζει τη σημασία της αποστομωτικής απάντησης.
Το πιο ενδιαφέρον είναι πως η ένταση και έκταση της βωμολοχίας του, δεν είχε διακυμάνσεις ούτε ανάγκη να προσαρμόζεται στο εκάστοτε ακροατήριο. Ανάμεσα σε συντρόφους είχε φυσικά ακόμα λιγότερους λόγους να βάζει φραγμό στη γλώσσα του, ενώ είχε «αρπαχτεί» άπειρες φορές με συμπολεμιστές του εκδηλώνοντας ένα ακόμη παρεμφερές «ελάττωμά» του: την έντονη οξυθυμία του. Στην περίφημη εκστρατεία της Στερεάς Ελλάδας για την αποκοπή των οδών ανεφοδιασμού του Κιουταχή στο μέτωπο της Αττικής και τις μεγάλες επιτυχίες κατά των Τούρκων σε Δίστομο, Φοντάνα και Αράχοβα, είχε ανταλλάξει βαριές κουβέντες και με τους αγέρωχους Σουλιώτες οπλαρχηγούς που τον ακολουθούσαν (Λάμπρο Βέικο, Γιώργο Τζαβέλλα) και με τον καπετάνιο Ανδρίτσο Σαφάκα που αμφισβήτησε την αρχηγία του. Δυστυχώς δε μας παρατίθενται οι εκφράσεις του, αν και είναι γνωστό πως δε μετρούσε τα λόγια του, ειδικά μπροστά στους Σουλιώτες τους οποίους είχε και στην αρχή της Επανάστασης αποκαλέσει ανοιχτά «προδότες», «κλέφτες» και «γουρουνοτζάρουχα» (Επιστολή προς Κίτσο Τζαβέλλα, 20 Απριλίου 1823). Για τον οπλαρχηγό Δημήτρη Κοντογιάννη είχε πει στο Νότη Μπότσαρη, πως «εάν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινε με 80 χιλιάδες φοραίς την ώραν».
Ο Γιάννης Γκούρας ήταν «παλιόβλαχος». Ο Γιαννάκης Ράγκος, μόνιμος ανταγωνιστής του στο αρματολίκι των Αγράφων και έμπιστος του Μαυροκορδάτου, «πορδο-Ράγκος». Στους στρατιώτες και οπλαρχηγούς που ξεπουλιούνταν για μερικά χρυσά γρόσια παραπάνω απέδιδε τον μειωτικό τίτλο «οι ταλαρήσιοι». Ασυγκράτητα αισχρολόγος ήταν με όλους τους «πολιτικούς» της Επανάστασης τους οποίους τσουβάλιαζε, μαζί με τους «καλαμαράδες», ως εντελώς άχρηστους και επιζήμιους για το Γένος. Στη στάση του αυτή προσγράφεται μια συνολική απέχθεια που τον διέκρινε απέναντι σε κάθε λογής εξουσιαστική δομή. Αυτή η απέχθεια γινόταν δε εκρηκτική όταν αμφισβητούσε τις ικανότητες κάποιου. Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στα αρχίδια μου».
Τον Κουντουριώτη αποκαλούσε «κουκούλα» από τον χαρακτηριστικό ναυτικό υδραίικο σκούφο του. Στον τέταρτο χρόνο του Αγώνα, η απραξία μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο του Ιμπραήμ, η ανικανότητα οιονεί στρατιωτικών αρχηγών όπως ο ναυτικός Κυριάκος Σκούρτης που οδήγησε σε οδυνηρές συντριβές και η διαφθορά των πολιτικών που διαμόρφωνε ένα αφόρητο κλίμα στο Ναύπλιο, τον έκανε να ξεσπάσει μπροστά στον Κασομούλη: «Άλλαξα τον αδόξαστο στο τζιογλάνι τον Μαυροκορδάτο, όταν ήρθε στο Νιόκαστρο· κι αφτουνού κι εκείνου του Κουντουριώτη που τονε μάζεψε να τον υψώσει. Σε βεβαιώνω, Κασομούλη, πως έκλαιγε ο πρόεδρος όταν έφευγα. Επειδής όμως είχε κείνον τον διάολον κοντά του, του είπα: «Δεν κάθομαι» -κι έφυγα. Δε μου ‘δωσε τους μιστούς των παλικαριών. Τον έχεσα κι αυτόν και την κουκούλα του κι ήρθα εδώ όπου είναι το Έθνος, που μ’ έσωσε και άλλοτε από τα κέφια των κερατάδων, του ενός και του άλλου. Πάω στην πατρίδα μας τη Ρούμελη κι εκεί θα φανεί ποιος θα δουλέψει. Δε μένω εδώ να με κυβερνάει το Τζογλάνι και η Κουκούλα μ’ αρχηγό το Γκεμιτζή (σ.σ. το Σκούρτη)»
Το «τζιογλάνι», όπως φαίνεται και από το παραπάνω απόσπασμα, ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Το, δια στόματος Μακρυγιάννη, «ζυμάρι των Τούρκων». Ο άνθρωπος τον οποίον αντιπαθούσε θανάσιμα και κάθε αναφορά στο όνομά του τον εξόργιζε πραγματικά αποκαλώντας τον περιπαικτικά «τεσσερομάτη» (επειδή φορούσε γυαλιά). Τις σκέψεις του αυτές τις μοιραζόταν και με τους ομογάλακτους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς (τους οποίους καλούσε «αδελφούς»), στις ανάπαυλες των μεταξύ τους διαμαχών. Ο Κασομούλης μας διασώζει μια συνομιλία που καταλήγει σε μια από τις συνηθισμένες εκρήξεις του εναντίον του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου τον οποίο περνάει «γενεές δεκατέσσερις» ομού μετά των υποστηρικτών του:
-Καραϊσκάκης: Καπιταναίοι, εκστρατεύετε· δεν σας ερωτώ δια πού έχετε να εκστρατεύετε.
-Καπεταναίοι: Και ημείς δεν ηξεύρομεν, είπον, πηγαίνομεν εις τον μαχαλάν και όπου μας διορίσει η Κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν.
-Καραϊσκάκης: Ποια κυβέρνηση καπιταν-Νότη (σ.σ. Νότης Μπότσαρης); Το τζιογλάνι του Ρείζ-εφέντη, ο τεσσερομάτης; Ποιοι τον έκαναν κυβέρνησιν; Εγώ και οι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειάς των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράματα θέλεις να έρχωνται με το ζουρνά, ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ, ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος όπου μόνον το κεφάλι ξέυρει να ταράζει […] ο ξυνόγαλο-Γεώργιος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλη με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύστης; Δεν το υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας! […] Δια την Άρταν εκστρατεύετε…Πηγαίνετε και εγώ το ντουφέκι σας το βάνω από τις πλάτες. Σας γάμησα τα κέρατα και θα σας γαμήσω και πάλι!».
Η μετωπική σύγκρουσή του με τους εκφραστές της τάξης και της πολιτικής νομιμότητας ήταν συνεχής και παραλίγο να του κοστίσει πολύ περισσότερα από τη στρατιωτική του «καθαίρεση» και την απώλεια του αρματολικιού των Αγράφων. Στην περίφημη δίκη του στο Μεσολόγγι την 1η Απριλίου του 1824, εκτός από την «εσχάτη προδοσία» (υποτίθεται πως είχε συνομολογήσει ειρήνη και συνεργασία με τον Ομέρ Βρυώνη), ο «γύφτος» δικάστηκε συνολικά, για όλες τις άσχημες συνήθειές του, και φυσικά την ανυπόφορη για τους προεστούς ελευθεροστομία του. Όσοι βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην εκκλησία-δικαστήριο της Παναγίας στο Αιτωλικό, είχαν την τύχη να απολαύσουν μια σπαρταριστή στιχομυθία ανάμεσα στον κατηγορούμενο Καραϊσκάκη και έναν από τους δικαστές του, τον ηλικιωμένο κοτζαμπάση Γαλάνη Μεγαπάνου:
«Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλια στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω, δεν γλιτώνω.
Γαλάνης Μεγαπάνου: Βρε ξέρουμε πως λες όλο λόγια, μα γιατί τα λες;
Καραϊσκάκης: Το ‘χω χούι κυρ Πάνο.
Μεγαπάνου: Αμ, γιατί να το ‘χεις χούι που είσαι πια πενήντα χρονών;
Καραισκάκης: Αμ δεν μπορώ να το κόψω, κυρ-Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονώ, μα το χούι δεν τα’ αφήνεις να γαμείς –και δεν μ’ ακούς».
Εκείνη τη στιγμή, όλο το ακροατήριο και οι δικαστές γκρεμίστηκαν από τα γέλια και η διαδικασία κόπηκε λόγω ακατάσχετου γέλωτος…Ο Καραϊσκάκης κέρδισε το κοινό με τα αστεία του και την αμεσότητά του και τελικά έφυγε ελεύθερος κάτω από τα εγκωμιαστικά σχόλια των κατοίκων του Μεσολογγίου που έλεγαν μεταξύ τους πως «δε ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζαράς!».
Εντελώς αγέρωχος και μοναχικός πολεμιστής, ο Καραϊσκάκης ήταν άνθρωπος που έδινε αξία μόνο στις προφορικές συμφωνίες, στη «μπέσα». Στα χρόνια της προδοσίας, της ατιμίας και της ρευστότητας των συμπεριφορών, ο κώδικας τιμής των κλεφτών έμοιαζε να είναι το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς στην αναζήτηση συμμάχων και φίλων. Έναν τέτοιο δεσμό είχε με τον Κίτσο Τζαβέλλα στον οποίο μάλιστα είχε τάξει για γυναίκα την κόρη του. Όταν όμως εκείνος ξεμυαλίστηκε με μια Μεσολογγίτισα, αθετώντας το λόγο του και διαλύοντας την ένωση των δύο οικογενειών, η υπόληψή του καταβαραθρώθηκε στα μάτια του Καραϊσκάκη. Όταν λοιπόν ο Τζαβέλλας του έστειλε κάποτε μια επιστολή για να σπεύσει προς βοήθειά του, σφραγισμένη με το σημείο του σταυρού, ο θιγμένος του απάντησε σε τόνο ακατέργαστης λαϊκής θρησκευτικότητας χωρίς να διστάσει να διανθίσει το γράμμα με τα γνωστά «γαλλικά» του: «Άνθρωπος όπου αρνείται τον Σταυρόν δια μουνί, δεν έπρεπε να βάνη Σταυρόν στο γράμμα του και εν ονόματι αυτού, να καλή βοήθεια, διότι τον ηρνήθη…».
Οι πρόγονοί μας έβριζαν και πολεμούσαν. Πολεμούσαν και έβριζαν. Όταν πυροβολούσαν, έβριζαν. Όταν έκαναν έφοδο, έβριζαν. Όταν τραυματίζονταν, έβριζαν. Όταν αιχμαλωτίζονταν, έβριζαν. Όταν διαφωνούσαν, έβριζε ο ένας τον άλλον. Μαζί με τα χρυσά σκήπτρα της βωμολοχίας του ’21, στον Καραϊσκάκη ανήκουν και αυτά της αυθεντικότητας. Κανείς από όσους έχουν μέχρι σήμερα καταπιαστεί με τη ζωή, τη δράση και τον χαρακτήρα του δε θεωρούν την αθυροστομία του «ελάττωμα». Αντίθετα, μοιάζει ένα πρόσθετο γοητευτικό στοιχείο σε μια συνολικά συναρπαστική προσωπικότητα. Πολιτικά ανορθόδοξος, υπερβολικά ανθρώπινος, ανεξάρτητος και πάντοτε σαρκαστικός, διατήρησε και διατηρεί έως σήμερα το χρώμα μιας επαναστατικής γνησιότητας. Η ακούσια σύγκρισή του με τον Κολοκοτρώνη, είναι η σύγκριση ανάμεσα στον αυτοσαρκαστικό «γύφτο» και το σεβάσμιο «γέρο». Μολονότι προσωπικότητες ίδιου βεληνεκούς και σημασίας, οι διαφορετικές τους ποιότητες αναδεικνύουν ενίοτε και αρκετές συγκλίσεις των χαρακτήρων τους. Η προσωπικότητά του Καραϊσκάκη είναι αρχετυπική διότι ενσαρκώνει το πνεύμα του κλεφταρματολού σε όλη τη γήινη μεγαλοπρέπειά του. Πολλά πράγματα για αυτόν μας αποκαλύπτουν οι επιλογές του.
Ο κοινός κώδικας επικοινωνίας που έβρισκε με αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος, ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτει ένα κοινό σημείο: Όλοι τους κάποια στιγμή βρέθηκαν απολογούμενοι μπροστά στην αυτόκλητη «ανώτερη» τάξη της επαναστατημένης Ελλάδας, στοιχείο που τους κατατάσσει αυτόματα στη χορεία των πιο αυθεντικών εκφραστών του «λαϊκού ‘21». Ένας κοινωνικά απόβλητος γιος μιας παραστρατημένης καλόγριας που έγινε διαδοχικά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, τσοχαντάρης (σωματοφύλακας) του Αλή-Πασά, αρματολός στα Άγραφα, αρχιστράτηγος, Γενικός Αρχηγός, αναζωογονητής του Αγώνα στη Ρούμελη, νικητής του Κιουταχή σε πολλές μάχες και οργανωτής του μεγαλύτερου στρατοπέδου που γνώρισε το 1821 δε μπορεί παρά να διεκδικεί τις δάφνες του λαϊκού ήρωα. Δυστυχώς, η αξία του έμελλε να γίνει αισθητή μετά τον θάνατό του. Όταν σκοτώθηκε ήταν ήδη αναγνωρισμένος αρχηγός και διέθετε χιλιάδες πιστούς και αφοσιωμένους άνδρες, ήταν δε έτοιμος να τελειώσει μια για πάντα την υπόθεση της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδας λύνοντας την πολιορκία της Ακρόπολης με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε. Η φιλοτιμία του να τρέχει στην πρώτη γραμμή και να φροντίζει τους άνδρες του σαν καλός κλέφτης, του κόστισε πολύ ακριβά. Σύμφωνα με τον Περραιβό, έφυγε συγκινημένος σε ένα νεκροκρέβατο στη Σαλαμίνα και αποχαιρέτησε τους συντρόφους του με θερμά, πατριωτικά λόγια για τον Αγώνα στον οποίον είχε αφοσιωθεί ολόψυχα παρακινώντας τους με χωρατά και δάκρυα στα μάτια να είναι «μονιασμένοι και να βαστήξουν την πατρίδα» (Μακρυγιάννης).
Η λιτή διαθήκη του ήταν για τις «τσούπες» του, την αγαπημένη του Τουρκάλα Μαριγώ που τον λάτρευε σαν θεό και τον ακολουθούσε πάντα ντυμένη με ανδρική ενδυμασία, τους «γραμματικούς» και τους «τζαουσάδες» του. Κι αυτή θα ήταν η αψεγάδιαστη, επιλογική εντύπωση που θα φωτογράφιζε στους αιώνες των αιώνων το όνομα «Γεώργιος Καραισκάκης» σε κάθε σχολική επέτειο, ταιριαστά αποκαθαρμένο από τον παλιό, «χυδαίο» εαυτό του, αν ο Κασομούλης δεν έκρινε σκόπιμο να σώσει τα τελευταία λόγια που ο καπετάνιος φώναξε στους Τούρκους καθώς έπεφτε τραυματισμένος στη βουβωνική χώρα, εκείνη την «φαρμακωμένη» Πέμπτη της 22ας Απριλίου του 1827, μια μέρα πριν την ονομαστική του εορτή, έφιππος κοντά σε ένα πρόχειρο προμαχώνα κάπου στο σημερινό Νέο Φάληρο: «Κλάστε μου τώρα τον πούτζον!….»




Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

«Η συμβολή του Ορθόδοξου κλήρου και του Γρηγορίου του Έ, στην επανάσταση του 1821, βάσει των πηγών και του Ν. Καζαντζάκη».


Αγαπητοί συνάδελφοι.
     Έχουμε πολλές φορές τονίσει ότι στα θέματα απολογητικής και πειθούς βάσει επιστημονικών δεδομένων, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι γιατί οι έφηβοι το εκτιμούν ιδιαίτερα.Σε τέτοια θέματα απαντά το παρακάτω υλικό.                                                                                                   Επειδή το προηγούμενο σχ. έτος κάποιοι συνάδελφοι δεν έλαβαν τα στοιχεία για το θέμα εκκλησία και εθνικοί αγώνες σας τα στέλνω και πάλι.Παρακαλώ πολύ, εν όψει της 25ης Μαρτίου, επειδή η Εκκλησία δέχεται μία ανιστόρητη επίθεση και συκοφαντία, για τη στάση των επισκόπων και του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, στην επανάσταση του 1821, να ενημερωθείτε πλήρως για το θέμα. Να γίνουν σ’ αυτό το διάστημα αντίστοιχα κεφάλαια σ’ όλες τις τάξεις, που σχετίζονται με την εμπλοκή της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες, ή να προκαλέσετε τέτοιες συζητήσεις στις τάξεις(Επικαιροποίηση της διδασκόμενης ύλης). Να κάνετε σχετικές προβολές(video, «Εκκλησία και εθνικοί αγώνες» υπάρχει στην ιστοσελίδα «κριτική θεολογία»)  και να χρησιμοποιείτε τις ιστορικές πηγές στα επιχειρήματά σας: Μακρυγιάννη, Φωτάκο, Τερτσέτη Κόκκινο, Παπαρηγόπουλο, κλπ., με κείμενα των οποίων θα σας εφοδιάσουμε.Να χρησιμοποιήσετε τέτοια στοιχεία όσοι εμπλέκεστε στις σχολικές γιορτές της 25ης Μαρτίου. Οφείλουμε να παρέχουμε πλήρη, σφαιρική και ολοκληρωμένη ενημέρωση όλων των απόψεων και μάλιστα όταν στηρίζονται σε τόσο πολλές και αδιαμφισβήτητες πηγές. Δυστυχώς δεν κατανοούν κάποιοι τους διπλωματικούς ελιγμούς, που εξ ανάγκης έκαναν οι ηγέτες του έθνους για να προστατεύσουν το λαό από τους εκάστοτε κατακτητές. Τους παρίσταναν τους φίλους και πίσω τους έκαναν άλλα, προστάτευαν το λαό, όπως υπονοεί και ο Ν. Καζαντζάκης στο «Αναφορά στον Γκρέκο», αν και δεν δίσταζε να επισημαίνει τα μεμπτά των ιερωμένων.                            Και ο Καποδίστριας ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, αναγκάστηκε να υπογράψει την καταδίκη της ελληνικής επανάστασης του 1821 σε συνέλευση της ιερής συμμαχίας του Μέτερνιχ, προκειμένου να αποτρέψει την αποστολή στρατευμάτων της συμμαχίας εναντίον της επανάστασης, όπως ήθελε η ιερή συμμαχία.  Άλλωστε υπήρχαν επιφυλάξεις και δισταγμοί από σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής εκείνης, Καποδίστρια, Κοραή, μέλη της Φι­λικής Εταιρείας, διανοούμενοι και κάποιοι επίσκοποι, κ.α., για την έναρξη της επανάστασης. Αυτό βέβαια δεν φανέρωνε φιλοτουρκισμό και έλλειψη πατριωτισμού, αλλά διαφορετική εκτίμηση των περιστάσεων! Δεν ήθελαν τότε την επανάσταση, όχι γιατί ήταν προδότες, αλλά γιατί πίστευαν ότι δεν ήταν η κατάλληλη ώρα, λόγω της διεθνούς συγκυρίας και της αδυναμίας του έθνους, ή επειδή πίστευαν ότι θα αλώσουμε αναίμακτα εκ των έσω την οθωμανική αυτοκρατορία, όπως έγινε με την μεταβολή της Ρωμαϊκής σε Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η εξέλιξη της επανάστασης δείχνει ότι είχαν δίκιο, αφού αν δεν επέμβαιναν οι Μ. Δυνάμεις στο Ναυαρίνο, η επανάσταση είχε τελειώσει, όπως και τόσες άλλες (περίπου 20), πριν απ’ αυτήν, που πνίγηκαν στο αίμα. Όμοια την υποστολή της Γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη από τον Γλέζο το 1941, εφημερίδες και έντυπα της εποχής για τους ίδιους λόγους προσχηματικά την καταδίκαζαν.

   Επίσης στη Γερμανική κατοχή, μετά την απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράιπερ στην Κρήτη,  από Άγγλους και αντιστασιακούς, ο Δήμαρχος Ηρακλείου, το δημοτικό συμβούλιο και δεκάδες επώνυμοι προύχοντες, πρόγονοι πολλών σύγχρονων πολιτικών, υπέγραψαν καταδίκη της πράξης, προκειμένου να αποτρέψουν θηριωδίες των Γερμανών στον άμαχο πληθυσμό. Αυτά στην ιστορία γινόταν πάντα. Ήταν άλλες οι συνθήκες τότε και πολλές φορές μεταξύ δύο κακών έπρεπε να επιλεγεί το λιγότερο κακό.

   Δεν κρίνονται τα ιστορικά πρόσωπα από το τι κάνουν αλλά από το γιατί το κάνουν. Το να κρίνεις εκ του ασφαλούς και έξω από τα γεγονότα, δεν είναι ο αυθεντικότερος τρόπος κρίσης της ιστορικής αλήθειας.

   Ε. Καλογεράκης


ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Ακόμα και ο Ν. Καζαντζάκης αποδέχεται την προσφορά των κληρικών στους εθνικούς αγώνες:
Η Προσφορά του Κλήρου στους Εθνικούς Αγώνες κατά τον  Ν. Καζαντζάκη : του Ευτ. Καλογεράκη αναδ. Από εφ. ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ.    
       Το 2017 είναι έτος αφιερωμένο στο Ν. Καζαντζάκη λόγω των 60 ετών από το θάνατό του. Θεωρούν πολλοί ότι ο Ν. Καζαντζάκης, είναι μόνο αυστηρός επικριτής των ιερωμένων[1]. Κάθε άλλο, τα παραδείγματα των αντρειωμένων και καλών ιερωμένων που παρουσιάζει στα έργα του είναι πολλοί περισσότερα από των μεμπτών κληρικών. Πλήθος ύμνων για την προσφορά τους στους εθνικούς αγώνες κατακλύζουν τα έργα του. Για τον Ν. Καζαντζάκη οι κληρικοί είναι:      
          1)  Oι ηγέτες του λαού σε κάθε δύσκολη αλλά και ευχάριστη στιγμή της ζωής του. Είναι «μπροσταρόκριοι» που τον οδηγούν και ο λαός τους ακολουθεί:  «Μπροστά ο παπάς και το λάβαρο κι οι γέροι με τα κονίσματα»[2]. Ο Καζαντζάκης στέκεται με απέραντο θαυμασμό  μπροστά σ’ αυτά τα υπέροχα πρότυπα των ιερωμένων, που ξεπερνούν τα όρια του απλού λειτουργού του Θεού: «Δεν είναι παπάς αυτός, είναι ο Μωυσής που οδηγάει το λαό του στην έρημο»[3]. Πολλοί απ’ αυτούς στάθηκαν υπεύθυνα μπροστά στους δυνάστες, όπως στην τουρκοκρατία. Γι’ αυτό με θαυμασμό ο συγγραφέας μας περιγράφει τέτοιες ηγετικές παρουσίες ιερωμένων: «Μπήκε ο Μητροπολίτης (Κρήτης), άρχισαν οι χαιρετούρες, οι δυο πιο τρανές κεφαλές του Μεγαλόκαστρου(Ηρακλείου) έσμιγαν, ο ένας της Τουρκιάς, ο άλλος της χριστιανοσύνης. Σα δυο γέροι βασιλιάδες ήταν στη πολιτεία ετούτη, και τα βασίλειά τους κείτουνταν μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο, τούρκικοι και ρωμέικοι μαχαλάδες ανάκατα, σταυρός και μισοφέγγαρο κολλημένα»[4]. Αλλά χαρισματικοί ηγέτες ήταν και πολλοί απλοί ιερείς, τους οποίους  θαύμαζε ο λαός, γιατί τον συγκινούσαν με το ζήλο τους. Ιερωμένοι όχι μόνο της νηστείας, των μυστηρίων και της προσευχής, αλλά καπετανοπαπάδες[5] όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Συντόνιζαν τις ενέργειες του λαού σε δύσκολες καταστάσεις με τις πρωτοβουλίες τους. Τους οργάνωναν στις κρίσιμες στιγμές σαν πραγματικοί ηγέτες[6]. Ήταν μέσα σ’ όλα. Δεν ήταν μονοδιάστατοι. Την ιερωσύνη τους δεν την αντιλαμβανόταν μόνο ως τελετουργία των μυστηρίων και διδασκαλία του λαού, αλλά και ως πατρότητα και ηγεσία, όπως ορίζει το ορθόδοξο πρότυπο του ιερωμένου.
            2) Oι αληθινοί  ιερωμένοι του Καζαντζάκη  είναι θαρραλέοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι στο θάνατο, άνθρωποι θυσίας και ευθύνης. Δεν δειλιάζουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, χάρη της αλήθειας η για να σταματήσουν το αδερφοφάγωμα και το ντρόπιασμα της ανθρώπινης ζωής[7]. Είναι νοσταλγοί του μαρτυρίου[8], στο οποίο προχωρούν με χαρά και ιλαρότητα, όταν απαιτείται χάρη του ποιμνίου τους, όπως έκανε ο Χριστός, οι Απόστολοι, και πολλοί άγιοι ιεράρχες.  Χαρακτηρίζονται από υπευθυνότητα και ευαισθησία, όσο ακριβό και αν είναι το τίμημα του θάρρους και της τόλμης τους. Ο Καζαντζάκης γνωρίζει τέτοιες περιπτώσεις από την ιδιαίτερη πατρίδα του[9], όταν μούγκριζε το μεγάλο κάστρο(Ηράκλειο) κάτω από του τούρκου το μαχαίρι. Περιγράφει το Μητροπολίτη που δεν άντεχε να ακούει το κοπάδι του να σφάζεται. Έκαμε το σταυρό του, ντύθηκε τα χρυσά του άμφια, έβαλε στο λιονταρίσιο κεφάλι του την αυτοκρατορική μίτρα, έσφιξε τη ψηλή πατερίτσα με τα ασημένια φίδια και ξεκίνησε για του πασά ή για να παλέψει με το χάρο, δεν ήξερε. Θεόρατος, πεντάμορφος, ποτάμι κατάλευκο τα γένια του, τα μάτια του γαλάζια γεμάτα καλοσύνη και αστραπή. Όμοιος με τον Παντοκράτορα στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς. Βγήκε στους δρόμους που βούιζαν από θρήνους και ουρλιαχτά μαζί. Προχωρούσε και σκίζονταν η καρδιά του. Ένοιωθε το μεγάλο κάστρο σαν κορμί δικό του. Προχωρούσε ίσια κατά το θάνατο και τα μάτια του ήταν  γεμάτα πόνο,  αγανάχτηση και δίψα μαρτυρίου, δεν έβλεπαν τίποτα. Ένα μονάχα συλλογιζόταν πόσο γλυκό είναι να σκοτωθείς για να σώσεις το λαό σου. Ηλί! Ηλί!  θα πει: Χαρά Χαρά στη γλώσσα της θυσίας. Φθάνει στο σεράι του Πασά. Τον ελέγχει με παρρησία και θάρρος για την ανοχή του στις σφαγές των Τούρκων. Στέκεται με τόλμη μπροστά στην οργή και τα αιμοβόρα ένστικτα του ανατολίτη, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί έλεγχο από ένα «γκιαουρόπαπα». Δέχεται τις ειρωνείες και τις απειλές, για τη ζωή του. Στέκεται με αντρειοσύνη μπροστά του για να υπερασπίσει το λαό του.
Και η αυθεντική και ηρωική αυτή μορφή του Μητροπολίτη πατέρα και όχι Δεσπότη δεν έφυγε μέχρι που έπεισε τον Πασά, με έμμεσες απειλές τη μία,  με καλό τρόπο και φιλική συμπεριφορά την άλλη και με επίκληση της δικαιοσύνης του Θεού άλλοτε,  να σταματήσει τη σφαγή. 
          3)  Οι σωστοί ιερωμένοι κατά το Ν. Καζαντζάκη ήταν προστάτες[10] και υποστηρικτές του λαού, με κάθε κόστος. Προέτασσαν τα στήθη τους και τη ζωή τους για να τον προστατεύσουν από τις σφαγές των κατακτητών και τις λεηλασίες. Πονούσαν και έπασχαν μαζί του, έκλαιγαν και θρηνούσαν γι’ αυτόν. Αυτή τους τη δυναμικότητα και ανθεκτικότητα στις δυσκολίες αναγνώριζαν και οι κατακτητές, που ιδιαίτερα χαιρόντουσαν στο σκοτωμό τους, γιατί γνώριζαν καλά το ρόλο το και την απήχησή τους στο λαό[11].
         4)  Οι Καζαντζακικοί κληρικοί ήταν επαναστάτες, πρωτεργάτες στους αγώνες της λευτεριά[12], βασικοί συντελεστές στα απελευθερωτικά[13] κινήματα των ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Έδωσαν πολύ αίμα για την ελευθερία. Τα μοναστήρια ήταν τα επαναστατικά κέντρα[14], αλλά και τα κέντρα εφοδιασμού των επαναστατών[15]. Πάντα ήταν παθιασμένοι εραστές της λευτεριάς. Πολέμαρχοι και καπετάνιοι[16] στις μάχες. Συνδυάζουν σταυρό και τουφέκι[17], σπαθί και ράσο, αφού το διακυβευόμενο ήταν το υπέρτατο αγαθό, η λευτεριά και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο Καζαντζάκης αναφέρεται και στην ταυτόχρονη ευαισθησία των κληρικών επαναστατών μέσα στην αγριότητα της μάχης και του θανάτου. Γνώριζαν ότι μεταξύ των δύο κακών, της δουλείας και του σκοτωμού των εχθρών, διάλεγαν το λιγότερο κακό, το φόνο των εχθρών, γνωρίζοντας όμως, ότι δεν ήταν το τέλειο και καλύτερο. Το να σκοτώνεις γι αυτούς ήταν αποτρόπαιο, γι’ αυτό προσευχόταν γρήγορα να τελειώσει αυτή η ανάγκηΠιάσαν τα πόστα  τους οι καλόγεροι, δεμένο ήταν το κεφάλι του γούμενου, χάρβαλο από τις σπαθιές, κι οι πληγές δεν πραγάλιαζαν μήτε και σταματούσαν τα αίματα. Τ’ άσπρα γένια είχαν κατακοκκινίσει κι έσταζαν. Μα αξημέρωτα είχε γονατίσει ομπρός στην τουφεκίστρα του και το αετίσιο μάτι του παγάνιζε τους αγαρηνούς. Και  κάθε που έβλεπε  ένα κεφάλι να σηκώνεται, του ’ριχνε κατακούτελα. Κακή δουλειά ’ναι αυτή, να σκοτώνεις ανθρώπους, ας είναι κι άπιστοι αγαρηνοί, συλλογίζουνταν. Μα δε φταίμε εμείς, λευτέρωσε μας Θεέ μου, να ησυχάσουμε»[18].  Οι παλικαριές τους στις μάχες και τα κατορθώματά τους στους αγώνες θαυμάζονταν από το λαό, που καμάρωνε γι’ αυτούς. Πολλές φορές «βούιξε το Μεγάλο Κάστρο μαθαίνοντας την καινούργια αντραγαθιά του γούμενου του τουρκοφά»[19]. Αρκετοί απ’ αυτούς ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατακτητών, για τις βάρβαρες πράξεις τους και τις χυδαίες ή ανήθικες ορέξεις τους, γι’ αυτό και ζητούσαν τον εξολοθρεμό τους[20]. Τα σημάδια των ηρωισμών τους ήταν εμφανή στο σώμα τους, έμοιαζαν σαν τα πιο λαμπερά παράσημα ανδρείας, όπως του γούμενου του Αφέντη Χριστού που «τα μάγουλα του, το κούτελο του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του, ό,τι από το κορμί του φαίνουνταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα από μπάλες»[21].
        5) Οι ιερωμένοι είναι φιλοπάτριδες κατά το Ν.Καζαντζάκη. Πιστεύουν πως θυσία για την πατρίδα είναι θυσία για το λαό και την πίστη. Ισοδυναμεί δε με το μαρτύριο των πρώτων Χριστιανών, γι’ αυτό το ποθούν και μακαρίζουν όσους έχουν αυτό το μαρτυρικό τέλος, θεωρώντας το σαν το καλύτερο εφόδιο μπροστά στον κριτή Χριστό κατά τη Δευτέρα Παρουσία του. Ο Καζαντζάκης, εμπνεόμενος από την ορθόδοξη αγιογραφία και τα μαρτυρολόγια της Εκκλησίας, βάζει το Μητροπολίτη Κρήτης να παραπονιέται: «Γέρασα, σα χόρτο μαράθηκα, κοντεύει πια η μέρα να σταθώ μπροστά στο φοβερό βήμα, με τα χέρια αδειανά.  Πόσοι Μητροπολιτάδες της Κρήτης θα παραστούν στον αδέκαστο κριτή και θα κρατούν στα χέρια τους τα σύνεργα του μαρτυρίου-μαχαίρια, μπαλτάδες, σκοινιά παλούκια-κι εγώ με τις φούχτες αδειανές! Θεέ μου, αξίωσε με να μαρτυρήσω για χάρη σου και για την άμοιρη τη θυγατέρα σου, την Κρήτη!»[22] Τα πάθη της πατρίδας τους θεωρούνται όμοια με τα πάθη του Χριστού, γι’ αυτό  τους συγκινούσαν διπλά και έκλαιγαν και για τα δυο. Η σταυρωμένη πατρίδα τους δεν διέφερε από το σταυρωμένο Χριστό, γι’ αυτό την προσκυνούσαν με την ίδια ευλάβεια[23].  «Ο Θεός να με συχωρέσει, μιλώ για τα πάθη του Χριστού, κι έχω στο νου μου την Κρήτη».[24]  Η αγάπη τους  για την πατρίδα ήταν τόσο έντονη που τους δημιουργούσε τύψεις, επειδή μερικές φορές ήταν εξ ίσου μεγάλη, όπως και ο έρωτας  προς το Χριστό,  που έπρεπε να προηγείται[25]. Καλλιεργούσαν στις δύσκολες ώρες την εθνική συνείδηση και μνήμη,  αναθέρμαιναν τα οράματα του γένους, συντηρούσαν τις ελπίδες και τα όνειρα που έδιναν κουράγιο στο λαό.[26]
          6) Οι σωστοί ιερωμένοι ήταν διπλωμάτες, ευέλικτοι και πονηροί  σαν τον Οδυσσέα, προκειμένου να  προστατευθεί ο λαός από τις σφαγές και τις λεηλασίες των κατακτητών. Γνώριζαν τις αδυναμίες τους και τις εκμεταλλευόταν για να προστατεύσουν το λαό. Τους παραπλανούσαν, όταν χρειαζόταν, με μυθεύματα, κολακείες και δώρα,[27] με κίνδυνο να χαρακτηρισθούν φιλότουρκοι. Τους εμφάνιζαν κινδύνους για τη ζωή τους, πραγματικούς ή φανταστικούς, από χριστιανούς ή μουσουλμάνους και τους οδηγούσαν σε αυτοσυγκράτηση.[28] Με υποσχέσεις και φιλικές δήθεν προς αυτούς διαθέσεις τους μαλάκωναν και κατόρθωναν το επιθυμητό[29]. Ακόμα και τους Τούρκους εξόργιζε αυτή η σχέση οικειότητας των εκκλησιαστικών ηγετών με τους τούρκους αξιωματούχους, γι’ αυτό  ζητούσαν πολλές φορές περισσότερη σκληρότητα[30]. Αναγνώριζαν όμως αυτή τη μαεστρία και την ικανότητα τους, γι’ αυτό και ομολογούσαν: «Μα τον Αλλάχ, εσείς οι Ρωμιοί….πότε με το μέλι πότε με το ξύδι, πιάνετε όλες τις μύγες».[31]
    Αυτή είναι η κυριαρχούσα άποψη του Ν. Καζαντζάκη για την προσφορά του  Ορθόδοξου κλήρου στους εθνικούς αγώνες, χωρίς να αγνοεί και τα αρνητικά παραδείγματα στα οποία ασκεί σφοδρή κριτική.  
             
Παραθέτουμε δύο ιστορικά κείμενα:
1. «... άμα τη έω εψάλη δοξολογία εν τω περιβλέπτω της αυτής μονής (Oσίου Λουκά) ναώ μετά δακρύων χαράς υπό του επισκόπου Aμφίσσης Hσαΐου και πάντων των ιερομονάχων εν λαμπρά εκκλησιαστική στολή και πομπή, παρόντων του τε Zαρείφη και του Διάκου. Mετά το τέλος της δοξολογίας φιλησάντων πάντων την χείρα του κρατούντος την απλήν σημαίαν της επαναστάσεως εν τω προαυλίω της μονής Hσαΐου, τη δ’ ετέρα ευλογούντος τους παρισταμένους και ψάλλοντας το: “Σώσον Κύριε τον λαόν σου” και πάντων ασπασαμένων εν ενθουσιασμώ αλλήλους τον εν Xριστώ ασπασμόν, απεχωρίσθησαν· και ο μεν Hσαΐας ετράπη εσπευσμένως την εις Aμφισσαν άγουσαν μετ’ ολίγων συνοδιτών ενόπλων, ότε, ρίψας το έσχατον βλέμμα επί την μονήν, εν η εμόνασε, συνεκινήθη ο ιεράρχης και δάκρυα κατέβρεξαν τας ροδοχρόους αυτού παρειάς, ως προμήνυμα του εν Θερμοπύλαις θανάτου αυτού, ου ένεκα ουδέποτε είδε τον τόπον της διαμονής αυτού· ο δε Διάκος επίσης έλαβε την εις Λεβαδείαν άγουσαν· οι δ’ εν τη μονή συνελθόντες οπλίται, εκατόν περίπου μονασταί, Στειριείς, Aμβρυσσείς και Kυριακίται μετά ομόχρονον πυροβολισμόν εν αλαλαγμοίς ετράπησαν την εις Aμβρυσον άγουσαν διαταγή του Διάκου, ων ηγείτο ως σημαιοφόρος Mελέτιός τις εξ Aνεμωρείας μοναστής της αυτής μονής ανήρ μεγαλόσωμος, μικροπώγων και κατά πάντα θεωρητικός» (Γ. Kρέμου, M. Oσ. Λουκά, σελ. 99).
2. Tοις αγαπητοίς μοι Pαχωβήτες υγιώς Eις Pάχωβαν.
Aιδεσιμώτατε άγιε πρωτόπαπα και Παπαδημήτρι ευλαβώς προσκυνώ και αγαπητοί μου Γεωργάκη Σιδερά και Γιάννη Aλεξανδρή. Σας φανερώνω λαμβάνοντες το παρόν μου αμέσως να σηκωθήτε να μαζώξετε όλους τους ραγιάδες να μου ξημερώσητε Tρίτη πουρνό εις Λυκούρεσιν, όπου να έλθετε όλοι 200, διακόσιοι, ονομάτοι και της ώρας μαζύ με τα άρματά σας, να πάρετε και 10 φορτώματα ψωμί και κρασί και ελιαίς και όλον τον τζιμπχανέν (πολεμοφόδια) οπού έχετε, μπαρούτην και κουρσούμια (βόλια) και να μοι φέρετε και 6, εξ, άλογα καλά μεζηλιάρικα (ταχυδρομικά). Kαι έτζι να μοι ακολουθήσετε εξ αποφάσεως. Yγιαίνετε.
1821, 28 Mαρτίου
Kάπερνα
Aγαπητός σας
Θανάσης Διάκος

Από τους 200 αρχιερείς, που υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, μαρτυρούνται να:
α) Έλαβαν ενεργό μέρος, στον αγώνα επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, 73 Ιεράρχες, δηλ. ποσοστό 36,5%.
β) Είναι γνωστοί ότι δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν κ.λπ. 42 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 21,0% και
γ) Μαρτυρείτε ότι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 22,5%.


Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι οι πλείστοι αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας ή Βουλγαρίας λόγω αδιαφορίας ή αδυναμίας των χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από τη Θράκη, τη Μακεδονία και τα δυτ. παράλια της Μ. Ασίας και κάτω είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν δε θα πρέπει να αναζητούμε ποιοι αρχιερείς και πως έλαβαν μέρος στον αγώνα αλλά ποιοι είναι αυτοί οι ελάχιστοι αρχιερείς, δηλ. το υπόλοιπο 10% που δεν έλαβαν μέρος στην εθνεγερσία του 1821 και γιατί.
Γι΄ αυτό ας εξακολουθήσουν να ενοχλούνται αυτοί οι μετρημένοι στα δάκτυλα, επειδή ο πρόεδρος της δημοκρατίας πράττει το καθήκον του. Ας ενοχλούνται, επειδή το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι συντεταγμένο στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ας ενοχλούνται, επειδή ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην επαναστατική διακήρυξη της 24ης/2/1821 προέταξε την προσταγή «μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Από τον τελευταίο λόγο του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ο οποίος εκφωνήθηκε στις 28/5/1453, την πήρε. Τι κρίμα όμως που ξέχασε να ρωτήσει όσους ενοχλούνται! Ας ενοχλούνται, επειδή όλα τα επαναστατικα λάβαρα, όπως και η σημερινή ελληνική σημαία η οποία ήταν το λάβαρο του Νικηφόρου Φωκά, φέρουν τον Σταυρό του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ας ενοχλούνται επειδή ο αρχιστράτηγος του αγώνος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είπε: «όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος». Βλέπετε, όταν ίδρυαν το ελληνικό κράτος ως χριστιανικό δεν ρώτησαν οι αγωνιστές της ελευθερίας ποιος θα ενοχλείται από την ταυτότητά του αυτή! Ας ενοχλούνται επειδή ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης είπε: «είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει». Ας ενοχλούνται, επειδή ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης προσταζε τον στόλο του: «με τη βοήθεια του σταυρού επιτεθήτε». Ας ενοχλούνται, επειδή ο ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου μελετούσε μαζί με τα παληκάρια του ανελλειπώς την Αγία Γραφή, συζητούσαν για ο,τι διάβαζαν και βάσει αυτών των μελετών και συζητήσεων έβγαζαν το σύνθημα της ημέρας ή της εβδομάδας.

Ποιήματα Αλεξ. Βαλαωρίτη που μνημονεύουν τους αγώνες ιερωμένων:

Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´
Ἀναστηλώνεται ὁ Μωρηᾶς... Ἡ Ρούμελη μουγκρίζει
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει
Παντοῦ παράπονο βαθὺ κι ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι
Διαβαίνει μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη Τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι.
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκιασμένα.
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε στὰ ξένα
Στοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα πᾶσα ματιά του σφάζει
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα.
Χιλιάδες γυναικόπαιδα, δὲ βρίσκουν φούχτα χῶμα.
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα κι ὁ Χάρος δεκατίζει
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερο δὲ θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα.
Στὴν Κιάφα νεκρανάσταση ῾ς τοῦ Πέτα καταβόθρα
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα
Κι ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε κ᾿ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνει τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο.
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος «Χτυπᾶτε πολεμάρχοι!
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός· Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη.»

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;
  ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;
Γιατί στὸ μέτωπό σου
  νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσες μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριὲς κ᾿ ἐλπίδες;
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου
  νὰ μὴ γλυκοχαράζει, πατέρα, ἕνα χαμόγελο;
Γιατί νὰ μὴ σπαράζει μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά,
καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
  οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ
  κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν.
Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
  ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα φιλεῖ,
πατέρα μου γλυκέ,
  τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα, ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του.
Θυμᾶται τὴν ἡμέρα, πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε.
Θυμᾶται στὸ λαιμό σου τὸ ματωμένο τὸ σχοινί,
καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,
τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα, τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή.
Θυμᾶται τὴν ἀντάρα, τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν,
  τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου.
Τὸ μάρμαρο μένει βουβὸ καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα.
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσει,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα,
  βροντήσει τὸ φοβερό μας κήρυγμα.
«Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
  Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ πατριάρχη!»

Ὁ Σαμουήλ
Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς,
κι ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη!
Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.
Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!
Δὲ φαίνετ᾿ ὁ καλόγερος, μόνος του στ᾿ ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ᾿ ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.

Σφιχτὰ-σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι᾿ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ᾿ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.
Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες!
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πάψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιὰ θὰ πάρει!
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κοίταζ᾿ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάγχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφὰ-κρυφὰ ἕνα δάκρυ.
- Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδῶ μέσα
ἐδίψασα... Χωρὶς νερὸ ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἔμεν᾿ ἀτελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου, μὴ τὸ καταφρονέσης.
ἀμόλυντο καὶ καθαρὸ βγαίν᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.
Ἤτανε ἥλιος κ᾿ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκὸ ποτήρι
καὶ τό ῾σφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νἄτανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.
Ἀνοίγ᾿ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια.
τ᾿ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητά τοῦ γέροντα τὰ λόγια.
Ἐπρόβαλ᾿ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ᾿ ἕνα βαρέλι
πού ῾κλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.
Ἐκεῖνο μόνο τό ῾μεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει!
Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νά ῾ταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νά ῾ταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ᾿ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι...
Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει
κι οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια:
Ἡ δέησις
- Πατέρα μου, σ᾿ ἐδούλεψα
πιστὰ σαράντα χρόνια,
καὶ τώρα στὰ γεράματα
μοῦ δίνεις κατηφρόνια!
Τὸ θέλημά σου ἂς γενῆ!
Λυπήσου μας, σπλαγχνίσου
καὶ πάψε τὴν ὀργή σου!
Σ᾿ ἐσένα, σὰν ὀρφάνεψα,
ἔδωκα τὴν ψυχή μου,
τὸ Σούλι μου τ᾿ ἀγκάλιασα
στὸν κόσμο γιὰ παιδί μου.
Τώρα τὸ Σούλι τὄχασα...
Ἦλθ᾿ ἡ στερνή μου μέρα,
θἄλθω σ᾿ ἐσέ, Πατέρα...
Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροὶ καὶ λαβωμένοι!
ἂταφ᾿ ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.
Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νά ῾λθωμε
κ᾿ ἡμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!
Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ᾿ ἐσὲ σκωμένα
πῶς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ᾿ εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»
Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε.
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα χέρι
ποὺ νὰ μπορῇ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξῃ τὸ μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοῦ σ᾿ ἐμᾶς πατρίδα,
ἄλλη δὲν ἔχω ἐλπίδα.
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρὴ μία κατοικία,
νὰ μοιάζη μὲ τὸ Σούλι μας
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ᾿ ἐκεῖ τὸ Κούγκι νά ῾χω.
Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει.
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε νὰ γένῃ
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.
Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο
ποτὲ δὲ θὰ τολμήση
(ποτέ! τὸ εἶπα, τ᾿ ὅρκισα)
τὸ Κούγκι νὰ πατήσει.
Μαζί μου παίρνω τὰ κλειδιά,
Πλάστη μου, δὲν τ᾿ ἀφήνω,
οὔτε σ᾿ ἐσὲ τὰ δίνω!
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
νὰ τὰ φορῆ στὴ μέση
ὁ Σαμουὴλ ὁ δοῦλος σου
θὰ σὲ παρακαλέσει...
Πατέρα μου, μὴ πειραχθῆς,
κάμε μου αὐτὴ τὴ χάρη:
ἄλλος νὰ μὴ τὰ πάρη!
Καὶ τώρα-τώρα π᾿ ἄκουσες
τὸν πόνο, τὸν καημό μας,
δέξου μας καὶ θ᾿ ἀφήσωμε
τὸ Σούλι τὸ γλυκό μας...
Τὸ Σούλι (ἄχ! πὼς τό ῾χασα!)
ψυχή μου, μὴ δακρύσεις,
εἶν᾿ ὥρα νὰ τ᾿ ἀφήσεις!
Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του
στοὺς πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα ποὺ θὰ ν᾿ ἀφήσω
τὸν κόσμο καὶ στὸν ἴσκιο σου
θἄλθ᾿ ὁ φτωχὸς νὰ ζήσω,
μία χάρη θέλω, Πλάστη μου:
τὰ πέντε τὰ παιδιά μου
νὰ τάχω συντροφιά μου!
Τ᾿ ἀνάθρεψα στὸν κόρφο μου,
γιὰ εἰδὲ τά, τὰ καημένα,
ἄλλονε δὲν ἀγάπησαν
παρὰ ἐσὲ κ᾿ ἐμένα.
Παιδιά μου, μὴ δειλιάζετε,
νά ῾χετε τὴν εὐχή μου,
Θὰ ζήσετε μαζί μου!
Σταλαματιὰ-σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κι ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος,
καὶ κλαίοντας ὁ Σαμουήλ, εἰς τό ῾να του τὸ χέρι
τὸ ἱερὸ ποτήρι του καὶ στ᾿ ἄλλο τὴ λαβίδα,
ἀρχίνησε τὴν κοινωνιὰ τοῦ Πλάστη νὰ μεράζη...
Ὁ πρῶτος ἐμετάλαβε - μεταλαβαίνει κι ἄλλος,
τὴν ἔδωσε στὸν τρίτονε - κι ὁ τέταρτος τὴν παίρνει,
καὶ φθάνει ὡς τὸν ὕστερο καὶ τοῦ τηνε προσφέρει.
Κι ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλ᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του
τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ: «σήμερον Υἱὲ Θεοῦ...»
φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.
Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι: «καλόγερε, τί κάνεις;»
Ἐσήκωσε τὰ μάτια τοῦ ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο,
καὶ στάζ᾿ ἀπ᾿ τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι
μία φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὸ αἷμα.
..
Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος,
λάμπει στὰ γνέφ᾿ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!
Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πὄλαβε στὴ θανή του
τὸ Σούλι τὸ κακότυχο καὶ τί καπνὸ λιβάνι!
Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,
σὰ σύννεφο κατάμαυρο κ᾿ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.
Κι ἐνῷ τ᾿ ἀνέβαζ᾿ ὁ καπνὸς κι ἐνῷ τὸ συνεπαίρνει,
τὸ ράσο παντ᾿ ἀρμένιζε κ᾿ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος.
κ᾿ ἐκεῖθεν ὁποὺ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,
σὰν νά ῾ταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρόγισε τὸ λόγγο.
Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραπὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια
χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,
ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγὲς - χαρὲς κ᾿ ἐλευθερία!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε'


 http://www.egolpion.com/img/grhgorios_e_7.jpg
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄
Γεώργιος Τερτσέτης, δικαστής και σωτήρας του Κολοκοτρώνη και έμμεσα του έθνους, που έζησε τα γεγονότα και το πνεύμα της εποχής σε ομιλία του αναφέρει
Ομιλία περί του αοίδιμου  Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, 1853
  
   Η βασιλεία των ουρανών είναι των μικρών παιδιών, λέγει το Ευαγγέλιον. Αν αθώα ψυχή, έντιμοι κύριοι ακροαταί, κερδίζη την βασιλείαν των ουρανών, καρδίαν αθώαν, ψυχήν καλήν πρέπει να έχη και όποιος βούλεται να ομιλήση αξίως δια τους μακαρίους ουρανοπολίτας. Πρέπον και δίκαιον φαίνεται ο καθαρός να ομιλή δια τους καθαρούς· έπειτα, αν είμαστε αθώοι, εννοούμεν καλύτερα και την αθωότητα των άλλων· το αθώον της ψυχής μας χρησιμεύει ως οφθαλμός λαμπρός,που βλέπει το κάλλος της αρετής των αγαθών.
Αθωότητος αισθάνομαι σήμερον ανάγκην βουλόμενος να σάς μιλήσω δια τον μακαρίτην Γρηγόριον, Πατριάρχην και Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά πως εύκολον, κατορθωτόν; Πως;
     Όσοι ζούμεν την κοσμικήν ζωήν, απεχαιρετήσαμεν προ πολλού και την παιδικήν ηλικίαν, πως να ευρούμεν εις τα σπλάχνα μας την ποθουμένην αθωότητα, χάριν της οποίας να δώσωμεν ζωήν και κάλλος εις το εγκώμιον των Αγίων; Έβαψαν την καρδίαν μας τα πάθη της κοινωνίας, η δυσπιστία, ο φθόνος, το φιλήδονον, η διχόνοια, όσα τέλος μάχονται την αθωότητα. Αν όμως συμβή και νοήσετε σήμερον εις τα λόγια μου χάριν η αξιοπρέπειαν, αποδώσατέ το εις το εύμορφον κείμενον, που επήρα να σχολιάσω, εις την έρευναν της αρετής του παναγιωτάτου Πατριάρχου. Ως συμβαίνει, αν ταξιδεύσωμεν εις άγρια δύσβατα μέρη και αιφνιδίως ευφραίνονται οι οφθαλμοί μας, αν ιδούμεν έμπροσθέν μας κάμπους, περιβόλια εύμορφα, καθίζομεν εις τους ίσκιους των δένδρων και παίρνομεν χαράν από τα άνθη, από τους καρπούς˙ ομοίως και εγώ, ως αφιερώθηκα εις την εξέτασιν και εις την μελέτην της ψυχής του αειμνήστου Πατριάρχου, μου εφάνη να πνέω τον γλυκύν αέρα και να χαίρωμαι όλην την γαλήνην της πρώτης αρχαϊκής αθωότητος των ανθρώπων. Θα ιστορήσω λοιπόν την αθώαν του ζωήν, την κλίσιν, τον έρωτα του μακαρίτου προς την επιστήμην, θα σχολιάσω την φιλομάθειαν, τον πατριωτισμόν του, θα κλείσω τον λόγον μου με την διήγησιν του μαρτυρίου του˙ μη γένοιτο, φθάνοντας εγώ εις αυτά τα πέρατα της ομιλίας μου να κινήσω εις δάκρυα και θρήνους το ακροατήριον˙ οι θρήνοι, τα δάκρυα αρμόζουν εις την ταφόπετραν νέου παλικαριού, που δεν έζησε να δείξη τους καρπούς της μεστής ηλικίας, όχι εις γέροντα, ο οποίος επλήρωσε με τιμήν και δόξαν το μακρόβιον της ηλικίας του.
Ούτε πάλι θα τινάξω εις τους οφθαλμούς σας λαμπάδα εκδικήσεως· μη γένοιτο. Εις αυτό το παρεκκλήσι της επιστήμης, εις γαληνιαίον οικοδόμημα βιβλιοθήκης να σαλπίσω εγώ σάλπιγγα αίματος, να προκαλέσω φόνον αντί φόνου. Όψιμοι υιοί του πολιτισμού του κόσμου, χρεωστούμεν και εις άπασαν την οικουμένην την απόδειξιν, ότι καρπούμεθα του περασμένου καιρού τα μαθήματα, ότι προοιμιάζομεν τάξιν σοφήν νέου κόσμου, ότι είμεθα κοντολογής άκρη και αρχή των αιώνων˙ οι ειδήμονες του περασμένου καιρού και οι προορατικοί του μέλλοντος μου φαίνεται να μας λέγουν: Καλλιεργείτε τον νουν σας, τελειοποιείτε την καρδίαν σας εις το καλό, προκόβετε εις τές επιστήμες και εις τές τέχνες, τώρα που η μακαρία ειρήνη φωτίζει την πατρίδα σας˙ καλλιεργείτε, σέβεσθε το πολίτευμα της πατρίδος σας· καλύτερην άλλην εκδίκησιν δεν δύνασθε να πάρετε από τους εχθρούς σας, καλύτερην ευχαρίστησιν να δώσετε εις τους φίλους σας.
Ανήμερα της εορτής των Βαϊων, την Κυριακήν, οι φίλοι του έλεγαν και τον παρακαλούσαν, και άνδρες επίσημοι των πρεσβειών, να φύγη να σωθή˙ τα μέτρα της Οθωμανικής Κυβερνήσεως εγίνοντο άγρια, ανήμερα και καθένας ημπορούσε να προϊδή το μέλλον· τον παρακαλούσαν λοιπόν να φύγη, του επρόσφεραν και τα μέσα.
«Μην με παρακινήτε εις φυγήν, είπεν εις τους φίλους, μην θέλετε να σωθώ· η ώρα της φυγής μου θα ήτον αρχή σφαγής, ώρα σπαθιού εις Κωνσταντινούπολιν και την άλλην Χριστιανωσύνην· εύμορφο πράγμα θέλετε να κάμω, μεταμορφωμένος με καμιά προβιά εις την πλάτην να φεύγω εις τα καράβια η σφαλισμένος εις πρεσβείαν φιλικήν να ακούω εις τους δρόμους τα ορφανά του έθνους μου να σπαράττουν εις τα χέρια του δημίου. Είμαι Πατριάρχης, δια να σώσω τον λαόν μου, όχι να τον ρίξω εις τα μαχαίρια της γιανιτσαριάς· ο θάνατός μου ίσως χρησιμεύει περισσότερο παρ' ό,τι εδυνόμουν ποτέ να φαντασθώ, πως θα ωφελήση η ζωή μου.Οι ξένοι βασιλείς θα ταραχθούν εις την αδικίαν του θανάτου μου· δεν θα ιδούν ίσως με αδιαφορίαν, υβρισμένην την πίστιν τους εις το πρόσωπόν μου και όπου είναι άνδρες αρμάτων Ελληνες, θα πολεμήσουν με απελπισίαν πόλεμον, που συχνά χαρίζει νίκην· είμαι βέβαιος· κάμετε λοιπόν υπομονήν εις ό,τι μου συμβή. Σήμερον ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού και παρεμπρός, εντός ίσως της εβδομάδος, ας φάγουν και αυτά από ημάς.
Όχι, δεν θα χρησιμεύσω εγώ περίγελως ζώντων, και περπατώντας με διάκους και άρχοντας εις τους δρόμους της Οδησσού, της Επτανήσου η της Αγκώνας να με δαχτυλοδείχνουν τα παιδιά, ιδού ο φονιάς Πατριάρχης! Αν το έθνος μου σωθή και θριαμβεύση θα μ' αποζημιώση ελπίζω, με θυμιάματα τιμής και επαίνου, επειδή έκαμα το χρέος μου. Τετάρτη φορά δεν θ' άνεβώ πλέον εις τα μοναστήρια του Άθωνος, δεν το θέλω˙ χαίρετε, σπήλαια και κορυφές του ιερού βουνού˙ χαίρε, θαλάσσιον κύμα, χαίρε Σπάρτη και Αθήνα, όπου ήθελα να συστήσω σχολεία επιστημόνων δια τους νέους της πατρίδος. χαίρε γη της γεννήσεώς μου, Δημητσάνα.
Εγώ υπάγω όπου με καλεί, με βιάζει η γνώμη μου, η μεγάλη μοίρα του έθνους και ο Ουράνιος Θεός, έφορος θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. » Χρεωστώ εις ένα των ακροατών μου, τον σεβάσμιον Μάρκον Δραγούμην, την ομιλίαν του Πατριάρχου εις τους φίλους του˙ και η προφητεία της ομιλίας του αλήθευσε˙ ανήμερα της Λαμπρής η γεροντική κεφαλή του, ο ζωηρός οφθαλμός του, που ενέπνεαν χαράν και πίστιν εις τους Χριστιανούς, εμελάνιασαν από το αίμα, πηγμένον εις το πρόσωπόν του˙ αλλά τι εσυνέβη; Οι τρικυμίες γης και θαλάσσης είναι φτωχή παρομοίωσις των τρικυμιών της ψυχής· βροντή και αστραπή του ουρανου δεν αντιβοούν τόσον εις τα πλάγια των βουνών, όσον ο σκοτωμός του Πατριάρχου εις την καρδίαν των Ελλήνων˙ οι θαλασσινοί έγιναν ατρόμητοι και καίουν μεγάλα καράβια του εχθρού˙ εντός ολίγων μηνών από τον σκοτωμόν παραδόθηκε Τριπολιτσά, Αθήνα, Σάλωνα˙ εις την κόψιν του ελληνικού σπαθιού ήτον γραμμένον το όνομα του Πατριάρχου Γρηγορίου και εθέριζε˙ οργή πολέμου εθανάτωσεν αδιακρίτως πολεμικούς άνδρας και αθώα βρέφη εις τους κόρφους των μητέρων˙ δεν ακούεται από το φρούριον των Σαλώνων, από τους δρόμους των Αθηνών κλάημα, φωνή παιδιών, γυναικών; παρακαλούν, δέονται δια την σωτηρίαν της ζωής των, ζητούν την χάριν με φωνήν ελληνικήν˙ εδώ εις χώματα ελληνικά γεννήθηκαν και δεν γνωρίζουν σχεδόν άλλην γλώσσαν και εις την γέννησίν τους έρρεαν πλούτη και μεγαλεία. Μάταια παρακαλέσματα! Το μολύβι και το σπαθί αστράφτουν και καίουν˙ πλησίον του στρατώνος, εις εκείνο το στενό σοκάκι, το αίμα έτρεξε αυλάκι.
Μη γένοιτο να ζωγραφίσω ενώπιόν σας ως καύχημα την σφαγήν αθώων παιδιών και γυναικών, ακρόαμα και καύχήμα αναρμόδιον εις τόσον ευαίσθητο και εκλεκτόν ακροατήριον μόνο αγωνίζομαι να χαράξω εις το πνεύμα σας, ότι ο φόνος του μακαρίτου Πατριάρχου εστάθη ώρα κρίσιμη δια το Γένος μας· και απεφάσισε και έθρεψε την οργήν και το πείσμα του ελληνικού πολέμου δια την απόκτησιν της αυτονομίας. Εις αυτούς τους πρώτους καιρούς ευκολώτερα ήθελε γραφτούν συνθήκες αγάπης μεταξύ λεόντων και ανθρώπων, μεταξύ λύκων και αμνών, παρά μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, Ο Σουλτάνος ηθέλησε θανατώνοντας τον Εθνάρχην της φυλής, να χτυπήση εις την καρδίαν το Έθνος, να του μαράνη με μιας την ζωήν˙ πλήν εσυνέβη όλο το εναντίον˙ το κέντρον αληθινά ερραΐσθη, έλειψε, αλλ' άπλωσε, εσκόρπισε παντού, εις τα μέρη˙ ο καθένας είπε τον εαυτόν του κέντρον˙ ο καθένας αυτοχειροτονήθη εθνάρχης· εχάθηκε ο Πατριάρχης, έμεινα εγώ· αν δεν το είπαν όλοι, το είπαν οι γενναιότεροι. Εννοήσατε τώρα, διατί οι γέροντες του αγώνος, μικροί και μεγάλοι, ο καθείς θαρρεί τον εαυτόν του αίτιον των ηρωικών κατορθωμάτων˙ βαθύνετε εις την καρδίαν τους, άλλοι το λέγουν σκεπαστά, άλλοι το λέγουν ανοικτά˙ μη θαρρείτε, πως θέλουν να μας γελάσουν· το πιστεύουν και μά την αλήθειαν το εύλογον και άδικον κρατιούνται από το χέρι εις την γνώμην τους. Από δοξάρι τόσο τεντωμένο το βέλος έμελλε να χυθή βροντερό και θανατηφόρο.
Εγώ, κύριοι ακροαταί, του μακαρίτου Πατριάρχου Γρηγορίου εξετάζοντας απαθώς την αθωότητα της νεότητός του, το όσιον του ανδρός ως ιερέως, τον νουν του, φίλον, λάτρην της επιστήμης, την γενναιότητα του θανάτου του, μετρώντας το καλό, που προήλθε εις το Έθνος μας από την θυσίαν του, πρώτη κοινωνία αίματος χυμένου εις ανάστασιν ελευθερίας, δεν δειλιάζω να τον κηρύξω ως ένα των ενδοξοτάτων ανδρών της ιστορίας, εις την αράδα των ευεργετών, των αγίων της ανθρωπότητος, από καταβολής κόσμου. Η ευχή του με ημάς, με όλον το Γένος, η ευχή του με όλους τους Χριστiανούς της γης, περιπλέον ακόμη, με Χριστιανούς και με μη Χριστιανούς, ώστε η ευχή του να τους κατευοδώση, εις οδόν σωτηρίας, και από εχθροί και φονείς του να γίνουν προσκυνηταί του και τέκνα του.
Μου φαίνεται, κύριοι, πως είμεθα αρκετά προχωρημένοι εις πολιτισμόν, αρκετά αναγεννημένοι εις την χάριν του πνεύματος, αφού δεν καταριόμεθα, δεν αναθεματίζομεν πλέον, αλλά δεόμεθα υπέρ του φωτισμού της ψυχής των όσων δεν χαίρονται ακόμα τα φώτα και το κάλλος του Χριστιανισμού.Αυτά τα αισθήματα, αυτά τα λόγια μου, τα οποία εγώ, μά την αλήθειαν, δανείζομαι από τόσο σεβαστό και ελληνικό ακροατήριο γυναικών και ανδρών, αυτά τα λόγια μας, είμαι βέβαιος, είναι τα πλέον ευώδη άνθη, με τα οποία κατά το ετήσιόν μας έθιμον, στολίζομεν και την εφετεινήν εθνικήν πανηγυρικήν της 25 Μαρτίου.

http://www.egolpion.com/img/000anadhmosi.jpg

 

 

 

Αρχιερείς κατά την Επανάσταση του '21


http://www.egolpion.com/img/grigorios3.jpg 
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21

O ΚΛΗΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

ΠΕΤΡΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ
ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ 21 (αντίδραση ή προσφορά;) Ξάνθη

     Σε μια αναμέτρηση λοιπόν και αντιπαράταξη θυσιαστικά δύο θρησκειών και δυό κόσμων οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν ούτε χλεύασαν τον αγώνα, αλλ' όπως είναι φυσικό και αυτονόητο, υπήρξαν οι φυσικοί ταγοί και ηγέτες, του αγωνιζομένου λαού. Πραγματικοί μπροστάρηδες, που, σαν άλλοι Μωυσείς ανέλαβαν να οδηγήσουν το λαό από τη σκλαβιά στην ελευθερία με κάθε προσωπική τους θυσία.
Το ράσο όλων των κληρικών, από του ασημότερου καλόγερου μέχρι του πολιουσεβάσμιου και άγιου Πατριάρχη, μεταβλήθηκε σε φλάμπουρο, που ηλέκτριζε και πύρωνε τα πνεύματα των αγωνιζομένων Ελλήνων. Η συμμετοχή των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, ήταν τόσο φυσική και τόσο αυτονόητη και απαραίτητη, ώστε όχι μόνο να συμπαρίστανται σε κάθε αγωνιστική προσπάθεια αλλά να θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ, μια και οι Έλληνες δεν επιχειρούσαν τίποτε, εάν προηγουμένως δεν έβλεπαν τους ρασοφόρους να τους ευλογούν, με τους σταυρούς και τα ιερά τους άμφια, και να τους οδηγούν στο καθήκον.
Ενδεικτικό του πόσο πολύ υπολόγιζαν όλοι οι Έλληνες (διοικούντες και λαός) τότε την παρουσία των αρχιερέων στις πολεμικές συρράξεις είναι και ένα έγγραφο της προσωρινής Ελληνικής κυβερνήσεως κατά το Μάιο του 1825, με το οποίο, μπροστά στον κίνδυνο της προελάσεως του Ιμπραήμ, έδωσε εντολή στους αρχιερείς, που βρισκόταν στο Μωριά: Κομάνων Αγαθάγγελο, Παροναξίας Ιερόθεο, Φαρσάλων Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ και Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο, να κινηθώσι όσον τάχος για να περιέρχονται τις επαρχίες Άργους, Τριπολιτζάς, Βοστίτζης (Αιγίου), Πατρών, Λεονταρίου και Μεσσήνης και να κηρύσσουν το της εθνεγερσίας σάλπισμα, προτρέποντας τους χριστιανούς σε γενική εξέγερση κατά του τυράννου κατακτητού δια να συντρέξουν εις την ταχείαν ξεκίνησιν των στρατευμάτων.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να θεωρείται υπερβολική η κρίση ότι άνευ της συμμετοχής, της συμπαραστάσεως και της συμπράξεως του ιερού κλήρου δεν θα ευωδούντο τα του ιερού αγώνος.
    Ο Φωτάκος, δίδοντας το μέτρο της εκτιμήσεως και του σεβασμού των τότε Ελλήνων στους ρασοφόρους, χαρακτηρίζει τον κλήρο θεόπεμπτο και σεβάσμιο και επιλέγει εις την επανάστασιν πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με τη σπάθην εις τας χείρας.
Σε άλλο πάλι σημείο των απομνημονευμάτων του (ως να διαισθάνθηκε ότι θα εγερθούν άνδρες, που θα ισχυρισθούν ότι οι αρχιερείς δια της βίας σύρθηκαν στον αγώνα) τονίζει εμφαντικά και απερίφραστα: Οι αρχιερείς της και άπας ο λοιπός κλήρος...αυθόρμητος εκινήθη. . .και πρώτος έλαβε τα όπλα.
Αναγνωρίζοντας δε την αμέριστη συμμετοχή και συνδρομή των κληρικών στους αγώνες του 1821 αναφωνεί:
Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του... Ο Κλήρος παρουσιάσθη εμπρός με τον σταυρόν και με το όπλον εις τας χείρας, έβαλε την φωνήν εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα πατρίς και θρησκεία.. .εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαίαν του σταυρού... Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια και τας τροφάς, όχι μόνον δι ιδίων εξόδων και θυσιών αλλά και με τα ιδία του τα χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτας και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν. . .
 Ούτως δε ενεργείται η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την ελευθερίαν την εθνικήν.
Τέλος η επιτροπή που συστήθηκε (1833) από τον Όθωνα (μεταξύ των οποίων ο Σπ. Τρικούπης, ο Π. Νοταράς και ο Σκαρλ. Βυζάντιος) για τα Εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδος, έγραψε στην έκθεσή της:
Πρώτοι οι ιερείς του Υψίστου έκλιναν ους ευήκοον εις την φωνήν της ελευθερίας και περιζωσάμενοι μετά της νοητής ρομφαίας του Ευαγγελικού λόγου το ξίφος του Άρεως, διέπρεψαν πολλαχώς εις τον Ελληνικόν αγώνα. Και τα ονόματα των εν Κωνσταντινουπόλει αθλησάντων Αρχιερέων θέλουν στολίζει δια παντός τας πρώτας σελίδας της νεωτέρας Ελληνικής ιστορίας.
Και μόνο με τα παραπάνω κείμενα θα έπρεπε να σιγήσει κάθε αντίρρηση και αντίλογος για τη συμπεριφορά του κλήρου και μάλιστα των αρχιερέων κατά το 1821. Επειδή όμως πιθανώς να υπάρχουν έστω μερικοί που θα επιμένουν να αμφισβητούν τις μαρτυρίες εκείνων των αυτοπτών και συναγωνιστών των ιεραρχών και επειδή είναι γεγονός ότι δεν φωτίσθηκε ακόμα επαρκώς η πτυχή της συνεισφοράς των αρχιερέων στην παλιγγενεσία του 1821 θα καταβληθεί προσπάθεια να έλθουν στο φως ορισμένες τουλάχιστον ενέργειες και δραστηριότητες των τότε αρχιερέων, όσες δηλ. η σμίλη της ιστορίας κατόρθωσε να περισώσει μέσα από το χαλασμό και την ερήμωση εκείνων των χρόνων, μια και είναι αδύνατον να περιγραφεί αναλυτικά η όλη προσφορά αυτών λόγω ποικιλίας και πυκνότητος μαχητικής αλλά και εξειδικευμένης προσφοράς.
http://www.egolpion.com/img/1821_agia_lavra.jpg

ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

       Είναι γνωστόν αλήθεια ότι οι μύδροι των επικριτών δε στρέφονται γενικά κατά του κλήρου αλλά κυρίως κατά των αρχιερέων η γενικά κατά του ανωτέρου κλήρου. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις γίνεται αντιδιαστολή ότι ενώ ο κατώτερος κλήρος (εννοώντας τους ιερείς) συμμετέσχε και συνέπραξε σύξυλος στον αγώνα, ο ανώτερος κλήρος και μάλιστα οι αρχιερείς ήταν εκείνοι που αντέδρασαν και αντιτάχθηκαν σ' αυτόν.
Για να υποστηρίξουν δε τις απόψεις και ισχυρισμούς τους οι επικριτές επικαλούνται πραγματικά περιστατικά και λόγους των ιδίων των ιεραρχών, που μαρτυρούν ότι μεμονωμένα ό α ή β ιεράρχης, ή μερικοί τουλάχιστον από αυτούς, έδειχναν να δυσπιστούν και να αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως ο γενικός ξεσηκωμός του γένους, ενώ για άλλους ότι έφθαναν να αντιδρούν και να φαίνονται ότι τάσσονται στο πλευρό των Τούρκων. Αναφέρονται ακόμα και ορισμένες αδυναμίες ή και πάθη των ιεραρχών, που τα προβάλλουν ως βδεληρά και αποτρόπαια, ξεχνώντας ότι και οι αρχιερείς είχαν σώμα και ήταν άνθρωποι σαν όλους τους άλλους συγχρόνους τους ή και σαν και εμάς σήμερα με τις μικροεπιθυμίες, φιλοδοξίες, όνειρα, εγωισμούς κ.λπ. και επομένως θα πρέπει να τους βλέπουμε όσο κι αν ήταν οι κατά τόπους κεφαλές της Εκκλησίας και εις τύπον Θεού ως ανθρώπους και όχι ως αγγέλους.
Ξεπερνώντας λοιπόν τις ενδεχόμενες και αναγνωριζόμενες ανθρώπινες αδυναμίες, που τους καταμαρτυρούν, θα πρέπει να αναζητήσουμε να δούμε εάν τελικά κατόρθωσαν να αρθούν στο ύψος των τότε περιστάσεων και να προσφέρουν θετικό έργο στην υπόθεση του 1821.
Επιχειρώντας μάλιστα να διερευνήσουμε τα μύχια των ανθρώπων εκείνων και να τους ηθογραφήσουμε καλό είναι να μη μένουμε στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιας οποιασδήποτε στιγμής τους αλλά να αναζητούμε τις οριακές στιγμές της πολιτείας τους, και μάλιστα του τέλους τους, γιατί, όπως έγραψε και ο Θουκυδίδης, προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται, και ανάλογα να τους μακαρίσουμε ή να τους κατακρίνουμε, κατά το απόφθεγμα του Σόλωνος μηδένα προ του τέλους μακάριζε (αλλά και κατάκρινε).
Πόσο κοντά λοιπόν στην αλήθεια είναι ο ισχυρισμός των επικριτών ότι αντέδρασαν οι αρχιερείς στο 1821; Ήταν στα αλήθεια εναντίον της αποτινάξεως του τουρκικού ζυγού ή όχι; Αλλά και εάν δεν αντέδρασαν ποια η συμμετοχή τους στο έπος του 1821; Ποια η θετική και αδιαμφισβήτητη συνεισφορά τους στην παλιγγενεσία των Ελλήνων;
Το ερώτημα αυτό θα επιχειρηθεί να διερευνηθεί και να απαντηθεί. Ποιο συγκεκριμένα θα αναζητηθούν στοιχεία και μαρτυρίες για το πόσοι και ποιοι από τους αρχιερείς συμμετέσχαν, αυτόβουλοι και απρόσκλητοι, ενεργά και δραστήρια στον αγώνα. Πόσοι και ποιοι πήραν στο ένα χέρι το Σταυρό και στο άλλο το γιαταγάνι. Πόσοι εγκατέλειψαν τις πατερίτσες για τα καρυοφύλλια, τους θρόνους για τα μετερίζια και τα ταμπούρια, την επισκοπή για την ελευθερία.
Ποιοι πάλι δοκιμάσθηκαν σαν αληθινοί ποιμένες χάρη του λαού στα ανήλια, υγρά, θεοσκότεινα, δυσώδη και φοβερά μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών όπου επί
μέρες και μήνες ή χρόνια καθημερινά δοκίμαζαν τα πάνδεινα βασανιστήρια και φρικτές στερήσεις.
Τέλος ποιοι έδωσαν και την τελευταία τους πνοή, ώστε το όραμα τόσων γενεών να θεμελιωθεί και στοιχειωθεί επάνω στα λιπόσαρκα, αιμάσσοντα και ασπαίροντα κορμιά σκέλεθρά τους, ώστε από τα κατ εξοχήν ιερά τους κόκκαλα να εξανθίσει ο κάλλιστος σπόρος και καρπός της ελευθερίας.
Έτσι π.χ. ο Σκαρίμπας, αν και ισχυρίζεται ότι όλοι οι ιεράρχες χλεύασαν και αντέδρασαν στο 21, τελικά φθάνει να παραδεχθεί ότι, έστω, μόνον οι αρχιερείς Σαλώνων Ησαΐας, Μεθώνης Γρηγόριος και Ρωγών Ιωσήφ υπήρξαν εκείνοι, που με τη θέληση τους συμμετέσχαν στον αγώνα και έδωσαν και τη ζωή τους σ' αυτόν.
Άλλοι όμως ερευνητές δέχονται ότι ο αριθμός των αρχιερέων που συμετέσχαν με τον α ή β τρόπο στους αγώνες του 1821 και πρόσφεραν και τη ζωή τους ή βασανίσθηκαν και δοκιμάσθηκαν από τους δυνάστες σ' αυτόν τον ιερό πόλεμο είναι πολλαπλάσιοι.
Αλλά και αυτοί που υπεραμύνονται της προσφοράς των αρχιερέων δυστυχώς δεν αναφέρουν επώνυμα και συγκεκριμένα παρά μόνο ελάχιστα ονόματα αρχιερέων, συνήθως τα ίδια και τα ίδια, που επαναλαμβάνονται από όλους τους μελετητές και συγγραφείς, ως απόδειξη της συμπράξεως των αρχιερέων στην παλιγγενεσία.
Έτσι συνήθως αναφέρονται τα ονόματα του Πατριάρχου Γρηγορίου και των αρχιερέων Αδριανουπόλεως Δωροθέου, Εφέσου Διονυσίου, Δέρκων Γρηγορίου, Αγχιάλου Ευγενίου, Π. Πατρών Γερμανού, Χριστιανουπόλεως Γερμανού, Δημητσάνης Φιλοθέου, Σαλώνων Ησαία, Ρωγών Ιωσήφ, Μεθώνης Γρηγορίου, Κορώνης Γρηγορίου, Κύπρου Κυπριανού, Κρήτης Γερασίμου, Έλους Ανθίμου, Ταλαντίου Νεοφύτου, και, κατά περίπτωση, μερικών άλλων, ωσάν μόνον αυτοί να ήταν οι αρχιερείς που πήραν μέρος στους αγώνες του Έθνους.
Αλλ' όπως είναι ευνόητο, εάν πραγματικά μόνον οι παραπάνω αρχιερείς ήταν εκείνοι που πήραν μέρος στον αγώνα, όσο κι αν, συγκρινόμενοι με τους 23 του Σκαρίμπα, θεωρούνται πολλαπλάσιοι, εν τούτοις αν ήθελαν συγκριθεί με τους 190 ή έστω 200 αρχιερείς που υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία θα πρέπει να ομολογηθεί ότι αποτελούν περιορισμένη μειοψηφία, και φαίνεται να δικαιώνονται σε αρκετά υψηλό βαθμό οι επικριτές των.
Φαίνεται όμως ότι ο αριθμός των αρχιερέων που έλαβε μέρος στην Επανάσταση και θυσιάσθηκε σ' αυτήν πρέπει να είναι μεγαλύτερος, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε η επί των εκκλησιαστικών επιτροπή του Όθωνα να γράψει το 1833, οπόταν δηλ. ακόμα ήταν νωπές οι μνήμες, ότι: Εν διαστήματι της επαναστάσεως, πολλαί των επαρχιών της Ελλάδος εστερήθησαν τους Αρχιερείς τους, θυσιασθέντας τους περισσοτέρους εις τους υπέρ της πατρίδος αγώνας. Όπως δε συνάγεται και από άλλα σημεία της ίδιας εκθέσεως από τους 49 αρχιερείς, που ποίμαιναν επί Τουρκοκρατίας τας ήδη συγκροτούσας το Βασίλειον της Ελλάδος επαρχίας μόνον 22 αρχιερείς επέζησαν εις τας άχρι τούδε πολιτικάς μεταβολάς αυτού του τόπου, πράγμα βέβαια που σημαίνει ότι οι άλλοι 27, που πραγματικά ήταν και οι περισσότεροι, θυσιάσθηκαν κατά τη διάρκεια του ιερού αγώνα.
Για το λόγο αυτό θα επιχειρηθεί μια ενδελεχέστερη διερεύνηση του όλου θέματος για τη στάση και συμπεριφορά αν όχι του συνόλου των αρχιερέων (γιατί, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για όλους) οπωσδήποτε όμως της συντριπτικής πλειονότητας αυτών. Να διαπιστωθεί επί τέλους εάν οι αρχιερείς έλαβαν θετική η αρνητική στάση στην επανάσταση, κατά πόσο δηλ. την χλεύασαν ή την καταπολέμησαν, όπως διατείνονται οι επικριτές τους, ή την υπερασπίσθηκαν και την υπηρέτησαν με λόγια, έργα, όπλα, μαρτύρια ή και τη ζωή τους.
Για το λόγο αυτό και προκειμένου να είναι πιο συστηματική και μεθοδική η διερεύνηση της στάσεως και προσφοράς των αρχιερέων στο 21 θα επιχειρηθεί η παρουσίαση αυτών ταξινομημένη κατά την εξής σειρά:
α) Αγωνιστές Ιεράρχες 1) της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους και 2) των υπολοίπων περιοχών του Ελληνισμού, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις επαρχίες και θέσεις τους, για να συμπράξουν και αυτοί στους αγώνες του Έθνους.
β) Αρχιερείς που φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν, εξορίσθηκαν και γενικά κακοπάθησαν η αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους επειδή θεωρήθηκαν ότι συνεργούσαν στην παλιγγενεσία του Γένους και
γ) Αρχιερείς που θυσιάσθηκαν, ως ολοκαυτώματα, στο βωμό της ελευθερίας του Γένους.

Α' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Όπως τονίσθηκε και προηγουμένως οι Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί και μάλιστα οι κατά τόπους αρχιερείς στη συντριπτική τους πλειονότητα δέχθηκαν με νεανική αδημονία το μεσσιανικό μήνυμα της απολυτρώσεως του δούλου γένους, που, ως άγγελοι της σωτηρίας του Έθνους, ευαγγελίζονταν οι Φιλικοί και με Συμεωνική εγκαρτέρηση και ελπίδα προσδοκούσαν την ευλογημένη ώρα. Βέβαια ως υπεύθυνοι ταγοί του γένους έπρεπε να είναι μέχρι παρεξηγήσεως αυτοσυγκρατημένοι και προσεκτικοί, φρόνιμοι και επιφυλακτικοί, προσποιητοί κόλακες με ευλύγιστη μέση και απλόχερη γενναιοδωρία προς τους κρατούντας, προς δε ελεγκτικοί και επιτιμητικοί προς τυχόν θερμοαίμους και ανυπόμονους πατριώτες και ταυτόχρονα ειδήμονες, δραστήριοι και άγρυπνοι φιλογενείς
Όταν όμως ήχησαν οι σάλπιγγες της ελευθερίας και σήμαναν της ανάστασης οι καμπάνες, οι αρχιερείς εγκατέλειψαν τα προσχήματα και τα κατά συνθήκη μειδιάματα ή προσκυνήματα προς τους αλλοθρήσκους και αλλογενείς δυνάστες του γένους και έδειξαν τον πραγματικό τους εαυτό οπουδήποτε και αν υπηρετούσαν. Τα σκουλήκια μεταμορφώθηκαν σε σταυραετούς.
Ως ένας άνθρωπος συνεγέρθηκαν χωρίς αμφιταλαντεύσεις και αμφιγνωμίες και όχι απλώς συντάχθηκαν αλλά προτάχθηκαν των αγωνιζομένων Ελλήνων. Έτσι μαρτυρούνται να συμμετέχουν από την πρώτη στιγμή του ένοπλου πλέον αγώνα ενεργά και δραστήρια σχεδόν όλοι τους. Άλλοτε μέσα στις εκκλησιές με το λόγο, το κήρυγμα, τις ευχές, τις παροτρύνσεις η τις απειλές για να ενθαρρύνουν και ξεσηκώσουν τους δειλούς και αμφιταλαντευομένους και άλλοτε στα στρατοπεδα και τα πεδία των μαχών με τις συνταλαιπωρίες, τις πείνες, τις αγρύπνιες, τις συγκατακλείσεις στα ταμπούρια και την κοινή τύχη στις πολεμικές συρράξεις. Κοντά σ αυτά αναδείχθηκαν οι ένθερμοι και ειλικρινείς προασπιστές του λαού στις εθνοσυνελεύσεις ή οι κατ έξοχή άξιοι αντιπρόσωποι του έθνους στις διάφορες Ευρωπαϊκές συσκέψεις η κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται να έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα:

Α' Από τους αρχιερείς της Πελοποννήσου οι:
1) Παλ. Πατρών Γερμανός
2) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
3) Δαμαλών Ιωνάς
4) Έλους Άνθιμος
5) Κερνίτσης Προκόπιος
6) Κορίνθου Κύριλλος
7) Ανδρούσης Ιωσήφ
8) Τριπολιτζάς Δανιήλ
9) Βρεσθένης Θεοδώρητος
10) Λακεδαιμονίας Χρύσανθος
11) πρ. Τριπολιτζάς Διονύσιος
12) Μαΐνης Νεόφυτος
13) Μαΐνης Ιωσήφ
14) Μαλτζίνης Ιωακείμ
15) Χαριουπόλεως Βησσαρίων
16) Ζαρνάτας Γαβριήλ
17) Ανδρουβίτσας Θεόκλητος
18) Πλάτζης Ιερεμίας
19) Καρυουπόλεως Κύριλλος
20) Μηλέας Ιωσήφ

Β' Από τους αρχιερείς της Στερεάς Ελλάδος οι:
21) Αθηνών Διονύσιος
22) Ταλαντίου Νεόφυτος
23) Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος
24) Θηβών Παίσιος
25) Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος
26) Μενδενίστης Γρηγόριος
27) Μενδενίτσης Διονύσιος

Γ' Από τους αρχιερείς των Νήσων Αιγαίου Πελάγους οι:
28) Καρύστου Νεόφυτος
29) Παροναξίας Ιερόθεος
30) Σάμου Κύριλλος
31) Χίου Δανιήλ
32) Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγένιος
33) Σκύρου Γρηγόριος
34) Αιγίνης, Πόρου και Ύδρας Γεράσιμος
35) Άνδρου Διονύσιος
36) Τζιάς και Θερμίων Νικόδημος

Για όλους του παραπάνω αρχιερείς όμως ο δύσπιστος επικριτής θα μπορούσε να αντιτείνει ότι όλοι αυτοί, ή, έστω οι περισσότεροι από αυτούς, ξεσηκώθηκαν στην επανάσταση κάτω από το ζορμπαλίκι των ελληνικών γιαταγανιών. Αν είναι δυνατόν! Αλλά και εάν υποτεθεί ότι αυτή είναι η αλήθεια, τι θα μπορούσε να ισχυρισθεί για ένα άλλο νέφος αρχιερέων, που επειδή στις επαρχίες τους δεν είχε εκδηλωθεί ή δε μπόρεσε να ευδοκιμήσει η επανάσταση, δε δίστασαν να εγκαταλείψουν τους θρόνους και τις τιμές για να σπεύσουν αυτόκλητοι, όπου υπήρχαν επαναστατικές εστίες και μάλιστα προς την αγωνιζομένη νότια Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα προς αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού;
Έτσι βλέπουμε να σπεύδουν προς τις επαναστατημένες περιοχές αρχιερείς από διάφορα μέρη και με τον α ή β τρόπο να συμπράττουν και αυτοί για τον κοινό σκοπό.
Πιο συγκεκριμένα:

Α' Από τη Θεσσαλία σπεύδουν οι:
37) Πρ. Λαρίσης Κύριλλος
38) Δημητριάδος Αθανάσιος
39) Δημητριάδος Παρθένιος
40) Σταγών Αμβρόσιος
41) Φαναριοφαρσάλων Γεράσιμος

Β' Από την Ήπειρο οι:
42) πρ. Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος
43) πρ. Παραμυθιάς Προκόπιος
44) πρ. Παραμυθιάς Αμβρόσιος
45) Περιστεράς Λεόντιος
46) πρ. Ρωγών Μακάριος

Γ' Από την Μακεδονία οι:
47) Αρδαμερίου Ιγνάτιος
48) Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου Γρηγόριος
49) Σιατίστης Ιωαννίκιος

Δ' Από τη Θράκη οι:
50) Μετρών Μελέτιος
51) Σηλυβρίας Μακάριος
52) Παμφίλου Κύριλλος
53) Θεοδωρουπόλεως Άνθιμος

Ε' Από τη Μικρά Ασία οι:
54) Μοσχονησίων Βαρθολομαίος
55) Ηλιουπόλεως Άνθιμος
56) πρ. Αγκύρας Αγαθάγγελος
57) Μυρρίνης Σωφρόνιος
58) Ελαίας Παΐσιος
59) Κομάνων Αγαθάγγελος
Τέλος για να κλείσει όλο αυτό το νέφος των γνωστών αγωνιστών ιεραρχών, θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν ακόμα και οι:

60) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος και
61) Μολδοβλαχίας Βενιαμίν.

Για τους παραπάνω αρχιερείς που εγκατέλειψαν τις επαρχίες και τις τιμές για να λάβουν μέρος, όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα, δεν είναι εύκολο στον οποιονδήποτε επικριτή να ισχυρισθεί ότι το έκαμαν κάτω από τη βία των επαναστημένων Ελλήνων.
Αντίθετα, θέλω να πιστεύω πως όλοι συμφωνούν ότι, οι αρχιερείς αυτοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και το γάμο για τα πουρνάρια, γιατί ένιωθαν μέσα τους πύρωμα ψυχής για ελευθερία, σεβασμό, αξιοπρέπεια, τιμή και πάνω απ όλα ΠΑΤΡΙΔΑ και ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Κοντά όμως σ' όλους αυτούς τους αγωνιστές ιεράρχες θα πρέπει αναντίλεκτα να προστεθούν και οι:

62) Μεθώνης Γρηγόριος
63) Σαλώνων Ησαΐας
64) Ρωγών Ιωσήφ
65) Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιγνάτιος
66) Πλαταμώνος Γεράσιμος
67) Μαρωνείας Κωνστάντιος και
68) Σωζοπόλεως Παΐσιος
οι οποίοι, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, πέρα από την αγωνιστική τους προσφορά, θυσιάσθηκαν στον υπέρ όλων αγώνα και για τούτο γι' αυτούς γίνεται λόγος και σε άλλη συνάφεια.
Τέλος θα πρέπει ακόμα να συγκαταριθμηθούν στους αγωνιστές ιεράρχες και οι:

69) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
70) Βιζύης Ιωάσαφ
71) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
72) Βάρνας Φιλόθεος και
73) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
οι οποίοι, πέρα από την αγωνιστική τους παρουσία, δοκιμάσθηκαν, βασανίσθηκαν ή αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους όπως θα γίνει αναλυτικώτερα λόγος πιο κάτω για τον καθένα από αυτούς.
Αθροιστικά λοιπόν ένα σύνολο 73 επωνύμων αρχιερέων μαρτυρούνται να έλαβαν ενεργό μέρος στις διάφορες φάσεις του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων από όλα τα διαμερίσματα της Ελλάδος.
Και να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότεροι από αυτούς μπήκαν στη τιτανομαχία παρά την κάποια προχωρημένη ηλικία, που οπωσδήποτε έφερναν στους ώμους τους και τις συμπαρομαρτούσες προς αυτά καχεκτικότητες και ασθένειες, που αναμφίβολα καθιστούσαν αν όχι προβληματική πάντως δυσχερή τη διακίνηση και καθόλου δραστηριότητά τους, μέσα στις μύριες κακουχίες και δοκιμασίες, που συνεπαγόταν η απόφαση για την ανάσταση του Γένους ή όπως λέγει ένας δόκιμος μελετητής εν ιδρώτι πολλώ και πόνοις και κακουχίαις, στερήσεσί τε και συμφοραίς. . . .εν λιμώ, λοιμώ και δίψη, εν αυχμώ και κρυμώ.
Παρ' όλα αυτά όμως οι αγωνιστές ιεράρχες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία η τάξη αγωνιστών αποδείχθηκαν αεί παίδες στο φρόνημα και την ψυχή.

Β' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Ο αριθμός όμως των αρχιερέων, που συνέδραμαν, συνέπραξαν και συναγωνίσθηκαν μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες στο έπος της παλιγγενεσίας του 1821 δεν εξαντλείται μόνο με τον παραπάνω κατάλογο, των αγωνιστών ιεραρχών.
Υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία αρχιερέων, οι οποίοι έδωσαν το παρόν τους, τη μαρτυρία και τη συνεισφορά τους στον αγώνα με πιο επώδυνο γι' αυτούς τρόπο.
Πρόκειται για το νέφος εκείνο των αρχιερέων, που με ποικίλους, ασύλληπτους από ανθρώπινο νου και απερίγραπτους από ανθρώπινα χείλη η χέρια, τρόπους, δοκιμάσθηκαν, ταπεινώθηκαν, διαπομπεύθηκαν και εξευτελίσθηκαν από τους κρατούντες με φυλακίσεις, φοβερά βασανιστήρια, εξορίες, εκθρονίσεις, περιορισμούς, χλευασμούς και ταπεινώσεις για τον απλό και μόνο λόγο ότι ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί αρχιερείς. Μιλιέτ μπασήδες (=εθνάρχες) των ρωμιών και κύριοι υπόλογοι απέναντι στο σουλτάνο και τους επάρχους του για ό,τι ήθελε συμβεί στην επαρχία τους ή ακόμα και για απλή υπόνοια συνεργείας ή ανοχής, αν μη συμμετοχής, στον αγώνα των απίστων.
Έτσι ουσιαστικά οι κατά τόπους αρχιερείς των Ελλήνων ήταν στην κυριολεξία οι κυριώτεροι και πλέον υπεύθυνοι όμηροι στα χέρια του σουλτάνου, που μ' αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να κρατά υποχείριους και καταδυναστευόμενους τους Έλληνες κάθε περιοχής.
Αλλά παρά τα φρικτά βασανιστήρια που κατά καιρούς δοκίμαζαν οι αρχιερείς στις διάφορες τουρκικές ειρκτές, φούρνους, λουτρά και μπουντρούμια, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακοχούμενοι και υφιστάμενοι τα πάνδεινα, αυτοί δεν λύγισαν. Προτιμούσαν όλες τις ταπεινώσεις, εξαθλιώσεις, εξορίες και στερήσεις και υπέμειναν, όσο άντεχαν, πιο αγόγγυστα τα ποικίλα βασανιστήρια των δημίων τους, παρά να προδώσουν το Έθνος και τους οραματισμούς του.
Αν και δεν είναι γνωστά όλα όσα υπέμειναν οι αρχιερείς από τους δυνάστες τους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της νεώτερης Ελληνικής τιτανομαχίας και για τους περισσότερους από αυτούς ελάχιστες μόνο πληροφορίες ή απλώς νύξεις και ενδείξεις έχουμε, ενώ για τη συντριπτική πλειονότητα αυτών δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, θα καταβληθεί προσπάθεια να εκδιπλωθεί και η πτυχή αυτή της προσφοράς των αρχιερέων στο 1821. Και τούτο, διότι κι αν ακόμα αυτοί δεν έφθασαν να γευθούν την τελευταία σταγόνα της ολοκληρωτικής δοκιμασίας και θυσίας τους, το θάνατο, εν τούτοις, με τα καθημερινά βασανιστήρια και εκροές των αιμάτων τους, ήταν σα να έδιναν τη ζωή τους κάθε μέρα, επιβεβαιώνοντας το Γραφικό: ένεκά σου θανατούμεθα όλη την ημέραν (Ρωμ.8,36)
Έτσι η σιωπηλή και σεμνή αυτή στρατιά των βασανισμένων και μαρτυρικών αρχιερέων, κι αν δεν έλαβε από τους ανθρώπους το φωτοστέφανο του εθνομάρτυρα και νεομάρτυρα, αναμφίβολα και αναμφισβήτητα αποτελεί την εκλεκτή μερίδα των ιδανικών εκείνων ποιμένων, που αυταπαρνούμενοι θέσεις, αίγλη, ανέσεις, τιμές, πολυχρόνια, φήμες, χειροφιλήματα αλλά και ελευθερία κινήσεως, σωματική ακεραιότητα κ.λπ μέχρι και τη ζωή τους, έθεσαν τον εαυτό τους υπέρ του λαού του Θεού, που τους εμπιστεύθηκε το γένος και η Εκκλησία, και αναδείχθηκαν πραγματικοί μ ά ρ τ υ ρ ε ς, που με όλες τις δοκιμασίες και τα βασανιστήρια τους φανέρωσαν, μαρτύρησαν και διακήρυξαν μπροστά στους αλλοπίστους τι σημαίνει Ορθόδοξος επίσκοπος.
Η στάση τους λοιπόν μπροστά στις δοκιμασίες αναδεικνύεται από τις ουσιαστικώτερες εκδουλεύσεις των αρχιερέων προς το Έθνος μια και η δική τους δοκιμασία αποδείχθηκε ακατάβλητος κυματοθραύστης όπου εκτονώνονταν το μένος, η αντεκδικητικότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός των Μουσουλμάνων Τούρκων αφ ετέρου δε σωτήριο κρηπίδωμα για τους αγωνιζομένους Έλληνες, γιατί αντλούσαν δύναμη και κουράγιο να υπομένουν και αυτοί τους δικούς τους κατατρεγμούς και δοκιμασίες.
Αναδιφώντας λοιπόν τις πηγές της ιστορίας εκείνων των χρόνων, τις γνωστές και άγνωστες μαρτυρίες, ενθυμήσεις, απομνημονεύματα, επιστολές, κώδικες και λοιπά κείμενα με έκπληξη ανακαλύπτουμε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό αρχιερέων να έχει δεχθεί ποικίλες δοκιμασίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Το πιο ίσως αξιοθαύμαστο είναι ότι όλοι αυτοί, σεμνοί από τη φύση ή τη θέση τους, βάσταζαν, με υπερηφάνεια μεν αλλά χωρίς κομπορρημοσύνες, τα στίγματα των βασάνων ως εύσημα της συνεισφοράς των στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας του γένους.
Ποιος όμως ο ακριβής αριθμός των δοκιμασθέντων αρχιερέων παραμένει άγνωστος. Από τα λίγα στοιχεία που μπόρεσαν να συλλεγούν προκύπτει ο παρακάτω κατάλογος, που δεν νομίζω να είναι ευκαταφρόνητος:

Α Οι Πατριάρχες
1) Ευγένιος
2) Άνθιμος
3) Χρύσανθος
4) Αγαθάγγελος

Β Οι Αρχιερείς
5) Χαλκηδόνος Άνθιμος
6) Νικομηδείας Πανάρετος
7) Δέρκων Ιερεμίας
8) Θεσσαλονίκης Ματθαίος
9) Μυτιλήνης Καλλίνικος
10) Σμύρνης Παΐσιος
11) Εφέσου Μακάριος
12) Δέρκων Νικηφόρος
13) Προύσης Νικόδημος
14) Σβορνικίου Γαβριήλ
15) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
16) Ηρακλείας Ιγνάτιος
17) Τορνόβου Ιλαρίων
18) Ρασκοπρεσρένης Ζαχαρίας
19) Βιζύης Ιωάσαφ
20) Φιλιππουπόλεως Σαμουήλ
21) Χαλκηδόνος Αγαθάγγελος
22) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
23) Βάρνας Φιλόθεος
24) Ρόδου Αγάπιος
25) Ιωαννίνων Γαβριήλ
26) Άρτης Άνθιμος
27) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
28) πρ. Ελασσώνος Σαμουήλ
29) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
30) Βρεσθένης Θεοδώρητος
31) Ευρίπου Γρηγόριος
32) Σερρών Χρύσανθος
33) Τριπολιτζάς Δανιήλ
34) Ανδρούσης Ιωσήφ
35) Κορίνθου Κύριλλος
36) Βιδύνης Γερμανός
37) Λαρίσης Μελέτιος
38) Αρκαδίας (Κρήτης) Νεόφυτος
39) Διδυμοτείχου Καλλίνικος
40) Μυριοφύτου Σεραφείμ.
41) Νύσσης Ιωσήφ
42) πρ. Μήλου Διονύσιος


Γ' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΘΥΜΑΤΑ

Τρίτη μερίδα, ασφαλώς η εκλεκτότερη και ηρωικότερη των αρχιερέων που συνέπραξαν και συνέπαθαν μαζί μ όλους τους άλλους Έλληνες για τον κοινό σκοπό, την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και την απόλαυση της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας, είναι αναμφίβολα όλες εκείνες οι σεπτές και άγιες μορφές των ανωτάτων κληρικών, οι οποίες, ως εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα, πορεύθηκαν το δρόμο του μαρτυρίου και της θυσίας.
Όλοι αυτοί αδιαμφισβήτητα αποτελούν τον κατ' έξοχή σεβάσμιο χορό, που πήρε επάνω του, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εκλεκτή μερίδα των Ελλήνων, την οργή, το μίσος, το πάθος, τη θρησκευτική υστερία και φανατισμό του μουσουλμανικού όχλου και της εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως όλοι αυτοί με την αυτοθυσία και το αίμα τους θεμελίωσαν ασάλευτα και στερέωσαν αταλάντευτα το οικοδόμημα της ελευθερίας των Ελλήνων, σφυρηλάτησαν, χαλύβδωσαν και γαλβάνισαν τη θέληση κάθε ελληνικής ψυχής, ώστε να πληρωθεί με ιδανικά και οραματισμούς για ιερή εκδίκηση και την επίτευξη του επιδιωκόμενου με κάθε τρόπο, και να αναζητεί πλέον η τη νίκη η τη θανή, όπως θα τραγουδήσει ο εθνικός μας ποιητής, χωρίς πισωγυρίσματα.
Παράλληλα η θυσία όλων αυτών γέννησε και γιγάντωσε την απαίτηση και των άλλων Ορθοδόξων λαών, και μάλιστα των Ρώσων, για θρησκευτική ικανοποίηση και αντάξια τιμωρία των υβριστών της θρησκείας του Χριστού, αλλά και συνετέλεσε όσο τίποτε άλλο στη μεταστροφή των εχθρικών αισθημάτων των Ευρωπαίων, στον αγώνα των Ελλήνων, σε κατανόηση, συμπάθεια, συνδρομή και τέλος συμπαράσταση και συμπαράταξη
Δυστυχώς όμως παρά την τόσο υψηλή και ουσιαστική συμβολή της θυσίας των αρχιερέων για τη θεμελίωση και επίτευξη της ελευθερίας των νεοελλήνων, ο χορός αυτός στην πλειονότητά του είναι αφανής και άγνωστος. Και το ακόμα πιο ειρωνικό είναι ότι αυτή η άγνοια υπάρχει και σ' αυτή την επίσημη Εκκλησία, ώστε και αυτή να σιωπά ή να αναμασά και να προβάλλει μόνο 510 ονόματα αρχιερέων, που θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, ωσάν μόνον αυτοί να ήσαν. Οι πολέμιοι δε και αρνητές της προσφοράς των αρχιερέων τους περιορίζουν σε 23 με συνέπεια να εκμηδενίζεται και να καταντά ανύπαρκτη η αιματηρή συνεισφορά των Ιεραρχών στον αγώνα και να διατείνονται ότι οι αρχιερείς χλεύασαν, αφόρισαν και πολέμησαν τον αγώνα του 1821.
Και όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι αρχιερείς που έπεσαν θύματα της οργής και του φανατισμού των Τούρκων αποτελούν επιβλητικό χορό δεκάδων ιεραρχών. Αν και δεν μπορούμε να έχουμε υπόψη μας το σύνολο των ιεραρχών που θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, τα στοιχεία που κατέστη δυνατόν να συλλεγούν προκύπτει ο εξής εντυπωσιακός κατάλογος των αρχιερέων που αναδείχθηκαν εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα:

Α Οι Πατριάρχες
1) Γρηγόριος Ε
2) Κύριλλος ΣΤ

Β Οι Αρχιερείς
3) Εφέσου Διονύσιος
4) Αγχιάλου Ευγένιος
5) Νικομηδείας Αθανάσιος
6) Τορνόβου Ιωαννίκιος
7) Αδριανουπόλεως Δωρόθεος
8) Θεσσαλονίκης Ιωσήφ
9) Δέρκων Γρηγόριος
10) Σωζοπόλεως Παΐσιος
17) Μαρωνείας Κωνστάντιος
12) Γάνου και Χώρας Γεράσιμος
13) Μυριοφύτου και Περιστάσεως Νεόφυτος
14) Σαμμακοβίου Ιγνάτιος
15) Μονεμβασίας Χρύσανθος
16) Χριστιανουπόλεως Γερμανός
17) Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος
18) Ωλένης Φιλάρετος
19) Δημητσάνης Φιλόθεος
20) Κορώνης Γρηγόριος
21) Μεθώνης Γρηγόριος
22) Σαλώνων Ησαΐας
23) Ρωγών Ιωσήφ
24) Λαρίσης Πολύκαρπος
25) Λαρίσης Κύριλλος
26) Γηρομερίου Αγαθάγγελος
27) Κίτρους Μελέτιος
28 Ιερισσού και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
29) Πλαταμώνος Γεράσιμος
30) Χίου Πλάτων
31) Κύπρου Κυπριανός
32) Πάψου Χρύσανθος
33) Κιτίου Μελέτιος
34) Κυρηνείας Λαυρέντιος
35) Κρήτης Γεράσιμος
36) Κνωσού Νεόφυτος
37) Χερσονήσου Ιωακείμ
38) Ρεθύμνης Γεράσιμος
39) Κυδωνίας Καλλίνικος
40) Λάμπης Ιερόθεος
41) Πέτρας Ιωακείμ
42) Σητείας Ζαχαρίας
43) Κισάμου Μελχισεδέκ
44) Διουπόλεως Καλλίνικος
45) Νύσσης Μελέτιος

Για την ιστορική αλήθεια θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι αναφερόμενοι από άλλους ως εθνομάρτυρες αρχιερείς Άρτας, Ιωαννίνων και Γρεβενών, δε μαρτυρούνται να θυσιάσθηκαν και γι' αυτό δε τους συμπεριλαμβάνω στην παραπάνω λίστα των θυμάτων αρχιερέων.
http://www.egolpion.com/img/papaflessas.jpg

Απολογιστικό συμπέρασμα

Μετά τα παραπάνω νομίζω ότι είναι καιρός πλέον να επιχειρήσουμε να κάνουμε έναν απολογιστικό συγκριτικό πίνακα για να δούμε με αριθμούς και ποσοστά τη συμμετοχή των αρχιερέων στον εθνικό μας αγώνα.
Έτσι με βάση την αψεγάδιαστη και ανελέητη γυμνή αλήθεια των αριθμών θα μπορούμε πλέον να μιλούμε για μικρή η μεγάλη συμμετοχή αυτών στην παλιγγενεσία και να παύσουν επί τέλους οι μεγαλοστομίες για αόριστες εκατόμβες θυμάτων αλλά και οι γκρίνιες και μεμψιμοιρίες των επικριτών ότι μόνο 23 ήταν οι αρχιερείς που έλαβαν μέρος στον αγώνα.
Από τους 200 λοιπόν αρχιερείς, που, όπως είδαμε πιο μπροστά, υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, μαρτυρούνται να:
α) Έλαβαν ενεργό μέρος, στον αγώνα επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, 73 Ιεράρχες, δηλ. ποσοστό 36,5%.
β) Είναι γνωστοί ότι δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν κ.λπ. 42 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 21,0% και
γ) Μαρτυρείτε ότι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 22,5%.


Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι οι πλείστοι αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας ή Βουλγαρίας λόγω αδιαφορίας ή αδυναμίας των χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από τη Θράκη, τη Μακεδονία και τα δυτ. παράλια της Μ. Ασίας και κάτω είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν δε θα πρέπει να αναζητούμε ποιοι αρχιερείς και πως έλαβαν μέρος στον αγώνα αλλά ποιοι είναι αυτοί οι ελάχιστοι αρχιερείς, δηλ. το υπόλοιπο 10% που δεν έλαβαν μέρος στην εθνεγερσία του 1821 και γιατί.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.e-istoria.com/
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’
ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ;
ΚΩΝ/ΝΟΥ Δ. ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Πρωτοπρεσβυτέρου-Θεολόγου
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ 2000

Το αφοριστικόν
«Ο Κλήρος ήταν και ο οδηγός της Φυλής και το στήριγμά της» Διον. Κόκκινος

     Και ερχόμαστε στον αφορισμό. Ο Σουλτάνος όταν έμαθε τα γεγονότα στις ηγεμονίες και το Μωριά, αποφάσισε γενική σφαγή των Χριστιανών. Ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να ξεμπερδεύει με το Χριστιανικό στοιχείο. Όταν ελήφθει η απόφαση αυτή, ο Γρηγόριος επισκέφθηκε τον Σεϊχουλισλάμη (Τούρκο θρησκευτικό αρχηγό), που ήταν ο μόνος αρμόδιος να πάρει μια τέ­τοια φοβερή απόφαση, και τον παρεκάλεσε να λυπηθεί το Γένος του. Ο Τούρκος - προς τιμήν του! - όντας τί­μιος άνθρωπος δεν υπόγραψε το διάταγμα. Πλήρωσε την άρνησή του με εξορία και με τη ζωή του. Κατά δια­ταγή τού Σουλτάνου δολοφονήθηκε. Στη θέση του πήγε άλλος, που υπόγραψε το διάταγμα (φετφά). Επο­μένως η γενική σφαγή των Χριστιανών είχε αποφασι­σθεί. Ο κίνδυνος ήταν μέγας και επί θύραις για το Γέ­νος. Ας έλθουμε στα επί μέρους γεγονότα.
1. Το φερμάνι που διάβασε ο κεσεδάρης (αρχιδήμιος) στο Πατριαρχείο, παρόντος και τού Γρηγορίου, έγραφε πως ο Γρηγόριος φάνηκε «αχάριστος και άπι­στος προς την Πύλην και ραδιούργος...».1 Στη συνέ­χεια μετέφεραν τον Πατριάρχη στις φυλακές τού Μποσταντζήμπαση. Εκεί μέσα βέβαια δεν τού πρόσφε­ραν... πορτοκαλάδα. Εκεί τον βασάνισαν.2 Και γεννιέ­ται το ερώτημα: τι σόι προδότης ήταν ο Γρηγόριος, αφού η Υψηλή Πύλη τον χαρακτηρίζει άπιστο και ραδιούργο; Ποιος προδότης υπομένει τα βασανιστήρια; Η ψυχολογία τού προδότη δεν αντέχει στο μαρτύριο. Ας μη γελιόμαστε...
2. Όταν το συμβούλεψαν να φύγει απάντησε (ο Γ. Τερτσέτης μας διαφύλαξε τους λόγους του): «Μη με προτρέπετε να φύγω... Όχι, δε θα φύγω... Ο θάνατος μου θα ωφελήσει περισσότερο παρά η ζωή μου. Οι Έλληνες μαχητές θα πολεμήσουν με μεγαλυτέραν μανίαν. Και τούτο φέρει ως δώρον την νίκην...».3 Ποιος προδότης μίλησε ποτέ έτσι; Ποιος ποτέ πέθανε γι' αυ­τό που πρόδωσε;
 3. Το αφοριστικό, είναι ολοφάνερο, δεν έγινε με την πρόθεση και τη θέληση τού Πατριάρχη. Εκδόθηκε για να σωθεί το Γένος από τη σφαγή και για να κερδίσει χρόνο η επανάσταση. Και είναι γεγονός πως το αφορι­στικό δεν ενόχλησε εκείνους για τους οποίους και εκδόθηκε, εννοώ τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους άλλους επαναστάτες. Μάλιστα ο Αλ. Υψηλάντης στις 29 τού Γενάρη τού 1821 έστειλε την παρακάτω επιστο­λή στο Γέρο τού Μωριά: «Φιλογενέστατε και ανδρείε καπετάν Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη!... Ο μεν Πατριάρ­χης βιαζόμενος παρά της Πόρτας (ο Σουλτάνος), σάς στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν, και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου...».4
Τα ίδια βεβαιώνουν και άλλοι περιφανείς άνδρες τού Αγώνα, όπως ο Μ. Οικονόμου και ο Ν. Σπηλιάδης5. Μήπως και στις μέρες μας μερικές ενέργειες τού Πα­τριαρχείου δε μας προξενούν κατάπληξη! Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις, δεν πρέπει να κρίνονται ποτέ επιφανειακά και αποσπασματικά, από μια «διπλωματι­κή» τους ενέργεια. Η αλήθεια βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα. Είναι εύκολο σε μας, μέσα στη ζεστασιά τού γραφείου μας, και ενώ πίνουμε το καφεδάκι μας, να κρίνουμε τις πράξεις ανδρών που βρέθηκαν αντιμέ­τωποι μπροστά σε αδυσώπητα Ιστορικά διλήμματα, όπως αυτό του Πατριάρχη.
 4. Στο έγγραφο που αναρτήθηκε στο στήθος τού Πατριάρχη, ήταν γραμμένα και τούτα τα λόγια: «... Άλλ' ο άπιστος Έλλην πατριάρχης... δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη (να λάβει μέρος) εις τας στάσεις και την επανάστασιν τού Έθνους αυτού... κατά πάσαν πιθανό­τητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως... αυτός ο άπιστος υπήρξε υπέρ πάντα άλλον ο άξων πασών των αταξιών... επείσθημεν... ότι συμμετέσχε πασών των βιαίων πράξεων, τας οποίας υπήκοοι πεπλανημένοι έπραξαν εκεί και εις την επαρχίαν Καλαβρύτων...».6
 Μα, τόσο ανόητοι στάθηκαν οι Τούρκοι, ώστε σε μια τόσο κρίσιμη ώρα να θυσιάσουν έναν τόσο πολύτιμο συνεργάτη τους; Ήταν λοιπόν ο Γρηγόριος Τουρκόφιλος; Τότε γιατί τον κρέμασαν οι Τούρκοι;; Η αγχόνη είναι απόδειξη των αποδείξεων... Ο Ιστορικός Gordon υποστηρίζει πως ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και ότι δεν ήταν απόλυτα αθώος της συνωμοσίας.7 Ο Ολλανδός επιτετραμμένος στην Πό­λη, Τέστα, σε έκθεση του στο Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, γράφει πως ο Γρηγόριος ήταν ο κύριος συνένοχος και υποκινητής της συνωμοσίας των Ελλή­νων και ότι επιστοποιήθηκε με σαφείς αποδείξεις και έγγραφα η συνενοχή του.8 Η Ιστορικός Ο. Μπ. Σπαρό αναφέρεται σε ισχυρισμούς των Τούρκων σύμφωνα με τους οποίους βρέθηκαν πάνω στο Γρηγόριο έντεκα γράμματα προς τους Μωραΐτες επαναστάτες.9 Ο Τούρκος ιστορικός Σανί Ζαντέ υποστηρίζει πως το Πα­τριαρχείο ήταν σε γνώση των σχεδίων της Φιλικής Εταιρείας.10   Και ο Τούρκος ιστορικός Ντζιβντέτ πασάς αναγνωρίζει πως ο αφορισμός «συνετέλεσε να σωθεί η ζωή των χριστιανών».11 Πράγματι ο Σουλτάνος εγκατέλειψε το σχέδιο της γενικής σφαγής και έτσι σώθηκε το Γένος.
 Στο μεταξύ είχε γίνει προσπάθεια από τον Μητρο­πολίτη Δέρκων, να σωθεί ο Γρηγόριος δια φυγής στην Πελοπόννησο. Ο Γρηγόριος όμως αρνείται! Μένει εκεί περιμένοντας το μαρτύριο!! Αν ήταν προδότης, όπως τον κατηγορούν, πως εξηγείται αυτή η στάση του;
 5) Έχουμε ερευνητές που μας δίδουν την πληρο­φορία πως ο Γρηγόριος με εξ (6) μέλη της Συνόδου κατέκαυσε τον αφορισμόν. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Την Μ. Δευτέρα το πρωΐ, 4-4-1821, καρατομήθηκε ο Μέγας Διερμηνέας, Κων/νος Μουρούζης. Την 3η λοι­πόν ώρα μετά το μεσονύχτιον της ιδίας αυτής ημέρας, ο Γρηγόριος μαζί με τους Μητροπολίτες Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομήδειας και Νικαί­ας κατήλθεν εις τον Ι. Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Γε­ωργίου, αφού εκλείδωσε από μέσα την θύρα. Αφού ενεδύθησαν όλοι τα ιερά τους άμφια ο Γρηγόριος τους είπε: «επιθέσατε τας χείρας ημών επί του αφορισμού» και ανέπεμψε αυτοσχέδιον ευχήν λύσεως του αφορι­σμού και μεταξύ άλλων είπεν: «Θεέ Παντοκράτωρ... συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι Σοι. Καθ' α δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως (χωρίς την θέ­ληση μας)  απευθύναμεν  κατά πιστών δούλων Σου. Ναι, Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτούς, τω βραχίονί Σου τω υψηλώ...».12
Κατόπιν ο Γρηγόριος έλαβε λαμπάδα αναμμένη και κατεύκασε τον αφορισμόν, τον ποδοπάτησε και εσκόρπισε την στάχτη του. Τουρκόφιλος και προδότης ο Γρηγόριος (!)
 6. Την Κυριακήν των Βαΐων, 3 Απριλίου 1821, συντρώγοντας ο Γρηγόριος με γνωστούς του ανθρώπους της Ρωσικής Πρεσβείας, καθώς και με άλλους ομογε­νείς, το πατροπαράδοτο φαγητό με ψάρια έλεγε προφητικώς: «Σήμερον εσθίομεν ημείς το οψάρια και αύριον εσθίουσι τα οψάρια ημάς».
Προσβλέπων δε και προαισθανόμενος τον επικείμενον θάνατον του ερώτησε ατάραχος, απτόητος, και ανδρείος πάντοτε: Ποιος θάνατος είναι προτιμότερος, ο δια καρατομήσεως ή δι' αγχόνης;
 Και ενώ οι άνθρωποι της Ρωσικής Πρεσβείας τον επίεζαν να φύγει με καράβι για την Οδησσό, ο Γρηγό­ριος τους είπε τα παρακάτω λόγια, που φανερώνουν το μεγαλείον της ψυχής του: «Είμαι Πατριάρχης και πρέπει να σώσω τον λαόν μου και όχι να τον ρίψω εις τα μαχαί­ρια των Γενιτσάρων.... Ο θάνατος μου θα επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρ' όσον η ζωή μου.... Θα υπάγω εκεί όπου με καλεί η μεγάλη μοίρα του Έθνους και ο Θεός, ο έφορος των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων...».13
Εδώ φαίνεται καθαρά η καρδιά τού Γρηγορίου! Προχωρεί, βαδίζει προς το μαρτύριο διψώντας το! Μα είναι δυνατόν να έχει τέτοια δίψα και τέτοια στάση ένας προδότης; Μπορεί ένας τέτοιος χαρακτήρας να είναι φιλοτομαριστής;
 7) Άλλωστε δεν υπάρχει θρησκευτική και εκκλησια­στική - θεολογική βάση που να στηρίζεται ο αφορι­σμός. Από την Εκκλησία επιβάλλεται ο αφορισμός για διδασκαλίες και κηρύγματα πλάνης που αλλοιώνουν την Ευαγγελική Αλήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση τού αφορισμού, που εξέδωσε ο Γρηγόριος Ε' και η Πα­τριαρχική Σύνοδος τού 1821, δεν συντρέχουν οι πιο πάνω λόγοι. Επομένως ο αφορισμός ήταν ένα τέχνα­σμα και τίποτε άλλο. Αυτό όμως το τέχνασμα πρόλαβε τεραστίας εκτάσεως σφαγές τού Ελληνικού στοιχείου, ενώ δεν είχε κανένα δυσμενές για το Γένος αποτέλε­σμα.
Γράφει σχετικώς ο Διον. Κόκκινος: «Η πράξη αυτή τού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' δεν ήταν αποτέλεσμα ολιγοπιστίας από αδυναμία, αλλά πράξη συνέσεως και σκληρή προσπάθεια για αποτροπή τού μεγάλου κακού, των σφαγών».14
 8) Διαβάζοντας με προσοχή τον γιαφτά, το σουλτα­νικό έγγραφο - κατηγορητήριο που αναρτήθηκε στο στήθος τού Γρηγορίου, θα διαπιστώσει κανείς ότι τρεις είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον Γρηγόριον στην αγχό­νη. Η πρώτη είναι ότι ο Πατριάρχης δεν εκίνησε τα πνευματικά του όπλα κατά των αποστατών. Η δεύτερη ότι ήταν συμμέτοχος της αποστασίας - Επαναστάσεως και η τρίτη ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία.
Μήπως το κατηγορητήριον με τις αιτίες που δια­λαμβάνει, αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους κα­τηγόρους τού Γρηγορίου;
Αλήθεια, είναι όλα ψεύδη τα όσα γράφει ο γιαφτάς;
Κάτω από το φως τόσων γεγονότων, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο Πατριάρχης με το αφοριστικό ένα σκοπό είχε και αυτός ήταν να σώσει το Γένος από τον αφανισμό. Δεν είχε σκοπό να σώσει το τομάρι του, όπως άλλοι υποστηρίζουν. Μπορούσε να το κάνει και αυτό. Είχε καιρό. Μα διάλεξε το μαρτύριο. Και είναι γεγονός πως η είδηση τού μαρτυρίου έφθασε στους επαναστατημένους ραγιάδες πιο πρώτα από τον αφορισμό. Και όπως είχε προβλέψει, οι Έλληνες εκδι­κήθηκαν τον άδικο μα μαρτυρικό του θάνατο.
 Ο Τερτσέτης τον εννοεί ως άξιον τού Γένους αγω­νιζομένων Ελλήνων και της ελεύθερης Ελλάδος οδηγόν και γράφει: «εις την κόψην τού Ελληνικού σπα­θιού ήτο γραμμένον το όνομα τού Πατριάρχου και εθέριζε».15
Ο Σουλτάνος δεν τον κρέμασε επειδή ήταν Πα­τριάρχης (εξέλεξε αμέσως άλλον), αλλά επειδή ήταν ο πιο επικίνδυνος για την Πύλη Εθνάρχης των Ραγιάδων. Αυτή είναι η αλήθεια. «Η αγχόνη που πήρε τη ζωή του, αντί ν' απελπίσει το αγωνιζόμενο Έθνος, αντίθετα χαλύβδωσε την απόφασή του να ζήσει ελεύθερο ή να πεθάνει».16
Η εθελοθυσία του Πατριάρχη συνέβαλε αποφασι­στικά στην Εθνεγερσία του 1821, και απέβη κατά τον Παύλον Καρολίδην, η «ευνοϊκότερη διακήρυξη του Δι­καίου της Επαναστάσεως του 1821 που συγκίνησε συ­νειδήσεις».17
Ακόμη εδημιούργησε Ευρωπαϊκόν ρεύμα υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων και αφύπνισε συμπάθειες σε όλη την χριστιανοσύνη υπέρ του Ελληνικού Έθνους, όπως γράφει ο Γερμανός ιστορικός Γερβίνος.18


1. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α', σελ. 268.
2. Στο ίδιο, σελ. 268.
3. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις τόμ.τ Α', σελ. 266.
4. Ιωάν. Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσε­ως, τόμ. Α', σελ. 310.
5. Τιμ. Κιλίφη, Μιλούν τα γεγονότα, σελ. 9.
6. Ζ. Γκενάκου - Μουρούτη, Γρηγόριος ο Ε', προδότης ή εθνομάρτυρας; σελ. 14.
7. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές τόμ. Α', σελ. 208.
8. Ζ. Γκενάκου - Μουρούτη, Γρηγόριος ο Ε', σελ. 14-15.
9. Ιω. Παπαϊωάννου. Ιστορικές γραμμές, τόμ. Α', σελ. 208.
10. Στο ίδιο, σελ. 208.
11. Νικηφόρου Μοσχοπούλου, ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους Ιστοριογράφους, σελ. 146.
12. Π. Αγγελοπούλου, Τα κατά τον Πατριάρχην Γρηγόριον, σελ. 300, και Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', σελ. 20-22.
13.Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', Ζωή έργα και το μαρτυρικό τέλος, σελ. 18-20.
* Να προστεθεί εδώ ότι ο Γρηγόριος δεν αφόρισε τους Πελοποννησίους επα­ναστάτες!
14. Διον. Κόκκινου, Ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως, τόμ. Α', σελ.
15. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές, τόμ. Γ', σελ. 68.
16 Δημ. Φωτιάδη. Η Επανάσταση του '21, τόμ. Α', σελ. 410.
17. Παν. Παπαθεοδώρου ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση του 1821, σελ. 79.
18. Στο ίδιο, σελ. 86.

http://www.egolpion.com/img/1821/2011-03-27_184447.jpg

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ Ε’ ΩΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗ

http://www.egolpion.com/dat/2681D21F/image1.jpg?635869352532020275
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ
ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ Ε’
ΩΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗ
ΚΩΝ/ΝΟΥ Δ. ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Πρωτοπρεσβυτέρου-Θεολόγου

   Και τώρα μερικά ερωτήματα για όλους εκείνους που αβασάνιστα κατηγορούν τον Γρηγόριον ως τουρκόφιλο και προδότη. Ίσως από ιδεολογική αγκύλωση...
α) Ο Μητροπολίτης Δέρκων, Γρηγόριος και αυτός, ήταν ένας κληρικός που στην καρδιά του εκόχλαζε η αγάπη για την πατρίδα. Συνυπέγραψε το κείμενο τού αφορισμού. Γιατί αυτή η γενναία ψυχή δεν διαμαρτύ­ρεται καθόλου, εάν είχε έστω και υπόνοιες, ότι ο Πα­τριάρχης είναι προδότης; Γιατί ενώ οδηγείται στο μαρ­τύριο δεν αντιδρά, δεν λέει τίποτα; Ήταν και αυτός προδότης;;
β) Ο «Λόγιος Ερμής», όργανο των Ελλήνων Δια­φωτιστών στην Βιέννη, δημοσιεύει το κείμενο τού αφορισμού χωρίς τον παραμικρό σχολιασμό! Γιατί;; Αν εγνώριζαν οι Έλληνες Διαφωτιστές ή αν είχαν υπόνοιες ότι ο Πατριάρχης ήταν προδότης θα έγραφαν πολλά... Γιατί δεν έγραψαν το παραμικρό εναντίον τού Γρηγορίου;
γ) Ο Αλεξ. Υψηλάντης, ο άμεσα θιγόμενος από το αφοριστικόν, όχι μόνον δεν διαμαρτύρεται, αλλά λίγο αργότερα στις 8.6.1821, με ημερήσια διαταγή του απεκήρυξε τους στρατιώτες του που δεν επέμεναν στον αγώνα για να εκδικηθούν το αίμα των κατασφαγέντων... Πατριαρχών.1
Και όχι μόνον δεν διαμαρτύρεται, αλλά και χαρα­κτηρίζει το αίμα τού Πατριάρχου «ιερόν»! Αλλά και κανένας από τους Πελοποννησίους επα­ναστάτες δεν έγραψε τίποτα εναντίον τού Γρηγορίου, ούτε εξέφρασε το παραμικρό παράπονο! Όλοι ήξε­ραν!!!...
Γιατί; Και ακόμη γιατί προσπαθεί να πείσει άλλους, όπως τον Θ. Κολοκοτρώνη, με επιστολή τού 29.1.1821 ότι το αφοριστικό ήταν τέχνασμα και διπλωματικός ελιγμός τού Πατριάρχη;
δ) Ο Βούλγαρος Ιστορικός και ακαδημαϊκός Νικολάϊ Τοντόρωφ (πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Αθήνα, 1977) «μας παρέχει την πληροφορία ότι ο Πατριάρχης είχε στενές σχέσεις και επικοινωνία με Βούλγαρους Φιλικούς, όπως με τον μεγαλέμπορο και επιχειρηματία από το Γκάμπροβο, Χατζή Χρήστο Ράτσκωφ, ο οποίος είχε δανείσει στο Πατριαρχείο 100 χιλιάδες λέβα και είχε κρύψει στο μύλο του 40 φορτία με πυρίτιδα και βόλια για τις ανάγκες της ελληνικής εξεγέρσεως».2 Και ερωτώ: Τι τα ήθελε τόσα χρήματα ο νηστευτής και λιτοδίαιτος Γρηγόριος; Πως συμβιβάζεται να είναι κα­νείς προδότης και τουρκοφάγος και συγχρόνως να επι­χειρεί τέτοια «ανοίγματα», προετοιμάζοντας την εξέγερση των Ελλήνων;
ε) Δύο πρόσωπα, σύγχρονοι τού Γρηγορίου, ο Νικ. Σπηλιάδης και ο Μιχ. Οικονόμου, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα αυτής της εποχής. Γιατί δεν γράφουν κάτι σχετικώς αν ο Γρηγόριος, όπως διατείνονται με­ρικοί εκτελούντες «διατεταγμένη υπηρεσία» ιστορικοί, ήταν προδότης και τουρκόφιλος;
Και όχι μόνον δεν γράφουν τίποτα, αλλά και εξαί­ρουν «τον πατριωτισμό, το πνεύμα της θυσίας, και την πολιτική ευθυκρισία του».3 Ότι ο αφορισμός δεν εκφράζει την βούληση τού Γρηγορίου, φαίνεται από την πληροφορία τού Μιχ. Οικονόμου για την ανάκλησή του σε μυστική τελετή 12 ημέρες μετά την κοινοποίη­σή του.4
στ) Όσοι αβασάνιστα τον κατηγορούν ως προδότη και τουρκόφιλον, δεν έχουν προσέξει μία κίνηση, ενδεικτική τού Γρηγορίου, ολίγα λεπτά προ τού απαγχονισμού του. Ενώ η αγχόνη είναι περασμένη στο λαι­μό του, αυτός εστράφη προς το δυτικό μέρος τού ορί­ζοντος, προς την πατρίδα του τη Πελοπόννησο και ευλόγησε και με τα δύο του χέρια τον ορίζοντα, δηλ. τους Πελοποννησίους επαναστάτες!!
Έχουμε 10 Απριλίου και ο αγώνας της εθνεγερσίας έχει αρχίσει από τις 25 Μαρτίου. Αυτό για το οποίον αγωνίσθηκε, η έκρηξη της Επαναστάσεως, είναι πραγ­ματικότητα! Την Επανάσταση ευλογεί! Αλήθεια, τι έχουν να πουν οι κατήγοροι τού Γρηγορίου;
ζ) Ο θάνατος του, το μαρτύριο του, αποπνέει μια μεγαλοπρέπεια. Εβάδισε προς το μαρτύριο ήρεμος! Τρόπον τινά το επεζήτησε, ενώ θα μπορούσε να το αποφύγει. Ποθεί το μαρτύριο!... Εγνώριζε πολύ καλά γιατί έχυνε το αίμα του! Μεγάλη καρδιά! ΑΞΙΟΣ ποιμέ­νας! Μπορούν οι κατήγοροι τού Γρηγορίου να μας δεί­ξουν παρόμοια περιστατικά προδοτών που πεθαίνουν γι' αυτό που επρόδωσαν;
η) Τα γεγονότα της Επαναστάσεως στις Ηγεμονίες έγιναν γνωστά στους Τούρκους στην Πόλη την 1η Μαρτίου. Η αποκήρυξη τού Υψηλάντη από τον Τσάρο και η άδειά του να εκστρατεύσει Τουρκικός στρατός στις Ηγεμονίες έγινε στις 14 Μαρτίου. Τελευταίος και μόλις στις 23 Μαρτίου ο Γρηγόριος αποκήρυξε τον Αλεξ. Υψηλάντη. Όπως βλέπουμε, ο αφορισμός εκδό­θηκε με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση. Εκδόθηκε δη­λαδή όταν η επανάσταση στις Ηγεμονίες είχε κριθεί, ενώ στην Πελοπόννησο είχε ξεσπάσει! Πιστεύω πως ένας προδότης δεν θα καθυστερούσε. Θα έσπευδε, όπως συνήθως συμβαίνει, να πράξει το... καθήκον του.
Ερωτώ τους κατηγόρους τού Γρηγορίου· έχουν αντιρρήσεις για την τακτική του Γρηγορίου σ' αυτό το σημείον; Αλλά όποιος δεν θέλει να δει, δεν βλέπει. Οι μικροϊδεολογικές σκοπιμότητες φαίνεται πως διαστρέ­φουν και σκοτώνουν την αλήθεια...
θ) Το αφοριστικό εναντίον των κλεφτών, που ο Γ. Τερτσέτης δικαιολογεί, δεν το είχε εκδώσει ο Γρηγόριος. Το είχε εκδώσει, προ του Γρηγορίου, ο Πατριάρ­χης Καλλίνικος Ε' (1801-1806). Όταν εκδόθηκε το αφο­ριστικό εκείνο, ο Γρηγόριος βρισκόταν εξόριστος στο Άγιο Όρος. Και κάτι που θα σοκάρει τους «προοδευ­τικούς». Ο Γρηγόριος όταν ξανάγινε Πατριάρχης, ακύρωσε το αφοριστικό του Καλλίνικου Ε'. Προδότης να σου πετύχει (!) Έγραψε δε επιστολή στο Γέρο του Μω­, που εκείνος τη δέχθηκε με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Αξιοσημείωτον είναι ότι στην επιστολήν αυτήν, όπως γράφει ο Μ. Οικονόμου, γραμματικός τού Θ. Κολοκοτρώνη, έλυε ο Γρηγόριος παντός δε­σμού, όσον αφορά το αφοριστικόν του Καλλινίκου Ε', τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον ευλογούσε! Η απάντηση - επιστολή κατένυξε την καρδιά του Θ. Κολοκοτρώνη!!5  Όσο για τη φράση του Κολοκοτρώνη: «αυτός ο Πα­τριάρχης έκανε ό,τι του έλεγε ο Σουλτάνος», είναι γε­γονός πως δεν την είπε ο Γέρος για τον Γρηγόριο Ε'.6 Πως είναι δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος, όπως ο Γρηγόριος, να είναι προδότης τού Αγώνα και τουρκόφιλος; Ένας τουρκόφιλος είναι δυνατόν έτσι να δρα και να ενεργεί;
ι) Εάν ο Σουλτάνος Μαχμούτ προέβαινε σε σφαγές τού Ελληνικού στοιχείου τότε ποιοί θα σήκωναν τ' άρματα; Ποιοί θα έκαναν την Επανάσταση; Δεν αποτελούσε αυτό δίλημμα για τον Γρηγόριον;
ια) Ο Πατριάρχης εργαζόμενος με το δικό του τρόπο, υποκινούσε τον Σουλτάνο σε πόλεμο κατά τού Αλή Πασά. Χρησιμοποιούσε δε γι’ αυτό το σκοπό τον έμπι­στο του Χατζή Ομέρ Εφέντη, ο οποίος επηρέαζε τον σύμβουλο του Σουλτάνου, Χαλέτ Εφέντη.7
Από την άλλη μεριά ο Πατριάρχης, ο Παλαιών Πα­τρών και ο Ιω. Παπαρρηγόπουλος παγίδευσαν τον πα­μπόνηρο Αλή Πασά των Ιωαννίνων σπρώχνοντάς τον σε αντίσταση κατά του Σουλτάνου, με την υπόσχεση ότι μέσω τού Ιω. Καποδίστρια θα επιτύχουν κήρυξη πολέμου της Ρωσίας κατά της Τουρκίας. Το σχέδιο επέτυχε. Ο Αλής βγήκε από τη μέση και ο Μοριάς βρήκε την ευκαιρία να κηρύξει την Επανάσταση8.
Η υπηρεσία αυτή τού Γρηγορίου, γράφει ο Παν. Πα­παθεοδώρου, ήταν εκείνη την στιγμή η μεγαλύτερη που μπορούσε να προσφέρει στον εθνικόν αγώνα.9 Οι επικριτές του Γρηγορίου γνωρίζουν αυτές τις «μικρολεπτομέρειες»;;
ιβ) Μερικοί Ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι το Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες είχαν βάλει σε εφαρμογή «σχέδιο» για το φάγωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των έσω. Όταν οι εχθροί τού γέ­νους το πήραν χαμπάρι έρριξαν το σύνθημα: «αμέσως τώρα επανάσταση». Έτσι χωρίς προπαρασκευή το Γέ­νος θα ξεμάτωνε γι’ άλλη μια φορά με οδυνηρές συνέ­πειες... Το αν η Επανάσταση τού '21 στάθηκε όρθια, αυτό είναι ένα άλλο γεγονός. Άλλωστε υπήρχαν επιφυλάξεις και δισταγμοί από σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής εκείνης, Καποδίστριας, Κοραής, μέλη της Φι­λικής Εταιρείας κ.α. Αυτό βέβαια δεν φανέρωνε φιλοτουρκισμόν και έλλειψη πατριωτισμού, αλλά εκτίμηση διαφορετική των περιστάσεων!
Το «ίδιο «σχέδιο» είχε μπει σε εφαρμογή και πριν από το 1922. Ήταν εποχή που στους 100 βουλευτές τού Τουρκικού Κοινοβουλίου οι 70 ήταν Έλληνες!
Τότε μέσα στις Μασονικές Στοές εκκολάφθηκε το κίνημα των Νεότουρκων με τον Ταλαάτ Μπέη, το όποιον προώθησε στην εξουσία τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Κεμάλ, μασόνος πεφωτισμένος, βοηθήθηκε αποφα­σιστικά από τους Εβραίους Μπολσεβίκους της Ρωσίας και από τα Σιωνιστικά ανδρείκελα της Δύσεως. Είχε βέ­βαια προηγηθεί η ύπουλη «δουλειά» δύο υψηλόβαθ­μων Ελλήνων Τεκτόνων, τού Στεφάνου Σκουλούδη και του Κλεάνθη Σκαλιέρη στις αρχές της δεκαετίας τού 1870. Με την Στοά τού Σκαλιέρη, το «Φως της Ανα­τολής», θα συνεργασθεί ο αρχηγός των Νεότουρκων, Ταλαάτ Μπέης. Έτσι ήλθε η καταστροφή του 1922, μία από τις χειρότερες για τον Ελληνισμό.10
Έτσι μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί φθάσαμε στην Μικρασιατική καταστροφή. Οι επικριτές, οι κατή­γοροι και οι υβριστές τού Γρηγορίου ας σκεφθούν.... Είναι αδιανόητον να κατηγορείς κάποιον χωρίς απο­δείξεις. Έτσι δεν γράφεται ιστορία.
ιγ) Και κάτι άλλο που δεν θα το γνωρίζουν οι επικρι­τές και υβριστές του Γρηγορίου: Το λείψανο τού Πα­τριάρχου παρέμεινε 11 ημέρες άταφον. (3 ημέρες στην αγχόνη και 8 ημέρες στη θάλασσα). Στις 22 Απριλίου 1821, Παρασκευή της εβδομάδος των Μυροφόρων, ελληνικό πλοίο μετέφερε το ιερόν σκή­νωμα στην Οδησσό της Ρωσίας. Έφθασε εκεί στις 12 Μαΐου 1821, δηλαδή ύστερα από ταξείδι 20 ημερών. Το λείψανο τού Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Ε', θείον σημείον της Αγιότητος αυτού, διετηρείτο  ΑΣΗΠΤΟΝ και ΕΥΩΔΕΣΤΑΤΟΝ! Το γεγονός εβεβαιώθη υπό των Ρω­σικών Αρχών και ανεγράφη εις το επίσημο πρωτόκολλον τού Τελωνείου της Οδησσού.11
ιδ) Υπάρχει και μια ισχυρή μαρτυρία, αληθινός κα­ταπέλτης κατά των συκοφαντών τού Γρηγορίου.
Και αυτή είναι η αγόρευση τού βουλευτή Ρήγα Πα­λαμήδη στην Εθνική αντιπροσωπεία στις 3.8.1864. Στην συγκλονιστική, λόγω των αποκαλυφθέντων γεγο­νότων αγόρευσή του, ο Ρ. Παλαμήδης είπε ότι στις 14 Μαρτίου 1821 τον προσκάλεσε ο Πατριάρχης Γρηγό­ριος Ε', και τού έδωσε δύο πατριαρχικά έγγραφα το ένα δια τον Π. Πατρών Γερμανόν και το άλλο δια τον Τριπόλεως Δανιήλ. Ομιλών ο Πατριάρχης μετά παλλούσης καρδίας, ανάγκασε τον Ρ. Παλαμήδην να τα πάρει, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του ένεκα τού κινδυνώδους της αποστολής.
Την διήγηση αυτή τού Ρ. Παλαμήδη επιβεβαιώνει και ο Π. Σούτσος, αρθρογράφος της εφημερίδας «Αιών», ο οποίος δηλώνει ότι ήταν παρών στον διάλο­γο των δύο ανδρών και είδε τον Γρηγόριον με δάκρυα στα μάτια να παρακαλεί τον Παλαμήδη να μεταφέρει τα έγγραφα λέγοντας: «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά τού ένοπλου Γένους, φοβούμενοι την σφαγήν του. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον, και αναγγείλατε εις τον Π. Πατρών και τους άλλους Ιεράρχας ότι η ευλο­γία εμού επί τα έργα των χειρών τού Ελληνικού λαού. Πολεμείτε τον Αγαρηνόν»12.
Έχουν ύπ' όψη τους αυτές τις «λεπτομέρειες» οι συκοφάντες τού Γρηγορίου;




1. Σπυρ. Τρικούπη, σελ. 128.
2. Παν. Παπαθεοδώρου, ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση τού '21, σελ. 49. Συνιστώ εκθύμως την εργασία αυτή. Είναι μια ολοκληρωμένη θεώρηση τού Γρηγορίου Ε'!!!
3. Παν. Θ. Παπαθεοδώρου, Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση τού '21, σελ. 61.
4. Στο ίδιο, σελ. 62.
5. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές, τόμ. Α', σελ. 210-211.
6. Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», Μάιος 1977, όπου και άρθρον του Αρχιμανδρίτη Μελετίου Καλαμαρά, τώρα Μητροπολίτου Πρεβέζης και Νικοπόλεως.
7. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α', σελ. 364.
8. Παν. Παπαθεοδώρου, Γρηγόριος Ε’ και η Επανάστασις τού '21, σελ. 50.
9. Στο ίδιο. σελ. 51
10. Κων/νου Καπετανοπούλου, πρεσβυτέρου, Αντιχιλιαστικά - Αντιμασονικά και άλλα κείμενα, σελ. 84
11. Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', σελ. 29.
12. Π. Παπαθεοδώρου, ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση τού 1821, σελ. 69-71.
http://www.egolpion.com/img/1821/2011-03-27_184447.jpg
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’
ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ 2000

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
24  ΜΑΡΤΙΟΥ 2012
http://www.egolpion.com/img/000anadhmos.jpg
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:
Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’  ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ;
http://www.egolpion.com/skn/spacer.gif
Ήταν γνώστης των κινήσεων της Φιλικής Εταιρείας ο Γρηγόριος Ε'; Βοήθησε το έργο της; Ας έλθουμε στα γεγονότα και ο αναγνώστης θα ...
http://www.egolpion.com/res/ac3/img/spacer.gif
ΤΟ ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟ: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’  ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ;
http://www.egolpion.com/skn/spacer.gif
Και ερχόμαστε στον αφορισμό. Ο Σουλτάνος όταν έμαθε τα γεγονότα στις ηγεμονίες και το Μωριά, αποφάσισε γενική σφαγή των Χριστιανών....


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Powered by active³ CMS - 28/12/2015 9:34:13
μμ

ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΟΛΔΟΒΛΑΧΙΑΣ

Το παρακάτω έγγραφο είναι το κείμενο του αφορισμού των Αλεξάνδρου Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσου ονομαστικώς και συμβουλεύει τους λοιπούς αγωνιστές του επαναστατικού κινήματος εις Μολδαυίαν να ξαναγίνουν πιστοί ραγιάδες "όπως όρισε ο Θεός". Σημειωτέον ότι το έγγραφο αυτό υπεγράφη από τον Γρηγόριο τον Ε' και τους άλλους "αγίους" ΕΠΙ της αγίας τράπεζας ώστε να προκαλή πραγματική φρίκη. Αυτή η άσκοπη και περιττή κίνησις υποδηλώνει την γνησιότητα των εκφραζομένων στο κείμενο αυτό απόψεών των.

"Γρηγόριος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και Oικουμενικός Πατριάρχης" "Οι τω καθ' ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ, αποστολικώ και οικουμενικώ θρόνω υποκείμενοι ιερώτατοι μητροπολίται και υπέρτιμοι και θεοφιλέστατοι αρχιεπίσκοποι τε και επίσκοποι, εν αγίω Πνεύματι αγαπητοί αδελφοί και συλλειτουργοί, και εντιμότατοι κληρικοί της καθ' ημάς του Χριστού μεγάλης εκκλησίας και εκάστης επαρχίας^ ευλαβέστατοι ιερείς και οσιότατοι ιερομόναχοι, οι ψάλλοντες εν ταις εκκλησίαις της Πόλεως, του Γαλατά και όλου του Καταστένου και απανταχού, και λοιποί απαξάπαντες ευλογημένοι Χριστιανοί, τέκνα εν Κυρίω ημών αγαπητά, χάρις είη υμήν και ειρήνη παρά Θεού, παρ' ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρεσις! Η πρώτη βάσις της ηθικής, ότι είναι η προς τους ευεργετούντας ευγνωμοσύνη είναι ηλίου λαμπρότερον^ και όστις ευεργετούμενος αχαριστεί είναι ο κάκιστος των ανθρώπων. Αυτήν την κακίαν βλέπομεν πολλαχού στηλιτευομένην και παρά των ιερών γραφών και παρ' αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ασυγχώρητον, καθώς έχομεν το παράδειγμα του Ιούδα. Όταν δε η αχαριστία ήναι συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον την κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, τότε εμφαίνει και τρόπον αντίθεον, επειδή ουκ έστι, φησί, βασιλεία και εξουσία ειμή υπό "Θεού τεταγμένη"^ όθεν και πας ο αντιττατόμενος αυτή τή θεόθεν εφ' ημάς τεταγμένη κραταιά βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε. Και τα δύο ταύτα ουσιώδη και βάσιμα ηθικά και θρησκευτικά χρέη κατεπάτησαν με απαραδειγμάτιστον θρασύτατα και αλαζονείαν ο, τε προδιορισθείς της Μολδαυίας ηγεμών ως μη ώφειλε, Μιχαήλ, και ο του γνωστού αγνώμονος και φυγάδος Υψηλάντου αγνώμων υιός Αλέξανδρος Υψηλάντης. Εις όλους τους ομογενείς μας είναι γνωστά τα άπειρα ελέη, όσα η αένναος της εφ' ημάς τεταγμένης κραταίας βασιλείας πηγή εξέχεεν εις τον κακόβουλον αυτόν Μιχαήλ^ από μικρού και ευτελούς τον ανύψωσεν εις βαθμούς και μεγαλεία^ από αδόξου και ασήμου τον προήγαγεν εις δόξας και τιμάς^ τον επλούτισε, τον περιέθαλψε, τέλος πάντων τον ετίμησε και με τον λαμπρότατον της ηγεμονίας αυτής θρόνον και τον κατέστησεν άρχοντα λαών. Αυτός όμως, φύσει κακόβουλος ων, εφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μολδαυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι επίσης, αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους, διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας. Διά να δυνηθώσι δε τρόπον τινά να ενθαρρύνωσι τους ακούοντας μετεχειρίσθησαν και το όνομα της Ρωσσικής Δυνάμεως, προβαλλόμενοι, ότι και αυτή είναι σύμφωνος με τους στοχασμούς και τα κινήματά των^ πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα^ επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα και αποτροπιαζόμενον του πράγματος της βδελυρίαν^ και προσεπιπλέον η αυτού εξοχότης ειδοποίησεν εξ επαγγέλματος τα διατρέχοντα, υπομνήσας το βασίλειον κράτος, ότι ανάγκη πάσα να φροντίση ευθύς εξ αρχής τον αποσκορακισμόν και την διάλυσιν των τοιούτων κακών^ και τόσον εκ της ειδοποιήσεως τάυτης, όσον και από τα έγγραφα, τα οποία επιάσθησαν από μέρους των μουχαφίσιδων των βασιλικών σερχατίων, και από άλλους πιστούς ομογενείς επαρρησιάσθησαν, έγεινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και οι τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ' εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία. Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπέυδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους. Και αγκαλά είναι γνωστόν, ότι, όσοι είναι κατηρτισμένοι τω όντι εις την ευσέβειαν, όσοι νουνεχείς και τίμιοι και των ιερών κανόνων και θείων νόμων ακριβείς φύλακες δεν θέλουν δώσει ευηκοΐαν εις τας ψευδολογίας των αχρείων εκείνων και κακόβουλων^ επειδή όμως είν' ενδεχόμενον να σηνηρπάσθησάν τινές και παρασυρθώσι και άλλοι, διά τούτο προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα σωτήρια, και γράφοντες μετά των περί ημας ιερωτάτων συναδελφών, του μακαριωτάτου πατριάρχου των Ιεροσολύμων, των εκλαμπροτάτων και περιφανεστάτων προυχόντων του γένους, των τιμιωτάτων πραγματευτών, των αφ' εκάστου ρουφετίου προκριτωτέρων και όλων των εν τη βασιλευούση ορθοδόξων μελών εκάστης τάξεως και εκάστου βαθμού, συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένοις των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι των ενοριών, τοις προεστώσι και ευκαταστάτοις των κωμοπόλεων και χωρίων, και πάσιν απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων, και να τους αποδείξετε και να τους στηλιτεύσετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας, και να προσέχετε όσον το δυνατόν εις τας απάτας αυτών και ραδιουργίας, γινώσκοντες, ότι η μόνη απόδειξις της αθωότητος των είναι να εμφανίσωσιν όσα γράμματα λάβωσι τυχόν εις χείρας περί της αυτής υποθέσεως, ή ειδήσεις μάθωσι, και να παρρησιάσωσιν οι μεν ενταύθα εν βασιλευούση προς ημάς, οι δ' εν τοις έξω μέρεσιν εις τους κατά τόπον αρχιερείς και τους διοριζομένους παρ' ημών εκκλησιαστικούς εξάρχους και τους βασιλικούς εξουσιαστάς και διοικητάς, δηλοποιούντες και παραδίδοντες και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελαν φωραθή ότι ενεργούν ανοίκεια του ρεαγιαδιακού χαρακτήρος^ καθότι οι τοιούτοι διαταράττουσι την γενικήν ησυχίαν, και κατακρημνίζουσι τους αδυνάτους και αθώους ομογενείς μας εις της απωλείας το βάραθρον. Και τόσον υμείς οι αρχιερείς, οι μοναστηριακοί, οι ιερωμένοι, και οι προεστώτες και ευκατάστατοι και πρόκριτοι εκάστου τόπου με την άγρυπνον προσοχήν σας, όσον και οι λοιποί εκάστης τάξεως και βαθμού άνθρωποι με τας εκ μέρους σας αδιαλείπτους συμβουλάς και νουθεσίας, και κατά τας πατρικάς και προνοητικάς εκκλησιαστικάς ημών οδηγίας και παραινέσεις να γενήτε εδραίοι και αμετακίνητοι επί του κέντρου του ρεαγιαλικίου, και εξ όλης ψυχής και καρδίας σας να διαφυλλάττετε την πίστιν και κάθε υποταγήν και ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ' ημάς τεταγμένην κραταιάν και αήττητον βασιλείαν, και να αποδεικνύετε εντελώς με όλα τα πραγματικά της ειλικρινείας σημεία^ καθότι η μετ' ευχαριστίας και ειλικρινείας υποταγή χαρακτηρίζει και την προς Θεόν αγάπην και πίστιν, και την προς τας θείας αυτού εντολάς και τας υπαγορεύσεις των θείων νόμων και ιερών κανόνων υπακοήν, και την ευγνωμοσύνην της καρδίας ημών διά τ' άπειρα ελέη, οπού απολαμβάνομεν παρά της βασιλικής φιλανθρωπίας. Επειδή δε προς τοις άλλοις εγένετο γνωστόν, ότι οι το σατανικόν της δημεγερσίας φρόνημα επινοήσαντες, και εταιρίαν τοιαύτην συστησάμενοι προς αλλήλους συνεδέθησαν και με τον δεσμόν του όρκου, γινωσκέτωσαν, ότι ο όρκος αυτός είναι όρκος απάτης, είναι αδιάκριτος, και όμοιος με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, διά να μη φανή παραβάτης του όρκου του, απεκεφάλισεν Ιωάννην τον βαπτιστήν. Αν ήθελεν αθετήσει τον παράλογον όρκον του, τον οποίον επενόησεν η άλογος επιθυμία του, έζη βέβαια τότε ο θείος πρόδρομος^ ώστε ενός απλού όρκου επιμονή έφερε τον θάνατον του προδρόμου. Η επιμονή άρα του όρκου εις διατήρησιν των υποσχεθέντων παρά της φατρίας αυτής, πραγματευομένης ουσιωδώς την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους, πόσον είναι ολεθρία και θεομίσητος είναι φανερόν^ εξ εναντίας, η αθέτησις του όρκου αυτού, απαλλάττουσα το γένος εκ των επερχομένων απαραμυθήτων δεινών, είναι θεοφιλής και σωτηριώδης. Διά τούτο τη χάριτι του παναγίου Πνέυματος έχει η εκκλησία αυτόν διαλελυμένον, και αποδέχεται και συγχωρεί εκ καρδίας τους μετανοούντας και επιστρέφοντας, και την προτέραν απάτην ομολογούντας, και το πιστόν ρεαγιαλίκι αυτών εναγκαλιζομένους ειλικρινώς. Ταύτα αμέσως να κοινολογήσετε εις όλους του γνωστούς σας, και να κατασταθήτε όλοι προσεκτικώτεροι, ανατρέποντες και διαλύοντες ως αραχνιώδη υφάσματα, όσα η απάτη και η κακοβουλία των πρωταιτίων εκείνων καθ' οιονδήτινα τρόπον συνέπλεξε. Επειδή, εάν, ο μη γένοιτο, δεν ήθελε καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη, και φωραθώσί τινες τολμώντες εις επιχειρήματα εναντία των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά οπού οι τοιούτοι έχουσι να παιδευθώσι χωρίς ελέους και οικτιρμών (μη γένοιτο, Χριστέ βασιλέυ!) αμέσως θέλει εξαφθή η δικαία οργή του κράτους του καθ' ημών, και ο θυμός τής εκδικήσεως γενικός των εχλιϊσλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα αδίκως και παραλόγως, καθώς αποκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά και αήττητος βασιλεία διά του εκδοθέντος και επ' ακροάσει κοινή ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού. Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεσθε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρέυει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς^ ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας^ ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως εναντίοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών κατηκολούθησαν του λοιπού, αν μη θελήσωσιν εννοήσαι την αρπαγήν και απάτην, και επιστραφήναί τε και βαδίσαι την ευθείαν της σωτηρίας οδόν, αν δεν αναλάβωσιν, ό εστι, τον εντελή χαρακτήρα του ρεαγιαδικού αυτών επαγγέλματος. Τα αυτά δε και κατά της αρχιερωσύνης σας και ιερωσύνης σας επανατείνομεν, εαν μη βαδίσετε, εις όσα εν Πνέυματι αγίω αποφαινόμεθα δια του παρόντος εκκλησιαστικώς, εαν δεν δείξετε εν έργω την επιμέλειάν σας και προθυμίαν εις την διάλυσιν των σκευωριών, εις την αναστολήν των καταχρήσεων και αταξιών, εις την επιστροφήν των πλανηθέντων, εις την άμεσον και έμμεσον καταδρομήν και εκδίκησιν των επιμενόντων εις τα αποστατικά φρονήματα, εαν δεν συμφωνήσετε τη εκκλησία του Θεού, και, εν ενί λόγω, εαν καθ' οιονδήτινα τρόπον δολιευθήτε και κατενεχθήτε κατά της κοινής ημών ευεργέτιδος κραταιάς βασιλείας, έχομεν υμάς αργούς πάσης ιεροπραξίας, και τη δύναμει του πανάγιου Πνέυματος εκπτώτους του βαθμού της αρχιεροσύνης και ιερωσύνης και το πυρί της γεέννης ενόχους, ως την κοινήν του γένους απώλειαν προτιμήσαντας. Ούτω τοίνυν γινώσκοντες, ανανήψατε προς Θεού και ποιήσατε καθώς γράφομεν εκκλησιαστικώς και γενικώς παρακελευόμεθα, και μη άλλως εξ αποφάσεως, ότι περιμένομεν κατά τάχος την αισίαν των γραφομένων αποπεράτωσιν, ίνα και η του θεού χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων υμών.

αωκά εν μηνί μαρτίω.

Υπεγράφη συνοδικώς επάνωθεν του ιερού θυσιαστηρίου παρά της ημών μετριότητος και της μακαριότητός του και πάντων των συναδέλφων αγίων αρχιερέων.

Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποφαίνεται.
Ο Ιεροσολύμων Πολύκαρπος συναποφαίνεται.
Ο καισαρίας Ιωαννίκιος.
Ο Νικομηδείας Αθανάσιος.
Ο Δέρκων Γρηγόριος.         
Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος.
Ο Βιζύης Ιερεμίας.         
Ο Σίφνου Καλλίνικος.         
Ο Ηρακλείας Μελέτιος.
Ο Νικαίας Μακάριος.         
Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ.
Ο Βερροίας Ζαχαρίας.         
Ο Διδυμοτείχου  Καλλίνικος.
Ο Βάρνης Φιλόθεος.         
Ο Ρέοντος Διονύσιος.         
Ο Κυζίκου Κωνστάντιος.         
Ο Χαλκηδόνας  Γρηγόριος.
Ο Τουρνόβου  Ιωαννίκιος.
Ο Πισειδίας Αθανάσιος.
Ο Δρύστας Άνθιμος.         
Ο Σωζοπόλεως  Παίσιος.
Ο Φαναρίου και Φερσάλων Δαμασκηνός.
Ο Ναυπάκτου  και Άρτης Άνθιμος. 





ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ.
Μια ακόμη απόδειξη της πίστης των ηγετών του 1821, της ανιδιοτέλειας τους, της κακομεταχείρισης των Χριστιανών.
11 Μαΐου 2016


(φωτο: Η πραγματική μορφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου αποτυπωμένη σε λιθογραφία ξένου φιλέλληνα περιηγητή, ο οποίος τον ζωγράφισε με φόντο τα βουνά της Ελλάδας και αρχαίους κίονες, προκειμένου να καταδείξει τη σχέση του ήρωα με την αρχαία Ελλάδα.)

Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,
Ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ἁρπάσωμεν τὰ ὅπλα μίαν ἡμέραν
καὶ νὰ ριφθῶμεν κατὰ τῶν τυράννων μας.
Τί τὴν θέλομεν, ἀδελφοί μου, τὴν πολυπικραμένην ζωὴν
τοῦ δούλου; Δὲν βλέπετε, ὅτι δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε
; Καὶ
αὐταὶ αἱ ἐκκλησίαι μας ἔγιναν τζαμιὰ καὶ στάβλοι τῶν
Τούρκων.
Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσωμεν τὰς χεῖρας.
Ἄς ἐρωτήσωμεν τὴν καρδίαν μας καὶ ὅ,τι ἀποφασίσωμεν, νὰ τὸ
βάλωμεν ἐμπρὸς σύντομα. Ἄν βραδύνωμεν, θὰ μετανοήσωμεν
καὶ τότε ἄδικα θὰ κτυπῶμεν τὴν κεφαλὴν μας.
Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἡ Τουρκία εἶναι ἀπησχολημένη εἰς
πολέμους. Ἄς ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτήν, τὴν
ὁποίαν μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰσακούων τα δίκαια παράπονά
μας.
Εἰς τὰ ὅπλα, ἀδελφοί! Ἤ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἦ νὰ
ἀποθάνωμεν ὅλοι.
Καλύτερον θάνατον δὲν ἠμπορεῖ νὰ
ἐπιθυμήσῃ Ἕλλην καὶ χριστιανός.
Ἐγώ, καθὼς γνωρίζετε, ἠμπορῶ νὰ ζήσω λαμπρὰ μὲ
πλούτη καὶ τιμὰς καὶ δόξαν. Ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω, οἱ Τοῦρκοι
προθύμως θὰ μοῦ τὸ δώσουν, διότι φοβοῦνται τὸ σπαθὶ τοῦ
Ἀνδρούτσου. Ἀλλὰ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου,
δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος μου νὰ ὑποφέρῃ
εἰς τὴν δουλείαν.
Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον μοῦ γράφουν, ὅτι εἶναι ὅλοι
ἓτοιμοι μὲ τὰ παλικάρια των. Θέλω ὅμως νὰ εἶμαι βέβαιος,
ὅτι θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ἄν κάμετε σεῖς ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἕν
μέρος καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο, θὰ σηκωθῇ ὅλη ἡ Ρούμελη.
Περιμένω ἀπάντησιν μὲ τὸν κομιστὴν τῆς ἐπιστολῆς μου.
Τὴν μπαρούτην καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα καὶ τὰ ἐμοίρασα.
22 Μαρτίου 1821
Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ
Ὁ ἀγαπητός σας
Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος

Γιάννης Σκαρίμπας: «Το 1821 και η αλήθεια» [2 τόμοι]

 https://i0.wp.com/img26.picoodle.com/img/img26/9/8/2/f_Untitled1m_7ec954d.gif
Απαραίτητο για όλους εκείνους που θέλουν να μάθουν την πραγματική αλήθεια για την ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 1821. Μια αλήθεια που τσούζει.

Διαδώστε το!!!
Αν ο μόνος σκοπός που αξίζει τον κόπο κανείς να γεννηθεί, είναι η λεφτεριά,και μόλις γεννηθεί του την υποθηκεύσουν τα συμφέροντα, τι άλλο του απομένει αν όχι η επανάσταση;
(ο συγγραφέας)
Μεταξύ δουλείας και δουλείας δεν υπάρχει καμμιά δια-
φορά.Με το να κάμεις μιαν επανάσταση κι αποτινάξεις το ζυγό,δεν έκαμες τίποτα.Το ’21 αυτό έκαμε.Το να μην ξαναεμπέσεις σε ζυγό -αυτό είναι επανάσταση.
(ο συγγραφέας)
Το θαύμα του ’21 δεν έγκειται στη στρατιωτική ήττα της
Τουρκίας-πράγμα ευκολώτερο-αλλά στο (ως εκ θαύματος) σώσιμό του από την εχθρότητα των κοτζαμπάσηδων, των λογίων και του Κλήρου.
(ο συγγραφέας)
Ο κατά μόνο, το γένος και το θρήσκευμά του διαφέρων είναι ένας άγιος,μπρος στον κατά μόνο το “κατεστημένο” του διαφέροντα.
Οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι…Ο ελληνικός λαός δε θάκανε την επανάσταση για ν’αποκαταστήσει και πολιτικά τους  κοτζαμπάσηδες.Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον  Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι, ή δε μας λένε την αλήθεια.Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει τοσύμμαχο των  κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αφτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν πάει να πεί διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας,Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό,αυτό την έφαγε…Η Επανάσταση απότυχε…
(ο συγγραφέας)
ΤΑ   ΔΥΟ  ’21
Το Εικοσιένα,όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης.Είναι βέβαια η ίδια εικόνα,μα δοσμένη από την ανάποδη.Για να γνωρίσει κανείς τ’αληθινό Εικοσιένα πρέπει να σκύψει πάνω σ’άλλα κείμενα, σ’εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ’αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καρυοφύλλι κι άστραφτε το γιαταγάνι και στ’απομνημονεύματα των αγωνιστών -του Μακρυγιάννη,του Κασομούλη,του Κολοκοτρώνη,του Φωτάκου,του Σπυρομήλιου,
του Περραιβού,του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.
Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού,το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων.Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή,πάνω στ’άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου ή πιο σωστά του Γρηγορίου.
Δημήτρης Φωτιάδης

Εμμονή σε αξίες, όπως η φράση του Ταλλεϋράνδου «Υπάρχει ένα πολύ τρομερότερο όπλο από τη συκοφαντία – η αλήθεια» ή ο χαρακτηρισμός «αλλουβρεχείτες» για τους ιστορικούς που αποσιωπούν την ουσία της επανάστασης του 1821.
Ευκαιρία έχει και το γεγονός ότι ο Σκαρίμπας με το λόγο του θίγει σε κάθε ευκαιρία και την «αριστοκρατία» του καιρού του/μας.  Απαξιώνει ως ιστορικούς το Μαρκεζίνη και τον Παπαρηγόπουλο. Εκτιμά τον Κορδάτο. Σ’  αυτόν κυρίως τεκμηριώνει τις θέσεις του, χωρίς να κάνει «ακαδημαϊκή» ιστορία. Πηγή του αποτελεί και ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον Μπάρτολυ. Επίσης η τεκμηρίωσή του είναι διαρκής και σε άλλες πηγές.
Εν τέλει για το συγγραφέα το 1821 ήταν η μοναδική εθνική και κοινωνική επανάσταση ταυτόχρονα. Έθεσε ερωτήματα χωρίς να δώσει απαντήσεις, όπως αν η εθνική απελευθέρωση ενός λαού είναι προϋπόθεση για την κοινωνική.
Επανέρχεται συνεχώς στον αντιδραστικό ρόλο του ανώτερου κλήρου – ιερατείου και των κοτζαμπάσηδων – φοροεισπρακτόρων. Απαξιώνει τον Κοραή – σημείο που διαφωνεί με τον Κορδάτο και αναφέρει το γράμμα του Δυσσέα (Ανδρούτσου) προς αυτόν [Κοραη], κάλεσμα ν’  αφήσει τη συγγραφή και να ‘ρθει στην Ελλάδα (σελ. 140).
Στο τέλος του βιβλίου πυκνώνουν οι συγκεκριμένες αναφορές – παραθέματα του Κορδάτου από το βιβλίο «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821».
Σήμερα 23 Σεπτεμβρίου ἐπέτειο τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς, ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τοὺς φρικτοὺς καὶ βάναυσους τυράννους ποὺ ὁδήγησαν 400 χρόνια καὶ πλέον μυριάδες προγόνους σου καὶ προγόνους μου στὶς εἱρκτές, στὰ ἰκριώματα, στὰ παλουκώματα καὶ τὶς σφαγές, αὐτοὶ οἱ μάρτυρές μοῦ εἶπαν νὰ σοῦ πῶ ὅτι :
« Μετεφέρθησαν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ Σεραγιοῦ, εἰς δεινοτάτην καὶ φρικτοτάτην εἱρκτὴν τῶν καταδίκων…Αὐτὴ δὲ ἡ εἱρκτὴ περιωρισμένη εἰς ἓν δωμάτιον ἔκειτο ὑπὸ τὸ Σεράγιον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἀριστερῶθεν τοῦ εἰσερχομένου διὰ τῆς τοῦ Σεραγίου Πύλης καὶ δέθηκαν ὅλοι στὸ φοβερὸ κούτσουρο, εἰς τὰς ὀπάς τοῦ ὁποίου εἰσήρχοντο οἱ πόδες τῶν βασανιζομένων…Εἰσελθόντες εἰς ταύτην τὴν φυλακὴν συνέδεσαν διὰ μακρᾶς ἁλύσεως τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Προύχοντας τὴν ἑσπέραν ἐκείνην…»
Τόσο στενὰ ἦταν στοιβαγμένοι μέσα στὸ μικρὸ χῶρο οἱ φυλακισμένοι, «ὥστε οὐδὲ τοὺς πόδας ἠδύναντο νὰ ἐκτείνωσιν, ἀλλὰ νυχθημερὸν καθήμενοι διαλέγοντο, καὶ οὕτως ἐκοιμῶντο ἀπὶ πέντε ὁλοκλήρους μῆνας, μὴ δυνάμενοι νὰ ἀνακληθῶσι…Ἀέναος ἱδρὼς ἔρρεε ποταμηδὸν ἐκ τῶν σωμάτων αὐτῶν, ἐξ’ οὗ τὰ ἐνδύματα αὐτῶν ἐσάπησαν…»
Tά ὀνόματά τους ἦταν: Ὁ Τριπολιτσᾶς Δανιήλ, ὁ Μονεμβασίας Χρύσανθος, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, ὁ Δημητσάνης Φιλόθεος, ὁ Ναυπλίου Γρηγόριος, ὁ Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ὁ Κορίνθου Κύριλλος καί ὁ Ὠλένης Φιλάρετος, ὁ Παπαλέξης καί ὁ Πρωτοσύγκελλος τοῦ Ἀνδρούσης, Χρύσανθος.
Μοῦ εἶπαν νά σοῦ πῶ ὃτι εἶχαν καί συμμάρτυρες πού βεβαιώνουν τήν συμφορά, τά βάσανα, τήν πεῖνα, τήν δίψα, τή σήψη καί τόν θάνατο.
Ἦταν οἱ Πρόκριτοι τοῦ Μορηᾶ στό ἲδιο φρικτό κελλί καί ὑπογράφουν μαζί μέ τούς Δεσποτάδες τήν παραγγελιά τους σέ σένα τόν Ὑπουργό τῆς Παιδείας, Ἒρευνας καί Θρησκευμάτων.
Ἦταν οἱ Προεστοί: Ἀναστάσιος Μαυρομιχάλης, γιός τοῦ Πετρόμπεη, Ἰωάννης Τομαρᾶς, Ἀντωνάκης Καραπατᾶς, Ἰωάννης Βιλαέτης, Πανᾶγος Κυριακός, Ἀναγνώστης Κωστόπουλος, Ἀνδρέας Καλαμογδάρτης, Μῆτρος Ροδόπουλος, Σωτηράκης Μελετόπουλος, Νικόλαος Γεωργακόπουλος καί Θεόδωρος Δεληγιάννης.
Μοῦ εἶπαν νά σοῦ πῶ καί κάτι ἂλλο. Ὃτι τότε πέθαναν ἑνωμένοι Ἀρχιερεῖς καί Πρόκριτοι, γιατί πίστευαν τά ἲδια γιά τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα. Ἦταν ὃλοι δεμένοι στό κούτσουρο (ἒμπαιναν σέ τρύπες τά πόδια τους) μέ μιά ἁλυσίδα 100 ὀκάδες καί μέ λαιμαργιές στό λαιμό σάν τά ἂλογα. Εἶχε μπεῖ ἡ ἁλυσίδα μέχρι τό κόκκαλο καί σαπίζαμε ἀβοήθητοι.
Ἓνας, καθώς γύρισα νά φύγω μπροστά ἀπό τό μνημεῖο πού εἶναι στημένο πάνω ἀπό τό τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, μοῦ φώναξε:        «Στάσου μή βιάζεσαι, ἒχω κάτι ξεχωριστό νά σοῦ πῶ. Πές στόν Ὑπουργό, ὃτι μόνο δυό Δεσποτάδες, ζήσαμε καί βγήκαμε μισοπεθαμένοι… Μᾶς πῆρε ὁ Κολοκοτρώνης στό ὦμο κλαίγοντας καί μᾶς ξάπλωσε κατά γῆς. Τόν εἶδα τόν Θοδωρῆ πού ἒκλαιγε, ἐφίλησε στό μέτωπο τόν Δεσπότη τῆς Τριπολιτσᾶς, τόν Δανιήλ, πού ἦταν πρῶτος ξάδελφος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’ καί τοῦ εἶπε. ‘’Δέν στό’ λεγα Δεσπότη μου, ὃτι θά περπατήσουμε μαζί στή λεύτερη Πατρίδα;’’»-«Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ μιλᾶς;», τόν ρώτησα.
«Νά πῇς στόν Ὑπουργό ὃτι μέ λένε Ἰωσήφ, εἶμαι ὁ Δεσπότης τῆς Ἀνδρούσης. Να τοῦ πῇς ὃτι ἐκεῖ πού κάθεται τώρα, σ’ αὐτή τή θέση,  κάθησε γιά πρώτη φορά ἓνας ταπεινός Δεσπότης. Ἢμουν ἐγώ ὀ Ἰωσήφ. Ἒτσι θέλησε ἡ Πατρίς, νά εἶμαι ὁ πρῶτος μινίστρος (Ὑπουργός) τῆς Θρησκείας καί τῆς Παιδείας τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος…»Ἒκλαψα καί φίλησα τά ἃγια χώματα πού κλείνουν στά σπλάχνα τους αὐτούς τούς γιγαντόψυχους Κληρικούς, τούς ἀντιστασιακούς καί ἀνυποχώρητους, τούς  Ἐθνεγέρτες καί τούς ὑποσχέθηκα ὃτι θά σοῦ πῶ τήν παραγγελιά τους σήμερα κιόλας, 23 Σεπτεμβρίου, πού γιορτάζομε τήν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς, πού εἶναι καί δική μου Πατρίδα, ἀπό τούς Τούρκους.

23.jpg

ΠΗΓΑΣΟΣ-ΦΩΤΟΟΜΜΑ-ΕΛΛΗΝΩΝ

Το κατάπτυστο κείμενο της αποκήρυξης έχει ως εξής:

- CLOSE

Στις 3 Φεβρουαρίου 1943 η Ιερά Μητρόπολη Κρήτης με εγκύκλιό της προς τους ιερείς και τους πιστούς, καταγγέλλει τη δράση της αντίστασης και στρέφεται κατά των αντιστασιακών οργανώσεων… Το κείμενο υπογράφει ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Ψαλλιδάκης, τότε πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητρόπολης (ακόμη) του νησιού, που στην ουσία όμως ασκούσε χρέη Μητροπολίτη. Δυστυχώς το όνομα του Ευγενίου υπάρχει σε πολλά ανάλογου ή σκληρότερου περιεχομένου κείμενα κατά της αντιστασιακής δράσης. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι πιεζόταν, όπως και πολλοί άλλοι, να υπογράφει κείμενα υπέρ των Γερμανών, εξήγηση μάλλον ανεπαρκής σε σχέση με το πλήθος των παρεμβάσεων, αλλά και, συχνά, την οξύτητά τους… Σ’ εκείνη την εγκύκλιο προσπάθησε με «χριστιανικό λόγο» να «συνετίσει» τα μέλη της αντίστασης! Σε άλλες περιπτώσεις, ο λόγος ήταν πολύ σκληρότερος… «Το παρελθόν – έγραφε- το εγγύς και το μακράν, με πείθει ότι ο Ελληνικός πληθυσμός του Νομού, όστις εξ ολοκλήρου αποτελεί μέρος του πληρώματος της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν τω συνόλω αυτού είναι φιλήσυχος και απεχθάνεται τας τοιαύτας αντιπειθαρχικάς πράξεις ως ασυνέτους και περισκέπτους στρεφομένας δι ου μόνον κατά τους Στρατού Κατοχής, αλλά και κατ’ αυτού του ιδίου, αφού εγκυμονούσι τόσον σοβαρούς δι αυτόν κινδύνους. Δια τούτο είμαι βέβαιος ότι θέλετε συμβάλει ως σύνολον και ως άτομα προς κατάπαυσιν του κακού και αποσόβησιν του κατά του πληθυσμού του Νομού απειλουμένου κινδύνου».

Μερικές ημέρες αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου, η «Μεγάλη Λαϊκή Επιτροπή» του Ηρακλείου εξέδωσε μια πιο σκληρή προκήρυξη, δηλώνοντας πίστη στο κατοχικό καθεστώς. Το κείμενο υπέγραφαν σχεδόν 3.000 (!) «καλοί πατριώται», όπως αυτοαποκαλούνταν, οι οποίοι επέσειαν παράλληλα τον κίνδυνο καταστροφής του τόπου, εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης… Πάντως στον φιλογερμανικό «Κρητικό Κήρυκα» είναι δημοσιευμένα μερικά από αυτά, κάτω από το κείμενο της προκήρυξης.

«Ημείς, ως καλοί πατριώται – έγραφαν σε προκήρυξη προς το λαό του Ηρακλείου- αποδοκιμάζομεν με τον κατηγορηματικώτερον τρόπον τοιαύτας ενεργείας σαμποτάζ και καλούμεν όλον τον Λαόν του Νομού και ένα έκαστον εν τω κύκλω της αρμοδιότητός του, και της επιρροής του, να αντιδράση κατά της επαναλήψεως τοιούτων πράξεων αι οποίαι είναι βέβαιον ως εδηλώθη ρητώς υπό των αρμοδίων στρατιωτικών Αρχών, ότι θα έχουν τας σοβαρωτέρας των συνεπειών δια την ολότητα του Νομού». Προηγουμένως, μάλιστα, ανέφεραν ότι «ο στρατός Κατοχής εξήντλησε τα μέτρα της επικεικίας του», δικαιολογώντας, κατά συνέπεια, τη σκληρή στάση που θα ακολουθούσε κατά του πληθυσμού!

Στην εφημερίδα αναγράφονται τα παρακάτω μέλη της «Μεγάλης Λαϊκής Επιτροπής» να υπογράφουν:

Ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Ευγένιος Ψαλλιδάκης, Μάνθος Πλεύρης, δήμαρχος Ηρακλείου, Νικόλαος Κασάπης, πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου, Μιχαήλ Διακάκης διοικητής αξιωματικών Ηρακλείου, Γεώργιος Γκριδάκης, Αθανάσιος Σισμανόγλου, διευθυντής Τράπεζας Ελλάδος, Γεώργιος Βαρδάκης, διευθυντής Εθνικής Τράπεζας, Εμμανουήλ Δημητριάκης, διευθυντής Εμπορικής Τράπεζας, Ν. Παντατοσάκης, διευθυντής Τράπεζας Αθηνών, Πολύκαρπος Φαμελιάδης, διευθυντής Αγροτικής Τράπεζας, Ιωάννης Σακελλαρίδης, διευθυντής Λαϊκής Τράπεζας, Ιωάννης Μπελιμπασάκης, διευθυντής Ιονικής Τράπεζας, Εμμ. Βασιλάκης, Μ. Κουναλάκης, δικηγόρος, Ν. Πίκουλας, μηχανικός, Κ. Καριωτάκης, ιατρός, Απ. Μελισσείδης, ιατρός, Γ. Γαβριλάκης, μηχανικός, Ιωσήφ Αληγιζάκης, ιατρός, Μ. Σακλαμπάνης, δικηγόρος, Χρ. Χουρδάκης, δικηγόρος, Στέφανος Χελιδώνης, ιατρός, Ευάγ. Μεϊμαράκης, δικηγόρος, Εμμ. Μελισσείδης, δικηγόρος, Ε. Λασηθιωτάκης, συμβολαιογράφος, Βλάσ. Ανδρουλάκης, πρόεδρος Εργατικού Κέντρου, Ανδρέας Καστελλάκης, πρόεδρος Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Ιω. Παπαμαστοράκης, δικηγόρος, Δευκαλίων Πωλιουδάκης, ιατρός, Αντ. Ανεμογιάννης, έμπορος, Μιχ. Ιερωνυμάκης, ιατρός, Στυλ. Γιαμαλάκης, ιατρός, Γ. Αληγιζάκης, οδοντίατρος, Σ. Σαριδάκης, ιατρός, Γεώργιος Διαλυνάς, βιομήχανος, Δ. Βουρεξάκης, δικηγόρος, Κωνστ. Πωλιδάκης, ιατρός, Κωνστ. Ζαχαριάδης, συμβολαιογράφος, Ευστρ. Γαρεφαλάκης, συμβολαιογράφος, Γ. Φλώρος, βιομήχανος, Ιωάν. Γρυλλιωνάκης, μηχανικός, Ευάγ. Οικονόμου, σιδηρουργός, Γ. Γεπεσάκης, φαρμακοποιός, Κωνστ. Γαλανάκης, δικηγόρος, Θεοδ. Κουφάκης, έμπορος, Εμμ. Ρεγγινάκης, ζαχαροπλάστης, Κωνστ. Τουπογιάννης, έμπορος, Ν. Λιακαντωνάκης, έμπορος, Ευστ. Διαμαντάκης, έμπορος, Μύρων Παπαδάκης, έμπορος, Αντ. Νεραντζούλης, έμπορος, Γεωργ. Προβατίδης, ζαχαροπλάστης, Εμμ. Μαθιουδάκης, εστιάτορας, Εμμ. Νερολαδάκης, έμπορος, Ευάγ. Κωνσταντουλάκης, έμπορος, Νικ. Μπαλτζάκης, έμπορος, Εμμ. Βορεάδης, έμπορος, Ευάγ. Περάκης, Έμπορος, Γεωργ. Αδάμης, έμπορος, Στεφ. Σαατσάκης, λεσχάρχης.

Φυσικά όλοι που υπογράφουν δεν σημαίνει ότι υπήρξαν «φίλοι» των Γερμανών. Αρκετοί πιθανώς πιέστηκαν να θέσουν την υπογραφή τους. Οι περισσότεροι όμως εμφανίζονται στη συνέχεια να υπογράφουν συνεχώς κείμενα υπέρ των αρχών κατοχής…
http://www.patris.gr/img/images/1339421782.jpg


Υπόμνηση της καταστροφής των Ανωγείων,

στις 13 Αυγούστου 1944

“ΔΙΑΤΑΓΗ

ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΡΗΤΗΣ.

ΕΠΕΙΔΗ Η ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, ΕΠΕΙΔΗ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ΕΛΑΒΑΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙ-ΓΚΑΒΕ ΕΠΕΙΔΗ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ ΤΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΤΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΣΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΠΑΓΩΓΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΡΑΙΠΕ ΣΑΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΔΙΑΤΑΣΟΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΡΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Η ΣΕ ΑΚΤΙΝΑ ΕΝΟΣ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΟΥ.

ΧΑΝΙΑ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Χ.ΜΥΛΛΕΡ.”

(Φωτο Μιχάλης Ναλετάκης)


Σταυροφορία… κατά της αντίστασης από το «Δ.Σ.» Ηρακλείου!

Την ίδια ημέρα, το «δημοτικό συμβούλιο» Ηρακλείου την περίοδο της κατοχής, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Κήρυξε… σταυροφορία κατά όσων αντιστέκονταν στους Γερμανούς! Σε ψήφισμά του προς τους κατοίκους της πόλης και του νομού καλούσε σε…. αντίσταση στην αντίσταση κατά των κατακτητών! Το κείμενο είναι ένα πραγματικό μνημείο δουλικότητας, γι αυτό κι επιλέγουμε να το δημοσιεύσουμε ολόκληρο:

«Προς άπαντας τους κατοίκους της πόλεως και του Νομού Ηρακλείου

Εκτός των καθαρώς δημοτικών καθηκόντων μας, φρονούμεν αδιστάκτως ότι, έχομεν υποχρέωσιν να ενδιαφερώμεθα και να αντιμετωπίσωμεν και την κατάστασιν η οποία εδημιουργήθη εκ των προσφάτων γεγονότων δια διαφόρων πράξεων «σαμποτάζ».

Πρωτίστως εκφράζομεν τον αποτροπιασμόν μας και την αγανάκτησίν μας και αποδοκιμάζομεν με τον εντονότερον τρόπον τας τοιαύτας ελεεινάς πράξεις και εκείνους οι οποίοι τας διέπραξαν. Καλούμεν όλους τους πολίτας πασών των τάξεων να ενώσωσι την φωνήν της αγανακτήσεως και αποδοκιμασίας των με την ιδικήν μας.

Αλλά τούτο δεν είναι αρκετόν. Πρέπει να αποδείξωμεν και εμπράκτως ότι αι πράξεις του «Σαμποτάζ» είναι κατάπτυστοι και προδοτικαί. Και δια τούτο καλούμεν όλους τους πολίτας, όχι μόνον δημότας Ηρακλείου αλλά και της υπαίθρου χώρας, να κηρύξωμεν «Σταυροφορίαν» εναντίον των εγκληματιών εκείνων οι οποίοι με τας κακούργους πράξεις των, επιβουλεύονται και θέτουν εν κινδύνω την γαλήνην, την ησυχίαν και την ασφάλειάν μας, την οποίαν μας εγγυώνται απολύτως τα στρατεύματα Κατοχής, ως απεδείχθη μέχρι σήμερον, με την προϋπόθεσιν όμως ότι δεικνύομεν εμπράκτως νομιμοφροσύνην προς αυτά.

Είναι επομένως απόλυτος ανάγκη να φανώμεν πρόθυμοι αποφασιστικοί εις έργα δρακόντια εκ των οποίων θα διατρανωθή η καλή διάθεσις της νομιμοφροσύνης μας.

Δηλαδή να καταβάλωμεν πάσαν προσπάθειαν και να γίνωμεν φρουροί άγρυπνοι των υπόπτων και βδελυρών υποκειμένων, τα οποία δια των χαμερπών πράξεών των γίνονται αιτία να διαταράσσεται η τάξις και η αρμονία των σχέσεών μας με τον Γερμανικόν στρατόν. Κάθε πολίτης πρέπει εις το κεφάλαιον τούτο της επαγρυπνήσεως επί των υπόπτων τούτων στοιχείων να είναι και χωροφύλαξ. Να ενδιαφερθή όπως ενδιαφέρεται δια την ατομικήν του περιουσίαν. Και πλέον τούτου. Να ενδιαφερθή όπως ενδιαφέρεται δια την ζωήν του. Διότι και τα δύο ταύτα αγαθά, ζωή και περιουσία των πολιτών, εκτίθενται όπως γνωρίζετε εις αμεσωτάτους κινδύνους, εξ αιτίας των κακοποιών ανθρώπων οι οποίοι κινούνται και δρώσιν εν μέσω ημών κατά τοιούτον ύπουλον και προδοτικόν τρόπον.

Η επιφύλαξις και η επιείκεια των Γερμανικών Αρχών έναντι των πράξεων «σαμποτάζ» εξηντλήθη πλέον, ως εδηλώθη αρμοδίως. Ενδεχομένη επανάληψις και υποτροπή παρομοίων πράξεων θα έχη σκληροτάτας συνεπείας.

Υψώνομεν την φωνήν μας προς όλους σας, αγαπητοί συμπολίται. Σας εξορκίζομεν και κάμνομεν έκκλησιν προς τον εγνωσμένον πατριωτισμόν σας.

Μην ολιγωρήσητε. Μη διστάσετε. Μη δειλιάσετε. Κάμετε το καθήκον σας. Καταβάλετε κάθε δυνατήν ενέργειαν, με λόγους και έργα, αλλά προ παντός με έργα, δια να τεθή πλέον τέρμα εις τας κακάς πράξεις των υπονομευτών της τάξεως και της ασφαλείας μας.

Με την πεποίθησιν ότι θα γίνωμεν ακουστοί και ότι θα καρποφορήση η ενέργειά μας προς την κατεύθυνσιν της ολοσχερούς εξαλείψεως των πράξεων «σαμποτάζ» και ότι θέλει παγιωθή αδιαταράκτως η τάξις και ασφάλεια, επ’ αγαθώ όλων μας και του Έθνους μας, απευθύνομεν προς υμάς αδελφικόν χαιρετισμόν.

Εν Ηρακλείω τη 8 Φεβρουαρίου 1943».

Το κείμενο αυτό υπογράφουν, ο «δήμαρχος Ηρακλείου» Μάνθος Πλεύρης, ο «πρόεδρος» του «δημοτικού συμβουλίου» Νικόλαος Κασάπης και οι «δημοτικοί σύμβουλοι», Γεώργιος Αλεξάκης, Ιωάννης Αθητάκης, Εμμανουήλ Αρχατζικάκης, Κωνσταντίνος Γιαννίκος, Ιωάννης Κούβος, Παντελής Λιανάκης, Ευάγγελος Οικονόμου, Ευάγγελος Πρινιανάκης, Εμμανουήλ Ρεγκινάκης, Δημήτριος Φανουράκης, Εμμανουήλ Χαλκιαδάκης, Κωνσταντίνος Λιναρδάκης, Ευάγγελος Μαρτάκης.



Και μνημόσυνο για τους Γερμανούς πεσόντες στη Ρωσία!

Αναζητώντας την ιστορία των «καλών πατριωτών» στην κατοχή, μπορεί να βρει κανείς απίθανα πράγματα. Ακόμη και μνημόσυνα για τους νεκρούς, όχι των Ελλήνων, αλλά των Γερμανών! Έκαναν ακόμη και επικλήσεις για νίκη των Γερμανών, προκειμένου να… σωθεί η Ελλάδα και η Ευρώπη! Την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 1943, στην κοινότητα Καμαρίου έγινε μνημόσυνο για τους Γερμανούς που έπεσαν στο… Στάλινγκραντ! Την πρωτοβουλία είχε ο κατοχικός «κοινοτάρχης» Σάββας Κουτάντος, ο οποίος εκφώνησε και «εμπνευσμένο λόγο», κατά την κρίση του κατοχικού «Κρητικού Κήρυκα»… Μίλησε για τα «ηρωικά τέκνα της Μεγάλης Γερμανίας», τον «Μέγα Αρχηγό» της Γερμανίας Αδόλφο Χίτλερ «τον οποίον η παγκόσμιος ιστορία ανέγραψεν ήδη μεταξύ των μεγαλυτέρων ανδρών» κι ο οποίος ήταν – κατά τον φιλογερμανό ομιλητή- πραγματικός φίλος της Ελλάδας! «Ας γονυπετήσωμεν επί των τάφων των γενναίων υπερασπιστών Γερμανών του Στάλνιγκραντ», αναφωνούσε ο Κουτάντος. «Ας σκεφθώμεν ότι η αποφυγή της υποδουλώσεως της Ευρώπης και της αγαπητής μας Ελλάδος θα οφείλεται εις τα τίμια κόκκαλα και ιερά των Ηρώων τούτων μαχητών του Στάλινγκραντ»!

Και κατέληγε: «Ας δώσωμεν την διαβεβαίωσιν ότι και οι σημερινοί Έλληνες αντάξιοι των Μεγάλων προγόνων μας, δια της πειθαρχίας μας και της υπακοής μας εις τας Διαταγάς των Γερμανικών Στρατευμάτων Κατοχής, θα συντελέσωμεν έστω και κατ’ ελάχιστον εις την επικράτησιν του αληθούς Πολιτισμού και της πραγματικής ελευθερίας εις την Ανθρωπότητα η οποίαθα πραγματοποιηθή με την βεβαίαν και ασφαλή Νίκην της Γερμανίας»!
http://www.patris.gr/img/images/1339422408.jpg
Ο στρατηγός Κράιπε, η απαγωγή του οποίου προκάλεσε την αντίδραση των «καλών πατριωτών» και την οργάνωση συλλαλητηρίων στα Χανιά και το Ηράκλειο

Οι «καλοί πατριώται» για την απαγωγή του Κράιπε…

Τη νύχτα της Τετάρτης 26 προς την Πέμπτη 27 Απριλίου του 1944 Βρετανοί κομάντος και Κρητικοί αντιστασιακοί απήγαγαν τον Γερμανό στρατηγό Χάινριχ Κράιπε, στην περιοχή του Ηρακλείου. Ο Κράιπε είχε έλθει στην Κρήτη προκειμένου να αναλάβει τη γερμανική διοίκηση του νησιού, αντικαθιστώντας τον διαβόητο για τα εγκλήματά του Φρίντριχ Μύλλερ. Ο Μύλλερ ήταν ο αρχικός στόχος της απαγωγής, αλλά μετά την αντικατάστασή του και την άφιξη του Κράιπε, τα σχέδια άλλαξαν. Την απαγωγή σχεδίασαν και εκτέλεσαν ο ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ και ο λοχαγός Ουίλιαμ Μος (William Stanley Moss), μαζί με τους Κρητικούς Μανώλη Πατεράκη, Γιώργο Τυράκη, Στρατή Σαβιολάκη, Μιχάλη Ακουμιανάκη, Ηλία Αθανασάκη, Ζωιδάκη, Χναράκη, Κόμη, Παπαλεωνίδα, Τζατζά και Ζωγραφιστό.
http://www.patris.gr/img/images/1339422746.jpg
Ο φοβερός δήμιος των Κρητών, Μύλλερ, που οδήγησε στην εκτέλεση εκατοντάδες αντιστασιακούς και στο ολοκαύτρωμα ολόκληρων οικισμών. Στους «καλούς πατριώτες» έβρισκε «κατανόηση»...

Η απαγωγή, που θεωρήθηκε ως μια από τις κορυφαίες πράξεις αντίστασης στο νησί, καταδικάστηκε αμέσως από τους «προύχοντες» του Ηρακλείου, εκείνους δηλαδή που δεν έχαναν ευκαιρία να εκφράζουν στήριξη στις γερμανικές αρχές κατοχής… Την επομένη της απαγωγής ημέρα, αρκετοί απ’ αυτούς υπέγραψαν ένα κείμενο καταδίκης της απαγωγής, αλλά και κάθε αντιστασιακής πράξης… Ιδού το κείμενο, που υπογράφεται από τα μέλη της «Λαϊκής Επιτροπής» του 1944:

«Οι υπογεγραμμένοι, εκπροσωπούντες εν προκειμένω την γνώμην και τα αισθήματα ολοκλήρου του λαού του Νομού Ηρακλείου, έχοντες υπ’ όψιν την παρ’ αγνώστων εξαφάνισιν του στρατηγού κ. Κράιπε, α΄) εκφράζομεν την βαθυτάτην οδύνην κι αγανάκτησιν δια την πράξιν ταύτην β΄) Πεποίθαμεν ότι εις τα ενεργείας ταύτας δεν μετέχει ο Κρητικός λαός εάν δε τυχόν μετέσχον τινες ούτοι ασφαλώς θα είναι εκ των κακοποιών στοιχείων τα οποία τελευταίως επιδίδονται εις δολοφονικάς και ληστρικάς εναντίον του φιλησύχου λαού πράξεις γ΄) Αποδοκιμάζομεν και αποκηρύττομεν κάθε ενέργειαν οιουδήποτε συμπατριώτου μας τείνουσαν να δημιουργήση προστριβάς μεταξύ του λαού της Κρήτης και των Στρατευμάτων Κατοχής και δ΄) Ποιούμεθα έκκλησιν προς πάντας τους Κρήτας όπως σπεύση οιοσδήποτε γνωρίζει ο,τιδήποτε στοιχείον δυνάμενον να διαφωτίση οπωσδήποτε την υπόθεσιν της εξαφανίσεως του στρατηγού Κράιπε να ανακοινώση τούτο εις τας Ελληνικάς ή Γερμανικάς Αρχάς, βέβαιος ων ότι ούτω παρέχει μεγάλην υπηρεσίαν εις τον τόπον μας και συντείνει εις την πρόληψιν μεγάλων κακών

Εν Ηρακλείω τη 28 Απριλίου 1944

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ»

Κάτω από το κείμενο υπάρχουν τα ονόματα που υπέγραφαν, όπως δημοσιεύτηκαν στον «Κρητικό Κήρυκα»:

Ευγένιος Ψαλλιδάκης (Αρχιερατικός Επίτροπος)

Μ. Πλεύρης, Δήμαρχος Ηρακλείου

Εμμαν. Μελισσείδης, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου

Στυλιανός Γιαμαλάκης, ιατρός

Μιχαήλ Γερωνυμάκης, ιατρός

Γεώργιος Φλώρος, πρόεδρος Ενώσεως Εξαγωγέων, Θεόδωρος Κουφάκης, εμποροβιομήχανος, Κωνσταντίνος Γαλενιανός, πρόεδρος Λέσχης Επιστημόνων, Ι. Ζερβός, Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Ηρακλείου.

Στ. Κωνσταντινίδης, Εμμ. Βασιλάκης, Χρ. Ε. Βασιλάκης, Εμμ. Μ. Βασιλάκης, Ευστ. Διαμαντάκης, Μιχ. Κουναλάκης, Χρισ. Περάκης, Ανδρ. Καστελλάκης, Γεωρ. Λιαναντωνάκης, Αχ. Τζενάκης, Χρ. Παντουβάκης, Ιω. Ελευθεράκης, Κωνστ. Χατζάκης, Αντ. Ανεμογιάννης, Αρ. Ανδρουλάκης, Αρ. Μιχελιδάκης, Νικ. Σιδεράκης, Τιτ. Περδικογιάννης, Στ. Μιτσοτάκης, Ευάγγ. Μεϊμαράκης, Χριστ. Χουρδάκης, Χαρ. Νίβας, Κωνστ. Γαλανάκης, Μιχ. Σακλαμπάνης, Κωνστ. Βαρβεράκης, Χαρ. Μαράκης, Ευαγ. Χατζάκης, Γρ. Χατζιδάκης, Απολ. Μελισσείδης, Ιωσήφ Αληγιζάκης, Κωνστ. Πολυδάκης, Γεωρ. Γεπεσάκης, Μ. Τζομπανάκης, Μιχ. Λογιάδης, Ιω. Λογιάδης, Ν. Πίκουλας, Γ. Γαβριλάκης, Ι. Παπαϊωάννου, Αθ. Σισμανόγλου, Γεωρ. Βαρδάκης, Μάνος Βαρδάκης, Πολ. Φαμελιάδης, Νικ. Παντατοσάκης, Ιω. Σακελλαρίδης, Ρούσος Κατσουλογιώργης, Στεφ. Σαατσάκης, Κωνστ. Πολιτάκης, Κ. Αρχιμανδρίτης, Ν. Παρασύρης, Αντ. Παρασύρης, Ε. Γαλενιανός, Κ. Ξανθουδάκης, Γ.Ι. Διαλυνάς, Σ. Πολυκράτης, Α. Βλάσσης, Μίμ. Αλεξίου, Θεοδ. Γεωργιάδης, Ν. Αλικιώτης, Ι. Ζερβουδάκης, Ευ. Χρυσός, Δ. Μαλαγαρδής, Μ. Σπαντιδάκης, Μ. Διακάκης, Ε. Σπινθουράκης.
http://www.patris.gr/img/images/1339423022.jpg
Ο στρατηγός Κράιπε, η απαγωγή του οποίου προκάλεσε την αντίδραση των «καλών πατριωτών» και την οργάνωση συλλαλητηρίων στα Χανιά και το Ηράκλειο!

Μετά την απαγωγή, ο «υπουργός – γενικός διοικητής Κρήτης» Ιωάννης Πασσαδάκης κάλεσε τους «καλούς πατριώτες» της Κρήτης να οργανώσουν συλλαλητήρια για να εκφραστεί η νομιμοφροσύνη προς τις κατοχικές αρχές… Στα Χανιά οργανώθηκε στις 6 Μαΐου (είχαμε γράψει σχετικά, παρουσιάζοντας και φωτογραφία, στο πλαίσιο της αναφοράς στον Πασσαδάκη, βλ. «Πατρίς», 6 Μαΐου 2012), ενώ στο Ηράκλειο στις 18 Μαΐου. Σχεδόν όσοι υπέγραψαν και το προηγούμενο κείμενο καταδίκης της απαγωγής του Κράιπε, υπέγραψαν και την πρόσκληση της οργάνωσης του συλλαλητηρίου, υπέρ, στην ουσία, των αρχών κατοχής. Στην πρόσκληση αναφερόταν:

«ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Την προσεχήν Πέμπτην 18 Μαΐου 1944, ώρα 11 π.μ.

ΚΑΛΟΥΜΕΝ

Τον λαόν Ηρακλείου εις την πλατείαν του Ιερού Ναού του Αγίου Μηνά εις πάνδημον συγκέντρωσιν, ίνα ομοφώνως διακηρυχθή ότι η έμμονος θέλησις όλων ημών όπως και ολοκλήρου του Λαού της Κρήτης, είναι να διατηρηθή αφ’ ενός μεν η έννομος τάξις και η ηρεμία του τόπου, αφ’ ετέρου δε η πλήρης νομιμοφροσύνη του Λαού έναντι των Στρατευμάτων Κατοχής και η αρμονική μετ’ αυτού συμβίωσις

Η ΛΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ»



Ένα… «εθνικό συνέδριο»!

Κι ενώ η αντίσταση των Κρητικών κορυφώνεται, ο «υπουργός- γενικός διοικητής» Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης, και οι «ελληνικές τοπικές αρχές» οργάνωσαν στα Χανιά «εθνικό συνέδριο» για να δηλώσουν πίστη στις κατοχικές δυνάμεις και να καταδικάσουν την αντίσταση! Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 29 Ιουλίου 1944, παρόντος του Γερμανού διοικητή του νησιού στρατηγού Μύλλερ, ο οποίος δεν αποχώρησε μετά την απαγωγή του Κράιπε και ήταν ο κεντρικός ομιλητής, μαζί με τον Πασσαδάκη. Οι αντιστασιακοί Έλληνες ονομάστηκαν «κομμουνισταί και αναρχικοί»! Εκδόθηκε και σχετικό ψήφισμα, στο οποίο καταδικάζονταν «τα κομμουνιστικά αναρχικά στοιχεία» τα οποία «απεφάσισαν δυστυχώς να παρασύρουν τον τόπον εις εμφύλιον σπαραγμόν και να δημιουργήσουν και εν τη ιδιατέρα μας Πατρίδι, μίαν κατάστασιν παρομοίαν προς εκείνη, με την οποίαν δοκιμάζεται σκληρώς η υπόλοιπος χώρα και εξ αιτίας της οποίας αριθμούνται χιλιάδες θυμάτων Ελλήνων»…

Το ψήφισμα υπέγραφαν, ο Πασσαδάκης, ο «Γενικός Γραμματεύς Γενικής Διοικήσεως Κρήτης » και Νομάρχης Λασιθίου», Ι. Κοζύρης, ο ανώτερος διοικητής χωροφυλακής υποστράτηγος Ανδρέας Ιερωνυμάκης, οι νομάρχες, Χανίων Ιωάννης Γαλάνης, Ηρακλείου Εμμ. Ξανθάκης, Ρεθύμνου Στ. Μαρκιανός. Οι διοικητές διοικήσεων αξιωματικών, Χανίων, υποστράτηγος Νικόλαος Γαγάρας, Ηρακλείου, υποστράτηγος Δημήτριος Μαλαγαρδής, Λασιθίου αντισυνταγματάρχης Μιχαήλ Σγουρός, Ρεθύμνου αντισυνταγματάρχης Ευάγγελος Λαχνιδάκης. Οι γενικοί επιθεωρητές Παιδείας, Μέσης Εκπαιδεύσεως Νικόλαος Παπαγρηγοράκης, Στοιχειώδους Μάρκος Σιγάλας, οι Επίσκοποι, Κιδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος, Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Αθανάσιος, Ιεράς και Σητείας Φιλόθεος. Επίσης ο πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης αρχιμανδρίτης (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) Ευγένιος Ψαλλιδάκης και οι διοικητές χωροφυλακής, Ρεθύμνου αντισυνταγματάρχης Απόστολος Πατακός, Λασιθίου, ταγματάρχης Μιχαήλ Παπαδάκης, Χανίων, ταγματάρχης Μιχαήλ Πωλιουδόβαρδας, Ηρακλείου μοίραρχος Ιωάννης Πολιουδάκης.

«Το καθήκον όλων ημών των Κρητών», έγραφαν οι «επίλεκτοι» της κατοχής «οι οποίοι εγαλουχήθημεν ανέκαθεν με τας πλέον θερμάς πατριωτικάς παραδόσεις και την βαθείαν πίστιν επί την θρησκείαν των προγόνων μας, είναι να ορθώσωμεν το ανάστημά μας όλοι ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων έναντι των κομμουνιστών και να διακόψωμεν πάντα δεσμόν μετ’ αυτών διότι δεν δυνάμεθα να έχωμεν πλέον οιανδήποτε σχέσιν με εκείνους οίτινες χάριν συμφεροντολογικών υπολογισμών εδέχθησαν να ποδοπατήσουν την Θρησκείαν και την Πατρίδα μας».



Τα ολοκαυτώματα του Αυγούστου του 1944

Φυσικά ο κρητικός λαός δεν υπάκουσε στην «έκκληση» και τις απειλές των «επιλέκτων» Ελλήνων ή των γερμανικών αρχών κατοχής. Και συνέχισε την αντίστασή του. Εκείνο το μήνα σκοτώθηκαν από τις αντιστασιακές οργανώσεις 31 Γερμανοί και 7 Ιταλοί στρατιώτες. Ως αντίποινα οι Γερμανοί έκαψαν χωριά του νησιού, εκτέλεσαν εκατοντάδες πατριώτες, αφάνισαν τον πληθυσμό… Τον Αύγουστο του 1944 κάηκαν τ’ Ανώγεια, οι Βρύσες, η Κρύα Βρύση, το Γουργούδι, το Γερακάρι, το Άνω Μέρος, τα Σαχτούρια, το Κούνενι, η Λίμνη, τα Φλόρια. Στον κατοχικό «Κρητικό Κήρυκα» δημοσιεύτηκε στις 27 Αυγούστου ο πρώτος δραματικός απολογισμός εκείνου του μήνα, με στοιχεία προφανώς των ναζιστικών αρχών. Δολοφονήθηκαν 489 άνθρωποι, χιλιάδες άλλοι έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, και αναγκάστηκαν να φύγουν από τα καταστρεμμένα χωριά τους… «Ο πληθυσμός της νήσου Κρήτης είνε υπαίτιος δια τας ανάδρους αυτάς δολοφονίας», έγραφε η γερμανόφιλη εφημερίδα για τις εκτελέσεις των Γερμανών «τας συνεχείς διαρπαγάς και τας μη εν γένει ειρηνικάς πράξεις, δεδομένου ότι εναντίον των τρομοκρατικών στοιχείων του πληθυσμού και των ανοήτων διαδόσεων της ελεεινής εχθρικής προπαγάνδας, δεν αντιτάσσεται κανείς». Και με κυνικό τρόπο δικαιολογούσε τα ολοκαυτώματα που προκάλεσαν οι ναζιστές: «Η Γερμανική συνεπώς δύναμις κατοχής αντεπετέθη και εκτύπησε». Και συνέχιζε: «Έκαστος Κρης Πολίτης ή χωρικός ας σχηματίση ήδη γνώμην, εάν είναι έξυπνον να εξακολουθήση διαταράσσων την ειρηνικήν ζωήν και την τάξιν πιστεύων τους κομμουνιστάς ή Άγγλους πράκτορας, πιστεύων ότι τοιαύτα εγκληματικά έργα δύνανται να προάγουν την κατάστασιν και να μην εξαναγκάζουν εις μέτρα εξολοθρεύσεως, την τόσον συντηρητικώς και δικαίας καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου μέχρι τούδε συμπεριφερθείσαν Γερμανικήν Στρατιωτικήν Δύναμιν».

Δυο μέρες αργότερα σε κεντρικό της θέμα με τον τίτλο «Κατάρα και ανάθεμα εις τους υπατίους», καταριόταν και αναθεμάτιζε την αντίσταση των Κρητών, γράφοντας, ανάμεσα στ’ άλλα: «Ο φιλήσυχος και νομοταγής και συντηρητικός πληθυσμός της Νήσου μας έχει ύψιστον συμφέρον όχι μόνον να καταράται και αναθεματίζη τους υπαιτίους της καταστροφής του αναρχικούς και τους αυθέντας τούτων αλλά και να αρχίση τον αγώνα έναντίον τούτων με τα μικρά έστω μέσα τα οποία σήμερον διαθέτει». Και θυμίζοντας μερικά απ΄ όσα ακούμε σήμερα, συμπλήρωνε: «Άλλως, εάν συνεχίσωμεν όλοι μας την ολιγωρίαν και αδιαφορίαν και παθητικήν στάσιν είτε από Αγγλοφιλίαν, είτε από τον φόβον των τρομοκρατικών συμμοριών και των μπολσεβίκων, συντόμως θα βαδίσωμεν όλοι προς τον θάνατον, την καταστροφήν, την πείναν και την ολοκληρωτικήν καταστροφήν της Νήσου μας»!

Προσοχή! Αυτό το άρθρο έχει συνέχειες ...
Παρακαλώ χρησιμοποιείστε τα παρακάτω links για να τις διαβάσετε.
http://www.patris.gr/images/arrow_1.gifΟι Ναζί κατέστρεφαν την Κρήτη και οι “διορισμένοι“ πατριώτες αναθεμάτιζαν την αντίστασ
Οι… «εγκληματίαι» Γλέζος και ο Σιάντας

Νύχτα της Παρασκευής 30 προς το Σάββατο 31 Μαΐου 1941. Την ώρα που οι Γερμανοί καταλάμβαναν οριστικά την Κρήτη, ο Μανόλης Γλέζος και ο Λάκης Σιάντας κατέβαζαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη, σε μια κορυφαία αντιστασιακή πράξη που συζητήθηκε σε όλη την Ευρώπη.

Την άλλη ημέρα, οι δύο νεαροί ήρωες, χαρακτηρίζονταν ... "εγκληματίες" και"προδότες" από την "κυβέρνηση" του Τσολάκογλου και τις κατοχικές εφημερίδες. Ο προδοτικός "Πρωινός Τύπος" σε κεντρικό του άρθρο χαρακτήριζε "μωρούς μέχρι κτηνωδίας" και "υπηρέτας αλλοτρίων συμφερόντων" τους άγνωστους τότε σαμποτέρ, και την πράξη τους "αξιοθρήνητον πρόκλησιν"!

Ο ελληνικός λαός δεν είναι τυφλός και βλέπει από πού τρώει ψωμί και δεν πέθανε από την πείνα, έγραφε, διότι τον βοηθούν οι Γερμανοί! "Έλληνες κινδυνεύομεν!"... "προειδοποιούσε" με τρόπο που θυμίζει πολλά από τα σημερινά.

"Τα παιδιά μας, αι οικογένειαί μας, ημείς όλοι, αλλά ίσως και ο τόπος, θα πληρώσωμεν ακριβά τας εγκληματικάς αυτάς μωρίας"!!
•    Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' κατακρεουργήθηκε από τον τουρκικό όχλο στην Κωνσταντινούπολη, επειδή θεωρήθηκε υπεύθυνος για την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
•    Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε την επανάσταση στην Πάτρα.
•    Ο Μητροπολίτης  Σαλώνων Ησαΐας σκοτώθηκε στην Αλαμάνα, πολεμώντας στο πλευρό του Αθανασίου Διάκου.
•    Ο Παπαφλέσσας οργάνωσε την επανάσταση στην Πελοπόννησο και σκοτώθηκε πολεμώντας στο Μανιάκι.
•    Ο ηγούμενος Σαμουήλ ανατινάχτηκε μαζί με τα γυναικόπαιδα των Σουλιωτών στο Κούγκι , για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
•    Κρήτες μοναχοί μαζί με στρατιωτικούς ανατινάχτηκαν στο Αρκάδι κατά τη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης.
•    Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν από τους επικεφαλής του Μακεδονικού Αγώνα εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
•    Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος ήταν από τους επικεφαλής του Μακεδονικού Αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία. Αργότερα ως Μητροπολίτης Σμύρνης μαρτύρησε στα χέρια του τουρκικού όχλου προσπαθώντας να σώσει τους διωκόμενους Έλληνες. Αρνήθηκε την πρόταση των Άγγλων να τον φυγαδεύσουν.
•    Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος αρνήθηκε να υποδεχτεί τους Γερμανούς κατακτητές το 1941 και απέρριψε το αίτημα των Γερμανών να ορκίσει την κυβέρνηση του Τσολάκογλου. Για τη στάση του αυτή καθαιρέθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο από τους Γερμανούς.
•    Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν ο επικεφαλής του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Κυπρίων.
•    ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄ εκδιώχθηκε πραξικοπηματικά από τη δικτατορία και εγκλείστηκε σε νοσοκομείο επί ένα μήνα, ενώ δεν ήταν άρρωστος. Στο διάστημα αυτό θεσπίστηκε παράνομα από τη δικτατορία όριο ηλικίας και καθαιρέθηκε



[1] Βλ. Ευτυχίου Σ. Καλογεράκη, Είναι Άθεος ο Ν. Καζαντζάκης; Η Κριτική της Θρησκείας στο Έργο του, Εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 2006, σ. 226.
[2] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, έβδομη έκδ. (χ.τ.χ.). σ. 57.
[3] Βλ.Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται , ό.π.,σ. 55.
 [4] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα (χ.χ.).σ. 178.
[5] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 43: «Τι καπετάν παπάς και τούτος! συλλογίστηκε πάλι ο καπετάν Φουρτούνας. Τι φωτιά τι κέφι τι κουράγιο, ο αφιλότιμος!…Γειά σου, Παπαφλέσσα!»                                                              
 [6] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 304: «Κρυφά μια νύχτα μαζώχτηκαν οι προεστοί κι οι καπετάνιοι στη Mητρόπολη».
[7] Βλ. Ν. Καζαντζάκη,  Οι Αδελφοφάδες, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα (χ,χ.).  σ. 84.
[8] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 330: «Ο Μητροπολίτης όρθιος στο κατώφλι αναστέναξε: «Δε μ’ έκρινε ο Θεός άξιο να κρεμαστώ κι εγώ στην πόρτα της Μητρόπολης, δεν πειράζει, φτάνει που να σωθούν οι χριστιανοί».
    [9] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 326..329.

[10] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 304: «Μα ο Μητροπολίτης κούνησε το κεφάλι του: - Δεν αφήνω εγώ τα πρόβατα του, είπε την ώρα που πρόβαλλε ο λύκος».
    [11] Βλ. Ν.Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 439.
[12] Βλ. Ν.Καζαντζάκη, ό.π., Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 45.
[13] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 44.
[14] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 346: «Στις αυλές των μοναστηριών κοριτσόπουλα και γυναίκες έσκιζαν παλιά χειρόγραφα και κιτάπια κι έδεναν φισέκια. Οι κατεχάρηδες καλόγεροι έτριβαν σε γουδιά αλοιφές και μπάλσαμο για τις πληγές κι άλλοι ξεκαπάκωναν τους κουμπέδες της εκκλησιάς κι έβγαζαν το μολύβι για τις μπάλες».
[15] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 358: «Ο ηγούμενος μέσα στην εκκλησιά αρματώνουνταν, ξέθαβαν, οι καλόγεροι κάτω από την Άγια Τράπεζα τα τουφέκια. Γονάτισε ο ηγούμενος μπρος στη μεγάλη εικόνα του Χριστού, δεξά στο τέμπλο».
[16] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 366,367.
[17] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 45: «Ξετρυπώσαμε τ’ άρματα από τα ταβάνια, ζώστηκα κι εγώ το φυσεκλίκι μου και το σταυρό, μάζεψα το λαό στ’ αλώνια»
[18] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 368.
[19] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 360.
[20] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 359.
[21] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 342.
 [22] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 169.
 [23] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 173.
[24] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 115.
[25] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ.116.
[26] Βλ. Ν.Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 96.
[27] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 180.
[28] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 329.
[29] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 181.
[30] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, σ. 163.
[31] Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 181.