Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Η Ορθόδοξη Διαχείριση της Θρησκευτικής Ετερότητας.Αναδημοσ. από περ. Θεολογια

Η Ορθόδοξη Διαχείριση της Θρησκευτικής Ετερότητας

Η αντιμετώπιση των αλλοθρήσκων ήταν διαχρονικά στους προβληματισμούς της Εκκλησίας. Η προσέλκυση των ειδωλολατρών στη χριστιανική πίστη ήταν στόχος των Πατέρων, αλλά και κάθε πιστού, ο οποίος, αφού πιστεύει ότι έχει την αλήθεια και επειδή αγαπά τον συνάνθρωπό του, επιθυμεί να τον κάνει συμμέτοχο της αλήθειας και ποτέ δεν αδιαφορεί γι’ αυτόν. Το «οὐαὶ γάρ μοί ἐστιν, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι»[1] είναι μια διαρκής προτροπή για κάθε Χριστιανό σ΄ όλους τους αιώνες.
Οι Πατέρες προσπαθούν να επηρεάσουν τους αλλόθρησκους και να τους μεταστρέψουν στην ορθή πίστη του Χριστού, σεβόμενοι πάντα την ελευθερία τους, χωρίς βία ή άλλο ψυχαναγκαστικό τρόπο. Το ότι  τους σέβονται δεν σημαίνει ότι λησμονούν ότι η χριστιανική πίστη είναι η αλήθεια[2] και σε κάθε στιγμή από αγάπη και ενδιαφέρον κινούμενοι προσπαθούν να τους οδηγήσουν στην ορθή πίστη[3]. Χάρη της αλήθειας, όμως, θυσιάζουν και την ειρήνη, αλλά και κάθε υποκριτική αγάπη.
Οι Πατέρες δεν παραμένουν αδιάφοροι και απόμακροι από κάθε αλλόθρησκο, γιατί τον θεωρούν αδελφό τους. Αγωνίζονται να τον προσεγγίσουν με διακριτικό και παιδαγωγικό τρόπο. Δεν ομιλούν σε όσους τύχει και όπως τύχει, ώστε να γίνονται φορτικοί[4]. Γνωρίζουν ότι η τροφή δεν είναι για όλους το ίδιο κατάλληλη. Είναι διαφορετική στον καθένα ανάλογα με την ηλικία και τη διάθεση. Χρησιμοποιούν εκφράσεις στην προσέγγιση των αλλοθρήσκων, ώστε μπορούσαν να παρανοηθούν και να παρεξηγηθούν, γιατί δεν μιλούσαν δογματικά, αλλά αντιρρητικά, απολογητικά[5]. Κατ’ οικονομίαν, δεν ακριβολογούν δογματικά στις εκφράσεις τους, αλλά ενίοτε εν γνώσει τους προσχωρούν προς τις συνήθειες εκείνου, τον οποίο επιχειρούσαν να κερδίσουν, για να μην αντιτείνει εκείνος στα θεμελιώδη. Ζητούν τη συμφωνία στα ουσιώδη και παρουσιάζουν ευελιξία στα επουσιώδη. Σε αυτούς τους διαλόγους μπορεί κανείς να βρει εκφράσεις, οι οποίες πρόσφεραν πολλά επιχειρήματα στους αιρετικούς αργότερα. Αυτό παρατηρείται σε διάλογο του Γρηγορίου Θεολόγου με τον ειδωλολάτρη Αιλιανό που έχει χαθεί και στοιχεία του διασώζει ο Μ. Βασίλειος[6].
Στην αντιπαράθεση μαζί τους οι Χριστιανοί οφείλουν να μην παιδεύουν απαιδεύτως, ούτε να κτυπούν με ύβρεις, όπως κάνουν οι πολλοί, οι οποίοι δεν μάχονται με τον λόγο, αλλά με τους λέγοντες. Την αδυναμία τους δε να αντιπαρατεθούν με τον λόγο τη συγκαλύπτουν με τις ύβρεις[7]. Τον περί Χριστού, όμως, πόλεμο αποδεικνύουμε, όταν μαχόμεθα και κατά Χριστόν, ο οποίος πάντα ήταν ειρηνικός και πράος[8] και βάσταζε τις ασθένειές μας[9]. Αυτό δεν σημαίνει ότι ειρηνεύουμε θυσιάζοντας την αλήθεια ή παραλείποντας κάτι χάριν της επιείκειας ή της δόξας. Ποτέ δεν θηρεύουμε κακώς το καλό, αλλά έχουμε ειρήνη μαχόμενοι έννομα και εντός των δικών μας όρων και κανόνων. Ούτε με τη σκληρότητα δεν ενδείκνυται να εκτραχύνουμε, ούτε με το συνεσταλμένο να προκαλούμε έπαρση στον αντιτιθέμενο στην αλήθεια, αλλά να είμαστε εύλογοι στο λόγο χωρίς να υπερβαίνουμε το μέτρο[10]. Η κατήχηση των αλλοδόξων είναι καθήκον επιβεβλημένο και μάλιστα στους εκκλησιαστικούς ηγήτορες, για να πληθύνεται η Εκκλησία και οι σωζόμενοι[11] και όχι για την απόκτηση περισσοτέρων οπαδών.
Η διδασκαλία, όμως, αυτή, επισημαίνουν ως μεγάλοι παιδαγωγοί, χρειάζεται να έχει βασικά παιδαγωγικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι κατάλληλος ο ίδιος τρόπος διδασκαλίας σε όλους τους αλλόθρησκους αλλά πρέπει να προσαρμόζουμε τη διδασκαλία και την επιχειρηματολογία ανάλογα με τις διαφορές των θρησκειών[12]. Διαφορετικά σκέπτεται ο Ιουδαίος και αλλιώς ο ειδωλολάτρης, ο ισλαμιστής, ο βουδιστής ή ο αιρετικός. Όλοι αυτοί είναι άρρωστοι πνευματικά και ο τρόπος της θεραπείας τους πρέπει να προσαρμόζεται, σύμφωνα με το είδος της νόσου. Δεν θα θεραπευθεί με τα ίδια μέσα η πολυθεΐα, η απιστία, ο Ινδουϊσμός, ο Ιουδαϊσμός ούτε είναι δυνατόν να ανατραπούν με τα ίδια επιχειρήματα, οι διαφορετικές αντιλήψεις τους. Άλλη διδασκαλία και άλλα επιχειρήματα θα χρησιμοποιηθούν για την προσέγγιση του καθενός εξ’ αυτών, γι’ αυτό και απαιτείται γνώση των πεποιθήσεων τους. Λαμβάνουμε υπ’ όψιν τις αντιλήψεις των ανθρώπων και προσαρμόζουμε το λόγο στην πλάνη τους, προβάλλοντας αρχές και προτάσεις ευλογοφανείς και αποδεκτές και από τα δύο μέρη[13]. Γνωρίζουν ότι «δεν μπορεί να λέγονται τα πάντα στους πάντες»[14].
Στην προσπάθειά τους αυτήν οι Πατέρες χρησιμοποιούν επιχειρήματα από την Αγία Γραφή, αλλά μεταχειρίζονται σταθερά και την «ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν» ή «ἐκ τοῦ ἀκολούθου», δηλαδή εκ των συλλογισμών επιχειρηματολογία. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούν και απόψεις των προ αυτών Πατέρων, αλλά και των θύραθεν φιλοσόφων, αν και δεν αναφέρονται πάντα ονομαστί.
 Οι Χριστιανοί δεν είναι ένα κλειστό «κλαμπ» καθαρόαιμων, αμόλυντων και απολυμασμένων όντων, που δεν θέλει ή δεν ενδιαφέρεται για τους διαφορετικούς, αλλά μια κοινωνία αληθινών ανθρώπων, που δεν θέλουν να γίνονται εμπόδιο στους αλλόθρησκους εξ ίσου, όπως και στους Χριστιανούς. Αρνούνται το συμφέρον τους και επιζητούν το συμφέρον των πολλών[15]. Κοιτάζουν πάντα και ελέγχουν ό,τι συντελεί στην οικοδομή και την πνευματική προκοπή αυτών των ανθρώπων, την αποφυγή του σκανδαλισμού τους, επειδή είναι αδύνατοι. Έτσι, ημερεύουν ευκολότερα οι πολέμιοι του Θεού βλέποντας την πνευματική καλλιέργεια των Χριστιανών. Αγωνίζονται και επιχειρούν να τους πείσουν να μεταπηδήσουν από τη θρησκεία τους στον Χριστιανισμό με τη βοήθεια της γνώσης και της σοφίας που διαθέτουν[16]. Κηρύττουν και ελκύουν στην πίστη τους, άλλοτε περισσότερους και άλλοτε λιγότερους, αλλά πάντα εν ελευθερίᾳ[17], κατά το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων.
Ο Θεός των Χριστιανών είναι ο αληθινός, ο οποίος λατρεύεται με πνευματικούς τρόπους σε αντίθεση με τους πολλούς θεούς των ειδωλολατρών που λατρεύονται με υλικούς τρόπους. Αυτόν τον Θεό καλούν κάθε αλλόθρησκο να ακολουθήσει με κάθε θυσία ξεπερνώντας οποιοδήποτε φόβο[18]. Γι’ αυτό η μεταστροφή στο Χριστιανισμό κάθε αλλόθρησκου, ο οποίος βρίσκει έτσι την αλήθεια, γεμίζει χαρά τους Πατέρες και όλους τους Χριστιανούς[19].
Κανένας δεν θα έμενε πλέον ειδωλολάτρης, αλλά όλους θα τους έλκυαν και θα τους αποσπούσαν από την ειδωλολατρία[20] οι Χριστιανοί, αν η ζωή τους ήταν όντως χριστιανική κατ’ ουσίαν και όχι κατ’ όνομα. Υποδεικνύουν, έτσι, ότι ο καλύτερος τρόπος ιεραποστολής είναι η αγάπη και η βοήθεια στον κάθε διαφορετικό και όχι μόνο τα κηρύγματα και οι διδασκαλίες. Δέχονται, ότι ο σωστός τρόπος ζωής και ο λόγος είναι για όλους το ίδιο κατάλληλος[21]. Αποτελεί την καλύτερη ιεραποστολή στους αλλόθρησκους. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη ιεραποστολή η μέθοδος αυτή της αγάπης και της βοήθειας προς τον άλλο, τον διαφορετικό στο χρώμα, την πίστη, τη φυλή είναι που φέρνει αποτελέσματα στο χώρο της Αφρικής και της Ασίας.
Βέβαια δεν συνιστούν πάντα τη σιωπή στα περί Θεού θέματα, γιατί η Γραφή συνιστά το «διὰ παντὸς ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου»[22] και «Εὐλογήσω τὸν Κύριον ἐν παντὶ καιρῷ»[23] και «ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω»[24]. Προτρέπουν, όμως, να απαντάμε με πραότητα και όχι με σκληρότητα σε όλους, με τους οποίους διαλεγόμαστε. Δεν παραγγέλλουν να σιωπούμε, αλλά να μη συζητούμε εριστικά. Όχι να κρύπτουμε την αλήθεια, αλλά να μη διδάσκουμε παρά τον νόμον[25] από υπερβάλλοντα ζήλο. Άλλωστε, οι Πατέρες πρώτοι επαίνεσαν τη σοφία και ασχολήθηκαν με τους θείους λόγους και δίδαξαν. Τίποτε άλλο δεν τοποθετούσαν πάνω από αυτήν την ασχολία[26]. Όχι αγανάκτηση, ύβρεις ή απειλές στην προσέγγιση των διαφορετικών στην πίστη. Δεν θα υβρίσουμε, αλλά θα ελέγξουμε, δεν θα κτυπήσουμε, αλλά θα ιατρεύσουμε, άλλωστε, και αδελφός ελέγχει αδελφό, όταν εξαπατάται[27]. Η διάκριση, όμως, στην προσέγγιση των διαφορετικών στην πίστη επέβαλλε να αποφεύγουν την αμετρία και να κατακρίνουν την απληστία. Να προτιμούν να είναι υπέρ το δέον αργοί παρά περίεργοι, δειλότεροι παρά θρασύτεροι, αν δεν ήταν δυνατόν να αποφύγουν τα δύο αυτά άκρα. Δεν εμπόδιζαν την τροφή, αλλά την άμετρη τροφή, δεν επαινούσαν την τυφλότητα, αλλά εισηγούνταν να βλέπουμε με σωφροσύνη[28].
       Ο λόγος για την πίστη δεν επιτρέπεται ούτε σε όλους ούτε πάντοτε, αλλά ενίοτε και σε μερικούς, δηλαδή στους μη εντελώς αδιάφορους και νωθρούς κατά τη διάνοια, αλλά και στους μη πολύ άπληστους και θερμότερους του δέοντος στην ευσέβεια[29], τους ζηλωτές, δηλαδή, γιατί και αυτοί δεν μπορούν να έχουν τον κατάλληλο τρόπο στη προσέγγιση των αλλοθρήσκων. Για το έργο αυτό χρειάζονται ειδικά χαρίσματα σε ανθρώπους που δεν θα βλάψουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους άλλους. Σε μετριοπαθείς κατά το λόγο και πραγματικά κόσμιους και σώφρονες να δίδεται η ελευθερία του λόγου και της προσέγγισης των διαφορετικών, ενώ οι πολλοί να απέχουν από αυτό το έργο και να στρέφονται σε άλλο ακινδυνότερο είδος αρετής, όπου η ολιγωρία είναι λιγότερο βλαβερή και η απληστία ευσεβέστερη[30]. Απέναντι στους αλλόθρησκους δεν πρέπει να είμαστε νωθροί στην παροχή βοήθειας, αλλά θερμοί και με ενδιαφέρον. Ούτε διάπυροι από παραλογισμό και φιλαυτία, για να μην παραστρατήσουμε και παρεκκλίνουμε από τη μέση και βασιλική οδό, παρεκτρεπόμενοι είτε στη νωθρότητα και αδιαφορία ή κατακρημνιζόμενοι, λόγω ζωηρότητας και υπερβάλλοντος ζηλωτισμού. Από τα δύο αυτά άκρα πρέπει να λαμβάνουμε μόνο το χρήσιμο στις σχέσεις μας και με τους αλλόθρησκους και με τους αιρετικούς. Δηλαδή, από το ένα, την πραότητα και από το άλλο, τον ζήλο στις σχέσεις μας με κάθε διαφορετικό αποφεύγοντας τα βλαβερά άκρα, την οκνηρία και το θράσος, ώστε, ούτε από την έλλειψη να είμαστε άκαρποι, ούτε από το περιττό να κινδυνεύουμε. Στη σχέση μας με κάθε διαφορετικό είναι εξίσου άχρηστα και η άπρακτη νωθρότητα και η απείθαρχη θερμότητα, γιατί η μεν πρώτη δεν πλησιάζει το καλό, η δε άλλη, γιατί το υπερπηδά και κάνει το δεξιό δεξιότερο[31]. Εκτροπή γίνεται και προς τα δεξιά με τον υπερβάλλοντα ζήλο, όταν δεν πρέπει, και προς τα αριστερά. Γι’ αυτό ο Σολομών τονίζει: «να μη παρεκκλίνεις εις τα δεξιά ούτε στα αριστερά». Επαινεί το δεξιό, αλλά και αποτρέπει από το πολύ δεξιό, τον «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλον». Μπορεί, δηλαδή, κάτι να φαίνεται δεξιό, σωστό, αλλά να μην είναι, γι’ αυτό επισημαίνεται: «μὴ γίνου δίκαιος πολύ, μηδὲ σοφίζου περισσά»[32]. Η υπερβολική θερμότητα και στην πράξη και στον λόγο οδηγεί εκτός του καλού και της αρετής, λόγω της υπερβολής. Αυτήν την καταστρέφει εξίσου η έλλειψη και η υπερβολή, όπως καταστρέφει τον κανόνα η προσθήκη και η αφαίρεση[33]. Γι’ αυτό, κανένας στις σχέσεις του με τους όποιους άλλους δεν πρέπει να είναι περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει σοφός ούτε νομιμότερος από τον νόμο ούτε λαμπρότερος από το φως ούτε ευθύτερος από τον κανόνα ούτε υψηλότερος από την εντολή[34].
Ακόμα και σε κανόνες καλής συμπεριφοράς στον κάθε διαφορετικό προχωρούν οι Πατέρες. Έτσι, ο κάθε διάλογος και ιδιαίτερα με τον απέναντι, τον διαφορετικό, όπως κατ’ εξοχήν είναι ο ετερόθρησκος, πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής πνευματικότητας. Να μη χαρακτηρίζεται από φανατισμό, να μη φέρεται αμαθώς στις συζητήσεις, αλλά να ρωτά μεν χωρίς εριστικότητα, να απαντά δε χωρίς υπεροψία. Να μη διακόπτει τον συνομιλητή του, όταν λέγει κάτι χρήσιμο δημιουργώντας εκνευρισμό, ούτε να παρεμβάλλει επιδεικτικά τον δικό του λόγο. Αλλά να τηρεί ισοζύγιο λόγου και ακοής. Να μαθαίνει χωρίς να ντρέπεται και να διδάσκει χωρίς να φθονεί. Αν έχει διδαχθεί κάτι από άλλον, να μην το κρύβει, σαν τις φαύλες γυναίκες, οι οποίες παρουσιάζουν τα νόθα παιδιά σαν δικά τους, αλλά να φανερώνει με ευγνωμοσύνη τον πατέρα των σκέψεών του. Ο τόνος της φωνής στις συζητήσεις να είναι μέτριος, ώστε ούτε να μην ακούγεται, λόγω της χαμηλότητάς του, ούτε να είναι φορτικός, λόγω της έντασής του. Να σκέφτεται πρώτα και μετά να μιλά. Να είναι ευπροσήγορος στις συζητήσεις και γλυκύς στις ομιλίες. Να μην επιδιώκει να είναι ευχάριστος με τα ευτράπελα, αλλά να κρατά τη χάρη με την ευγενή παραίνεση. Να διώχνει την τραχύτητα πάντοτε, ακόμα και, όταν είναι απαραίτητο να επιτιμήσει, γιατί, αν πρώτα δείξει μετριοφροσύνη και ταπεινοφροσύνη, θα γίνει ευπρόσδεκτος από αυτόν που έχει ανάγκη θεραπείας. Να χρησιμοποιεί και τον τρόπο επίπληξης του προφήτη προς τον Δαβίδ, όταν αμάρτησε. Ο Προφήτης δεν εξέφερε δική του απόφαση καταδίκης, αλλά χρησιμοποιώντας φανταστικό πρόσωπο, έκανε δικαστή της αμαρτίας του αυτόν τον ίδιο τον Δαβίδ, ώστε να μην μπορεί να κατηγορήσει αυτόν, ο οποίος τον ελέγχει[35].
Η προσπάθεια, όμως, αυτή απαιτεί και πολλά χαρίσματα, όπως το χάρισμα του λόγου στο να προσελκύει ειδωλολάτρες στην πίστη, τον οποίο διέθετε ο άγιος Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ο Θαυματουργός[36], ο οποίος, ενώ βρήκε μόνο δεκαεπτά Χριστιανούς, οδήγησε στην πίστη στο Θεό όλο τον πληθυσμό της πόλης και της υπαίθρου[37]. Παράδειγμα ανοίγματος προς τους αλλόθρησκους και πρόσκλησης στη βασιλεία του έδωσε ο Κύριος με επανειλημμένες ενέργειές του, αλλά και με το άνοιγμα, την έκταση των χειρών του στον Σταυρό, η οποία είναι η ανοιχτή αγκαλιά σε όλους ανεξαιρέτως, που θα τον δεχτούν[38].
Ο απόλυτος διαχωρισμός και η απουσία κάθε επικοινωνίας με τους αλλόθρησκους, η αποφυγή του χαιρετισμού σε αυτούς με κανένα τρόπο δεν υιοθετήθηκε από τον Χριστό και τους Πατέρες[39]. Στην παύλειο Θεολογία επισημαίνεται ότι δεν απαγορεύεται εξ ολοκλήρου η επαφή με τους αλλόθρησκους ειδωλολάτρες, γιατί τότε θα έπρεπε να φύγουν οι Χριστιανοί από τον κόσμο και να ζουν μόνοι τους, αλλά συμβουλεύει να αποφεύγουν εκείνους, οι οποίοι παρουσιάζονται ως αδελφοί τους, ενώ είναι αλλόθρησκοι, ειδωλολάτρες[40].
Οι αλλόθρησκοι κατά κανόνα, δεν απορρίπτονται, δεν περιθωριοποιούνται, γιατί πάντα υπάρχει η δυνατότητα της γνώσης της αλήθειας. Η στάση μας απέναντί τους δεν πρέπει να είναι στάση εγωιστική, γεμάτη έπαρση, θεωρώντας τους ακάθαρτους, όπως έκαναν οι Ισραηλίτες. Αλλά στην ιστορική εξέλιξη στη συνέχεια διά του Χριστιανισμού οι ειδωλολάτρες καθαρίστηκαν και η ανομία και η ασέβεια των εθνικών με την πίστη έχει εξαλειφθεί[41], ενώ τα έργα της δικαιοσύνης των ισραηλιτών έγιναν ρυπαρά, όπως τα ράκη της γυναίκας, η οποία έχει έμμηνα[42].
Πολλές φορές η κακότητα των αλλοθρήσκων γίνεται εργαλείο στα χέρια του Θεού για να παιδαγωγήσει, να ελέγξει, να τιμωρήσει, τους αμετανόητους και αδιόρθωτους Χριστιανούς. Η ίδια πνευματική νομοτέλεια λειτουργούσε και στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, όπου οι αλλόθρησκοι Φιλισταίοι, Μαδιανίτες και Ασσύριοι αποτελούσαν την παιδαγωγική τιμωρητική χείρα του Γιαχβέ για τους Ισραηλίτες κατά τις περιόδους της αποστασίας τους. Έτσι και στη δοκιμασία των διωγμών από τους ειδωλολάτρες και αιρετικούς οι Πατέρες διακρίνουν ως αιτία την αμαρτία και το ότι οι Χριστιανοί δεν συμπεριφέρονται άξια των εντολών, αλλά πορεύονται κατά την πονηρή διάνοιά τους[43]. Γι’ αυτό, παραδίδονται στους διώκτες τους, άνδρες άδικους και πονηρούς περισσότερο από όλους, οι οποίοι κατοικούσαν τη γη είτε για τιμωρία είτε για δοκιμασία και κάθαρση[44] διερχόμενοι «διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος»[45], για να φθάσουν στην αναψυχή κατ’ ευδοκία του σώζοντος Θεού.
Η στάση βέβαια απέναντι στις διδασκαλίες των αλλοθρήσκων σοφών είναι διακριτική. Η υπερβολή στα επιχειρήματα εναντίον των ειδωλολατρών μπορεί να θεωρηθεί αποδοχή των ιουδαϊκών δοξασιών, ενώ χρειάζεται να αποφεύγεται η ατοπία και των δύο[46]. Δεν παραδιδόμαστε αμαχητί στις διδασκαλίες τους, επειδή είναι σοφοί, ούτε τους ακολουθούμε όπου και αν μας οδηγούν, αλλά δεχόμαστε τα χρήσιμα και παραβλέπουμε τα σαθρά[47]. Κριτήριο για να ακολουθήσουμε τη διδασκαλία κάποιου δεν είναι η πίστη του, αλλά η αλήθεια του, αν αυτά που υποστηρίζει είναι σύμφωνα με τις αλήθειες της πίστης μας, η οποία είναι η μόνη που περιέχει ολόκληρη την αλήθεια και όχι μέρος ή ψήγματα της αλήθειας, όπως εκείνη των αλλοθρήσκων.
Για τους Χριστιανούς ο λόγος του αληθινού Θεού, τον οποίο λατρεύουν απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο, σε όλα τα έθνη. Το ακροατήριό του είναι πολύ μεγάλο. Προσκαλούνται όλα τα έθνη: «Ἀκούσατε ταῦτα πάντα τὰ ἔθνη, ἐνωτίσασθε πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην»[48]. Ο Θεός δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους με βάση τα πιστεύω τους, αν και επιζητεί να γνωρίσουν όλοι την αλήθεια, όπως ο γονιός αγαπά όλα του τα παιδιά πέρα από το τι πιστεύει το καθένα. Παιδιά του Θεού είναι όλοι. «Ἐμός ἐστι Γαλαὰδ καὶ ἐμός ἐστι Μανασσῆς»[49]. Και τον Εφραίμ ανέφερε και τον Ιούδα τον δέχθηκε και τον Μωάβ τον συναρίθμησε και ευαγγελίζεται την υποταγή όλων μαζί. «Ἐμοὶ ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν»[50], επισημαίνει. Αυτό δεν είναι αυτονόητο για όλους τους ανθρώπους των άλλων θρησκειών.
Έτσι, οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι ο δικός τους νόμος και Θεός ήταν μόνο γι’ αυτούς. Αυτό βέβαια είχε τεράστιες κοινωνιολογικές επιπτώσεις, γιατί απέκλειαν τον αλλόθρησκο, περιχαράκωναν την κοινωνία τους, απομονώνονταν, γίνονταν καχύποπτοι σε κάθε διαφορετικό. Παρόμοια στοιχεία παρατηρούμε και στο Ισλάμ. Γι’ αυτό σ’ αυτές τις κοινωνίες δεν ευδοκιμεί εύκολα η πολυπολιτισμικότητα, ούτε είναι ανεκτή η διαφορετικότητα, όπως κατά κανόνα γίνεται στις χριστιανικές κοινωνίες. Οι χριστιανικές χώρες είναι κατάσπαρτες από τζαμιά, συναγωγές, ινδουϊστικούς και βουδιστικούς λατρευτικούς χώρους, πράγμα που δεν παρατηρείται στις ετερόθρησκες κοινωνίες. Ο λόγος του χριστιανικού Θεού απευθύνεται όχι μόνο στους Χριστιανούς, αλλά και σε συναγωγές εθνών, για να μπορέσουν κάποτε όλοι να επικαλούνται το όνομα του Κυρίου και να δουλέψουν σε αυτόν υπό ένα ζυγό[51]. Στο τέλος, άλλωστε, εκείνος θα νικήσει τον κόσμο όλο[52] και «ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων»[53].
Οι Ιουδαίοι, αν και ήταν ο πρώτος εκλεκτός λαός που δέχθηκε την πρώτη Διαθήκη, εξέπεσε και κανείς πλέον δεν τον μακαρίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί αλλόθρησκοι αντιμάχονται μεταξύ τους, αλλά όλοι είναι εναντίον του Χριστιανισμού. Έτσι, οι Ιουδαίοι αντιμάχονται τους ειδωλολάτρες, αλλά και οι δύο μαζί αντιμάχονται τους Χριστιανούς, όπως ακριβώς οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι υπήρξαν και μεταξύ των εχθροί, αλλά και με τον ισραηλιτικό λαό. Οι Χριστιανοί αποφεύγουν τόσο την ειδωλολατρία καταδικάζοντας την πολυθεΐα, όσο και τη βλασφημία των Ιουδαίων, οι οποίοι αρνούνται τον Χριστό ως υιό του Θεού[54].
Ο δεύτερος εκλεκτός λαός είναι οι Χριστιανοί, οι οποίοι αποτελούνται από τους άριστους όλων των λαών[55] και δέχτηκαν τη δεύτερη διαθήκη. Αυτοί είναι το έθνος, των οποίων ο Κύριος είναι ο Θεός τους και θα είναι οι κληρονόμοι του[56]. Είναι έθνος που διαλέχτηκε από πολλά έθνη και λαός στη θέση του λαού που απομακρύνθηκε[57]. Σε αυτό το έθνος και το λαό ο Θεός καλεί όλους ανεξαιρέτως να ενταχθούν πέρα από καταγωγή, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία. «Πολλοὶ οἱ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»[58]. Μακαρίζει ο Κύριος όχι τον κλητό, αλλά τον εκλεκτό, γιατί μακάριος είναι εκείνος, τον οποίο διάλεξε[59]. Βέβαια υπάρχει και η θέση ότι θα προσέλθει το πλήρωμα των εθνών στην πίστη[60] και τότε θα σωθεί και ο Ισραήλ. Πάντα δε εννοεί ότι δεν σώζεται ο τυχών και με τη βία, αλλά μόνον «τὸ λῆμμα κατ’ ἐκλογὴν χάριτος»[61]. Η κλήση είναι για όλους κοινή για να συνενώσει τα χωρισμένα μεταξύ τους και να κάνει ένα τους πολλούς με την πίστη στον Χριστό[62].
Εσχατολογικά η πίστη όλων των αλλοθρήσκων στο Χριστό διαφαίνεται στη διδασκαλία των Πατέρων και υπονοείται ήδη από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Έτσι, το «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησου Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων»[63], υπονοεί ακριβώς αυτήν την ενοποίηση όλων στο πρόσωπο του Χριστού. Αλλά και το ότι η θυγατέρα της Τύρου, όπου ήταν το κέντρο της ειδωλολατρίας, θα έλθει κάποτε με δώρα παραπέμπει στην αγιογραφική και πατερική θέση της προσκύνησης του Χριστού από όλες τις θρησκείες και τους λαούς[64], «ἵνα πάντες ἓν ὦσι»[65].
Βέβαια, οι νεοφώτιστοι στο Χριστιανισμό ειδωλολάτρες, ως νεήλυδες στην πίστη, είναι ευόλισθοι σε ιεροσυλία και χρειάζονται προσοχή ως επιστρέφοντες εύκολα στο «ίδιον εξέραμα»[66]. Συνιστούν οι Πατέρες οι νεοφώτιστοι εξ αλλοθρήσκων να αποτρέπονται στο να γίνονται γρήγορα ποιμένες του λαού, αν δεν συνεισφέρουν πρώτα στο ποιμαντικό έργο και δοκιμαστούν[67], διαφορετικά μπορεί να προκαλέσουν πρόβλημα στην Εκκλησία, εισπράττοντες και διαλύοντες τον ξένο κόπο[68].
Οι χριστιανοί επιδίωκαν καλές σχέσεις  με όλους. Βοηθούσαν κάθε εμπερίστατο, κακό δεν έκαναν ούτε στους διώκτες τους αλλόθρησκους. Αυτή η αγάπη και η ανεξικακία τους ήταν ό,τι εξόργιζε περισσότερο τους ειδωλολάτρες. Η κακία πάντα ελέγχεται και προκαλείται περισσότερο από την καλοσύνη παρά από την όμοια κακότητα. Βέβαια, παρ’ όλη την αγάπη και τη θυσία για τους αλλόθρησκους, δεν λησμονούν τον αποστολικό λόγο, ότι για το Χριστιανό αληθινοί γονείς και συγγενείς του είναι αυτοί που τον γέννησαν εν Χριστώ διά του Ευαγγελίου[69] και αδελφοί του πραγματικοί είναι αυτοί που δέχθηκαν το ίδιο Άγιο Πνεύμα[70]. Το έλεος και η βοήθεια του Χριστιανού φθάνει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους πέρα από θρησκείες και ιδεολογίες και στους μακράν του Θεού ευρισκομένους[71]. Όλους ελεεί, αλλά οικείους του θεωρεί όχι τους κατά σάρκα συγγενείς του, αλλά τους οικείους της πίστεως[72], κατά τη βεβαίωση του Κυρίου: «μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν»[73]. Ακόμα και ο Παύλος, όταν εύχεται να γινόταν ανάθεμα χάριν των κατά σάρκα συγγενών του[74], δεν εννοεί, λόγω της εξ αίματος συγγένειας, αλλά της κατά πνεύμα και πίστης συγγένειας των Ισραηλιτών, οι οποίοι κρίθηκαν άξιοι να δεχθούν τόσο μεγάλες ευεργεσίες από τον Θεό. Είχαν τις διαθήκες, τους Πατέρες, από αυτούς προήλθε κατά σάρκα ο Χριστός[75].
Η αγάπη και το ενδιαφέρον του Xριστιανού ξεχειλίζει και καλύπτει και τους αλλόθρησκους: «Ἀγαπῶσι πάντας καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται»[76]. Συμβίωναν και συζούσαν χιλιετίες μαζί τους εν ειρήνη, παρά τη διαφορετικότητά τους. Επί αιώνες, όπως και σήμερα, οι αλλόθρησκοι αποτελούσαν την πλειονότητα των κοινωνιών, ήταν διασκορπισμένοι σε όλα τα μέρη της γης, ανάμεσα σε όλα τα έθνη και συνοικούσαν με τους Χριστιανούς[77]. Η διαφορετική πίστη δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αιτία μίσους και έχθρας προς τους αλλόθρησκους. Δεν διαιρεί ο κοφτερός λόγος[78], δηλαδή η μάχαιρα του Χριστού τους πιστούς από τους απίστους[79], ούτε βάζει φωτιά[80]. Η αδικία και το κακό είναι εξίσου βαρύ και απορριπτέο είτε γίνεται σε Χριστιανό είτε σε Εβραίο ή Μωαμεθανό και πρέπει να αποκαθίσταται, να επιστρέφεται το άδικο, γιατί είναι καταραμένο και δεν φέρνει προκοπή, αντίθετα θάνατο και κόλαση[81], έστω και αν γίνεται και σε αλλόθρησκο. Oι παράνομες πορνείες με ειδωλολάτρες αντιμετωπίζονται με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Έτσι, η πορνεία Διακόνισσας μάλιστα με ειδωλολάτρη αντιμετωπίζεται με έξι έτη ακοινωνησίας και εφ' όσον απέχει της αμαρτίας, γιατί το σώμα της Διακόνισσας, ως αφιερωμένο, δεν πρέπει να είναι σε σαρκική χρήση[82].
Η αγάπη για τον κάθε άνθρωπο, που θεωρούσαν πλησίον και δικό τους είτε ήταν ειδωλολάτρης είτε Ιουδαίος είτε Χριστιανός, αλλά και ο καημός τους να θεραπεύσουν τη φτώχεια και την πείνα τους ωθούσε να προτρέπουν και να ομιλούν για επαναφορά στον πρωτοχριστιανικό κοινοβιακό τρόπο ζωής, ο οποίος στην εποχή τους, όπως και σήμερα, μόνο στα μοναστήρια τον ζούσαν. Αυτή η τέλεια αγάπη για τον κάθε διπλανό άνθρωπο θα γινόταν αιτία πλουσίων δωρεών από το Θεό σε υλικά αγαθά, αλλά θα ήταν και ο καλύτερος τρόπος ιεραποστολής.
Σταθερή θέση των Πατέρων είναι ότι η χριστιανικότητα του «απέναντι» δεν είναι όρος για τη συνάντησή μας μαζί του. Η συνάντησή μας, όμως, με τον «απέναντι» είναι όρος για τη χριστιανικότητά μας. Τα θρησκευτικά και εθνικά παραληρήματα για δήθεν καθαρόαιμο Χριστιανισμό και για τον κίνδυνο νόθευσής του από τους ξένους και αλλόθρησκους δεν είναι ποτέ σύμφωνα με την παγκοσμιότητα και οικουμενικότητα του πατερικού λόγου.
Στον τρόπο ζωής του Χριστιανού λαμβάνεται υπ’ όψιν και ο μη σκανδαλισμός, όχι μόνο των ομόπιστων, αλλά και των αλλόπιστων. Γι’ αυτό συστήνουν: «Οὕτω τοίνυν τὰ καθ’ ἑαυτοὺς οἰκονομῶμεν, ἵνα μηδὲ τῶν ἀπίστων τις ἔχῃ καθ’ ἡμῶν δικαίαν εὑρεῖν λαβήν»[83]. Η αγάπη του Χριστιανού προς όλους και προς τους αλλόθρησκους επιβάλλει να μη γινόμαστε εμπόδιο[84] σε αυτούς, όπως και στους Χριστιανούς με την αδιάκριτη και απρόσεκτη συμπεριφορά μας και τον σκανδαλισμό που θα τους προκαλέσουμε, αλλά να ενεργούμε με ευπρέπεια και τάξη και σκοπό εποικοδομητικό[85]. Επιζητούν την απομάκρυνσή τους από την κακία[86].
Ο Θεός είναι πατέρας και των αλλοθρήσκων ανθρώπων, οι οποίοι είναι παιδιά του, γι’ αυτό έχει και Αγγέλους φύλακες όλων των εθνών[87], πέρα από θρησκείες, όπως και για κάθε πιστό. Γι’ αυτό ο Μωυσής μας διδάσκει ότι: «ὅτε διεμέριζεν ὁ ῞Υψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ»[88]. Και ο σοφός Δανιήλ κατά το όραμα του Αγγέλου τον άκουσε να λέει ότι ο φύλακας Άγγελος του βασιλείου των Περσών στεκόταν απέναντί μου και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήλθε να με βοηθήσει και τον άφησα εκεί μαζί με τον Άγγελο του βασιλείου των Περσών[89]. Άλλοτε πάλι ομιλεί για τον Άγγελο του βασιλείου των Ελλήνων[90]. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος ανέλαβε την αποστολή του εκχριστιανισμού των ειδωλολατρών ονομαζόμενος Απόστολος των Εθνών[91].
Από την παλαιοδιαθηκική, άλλωστε, εποχή εκφράζεται η γνώση, αλλά και το ενδιαφέρον του Θεού για όλα τα έθνη. «Κἀγὼ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὸν λογισμὸν αὐτῶν ἐπίσταμαι. Ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη καὶ τὰς γλώσσας καὶ ἥξουσι καὶ ὄψονται τὴν δόξαν μου»[92]. Παιδιά του Θεού είναι όλοι, ανεξαρτήτως θρησκείας, αλλά κανένα δεν εκβιάζει να τον ακολουθεί, αν και όλοι είναι δεκτοί και προσκεκλημένοι. Έτσι, ενώ κατ’ αρχήν στην αυλή του Κυρίου ανήκαν οι Ιουδαίοι, μετά την αμαρτία που διέπραξαν στο Χριστό, κατάντησε η αυλή τους έρημη[93]. Γι’ αυτό είπε: «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης»[94]. Εννοεί βέβαια εκείνους από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είναι προορισμένοι να σωθούν και δείχνει, έτσι, μια άλλη αυλή, εκτός από την αυλή των Ιουδαίων[95].
Η στάση των Πατέρων έναντι των αλλοθρήσκων δεν είχε καμία εμπάθεια, φανατισμό, αποκλεισμό. Υπήρξε στάση αγάπης εμπνεόμενη από την κατοχή της απόλυτης αλήθειας, την οποία βίωναν και δεν τους άφηνε περιθώρια μειονεκτικής συμπεριφοράς. Ο Μ. Βασίλειος, καθηγητής της ρητορικής και ο ίδιος, για δύο περίπου χρόνια (356-358) αισθανόταν εξαιρετική χαρά σε κάθε ευκαιρία επικοινωνίας με παλαιούς δασκάλους σοφιστές, ή και με απλούς ρήτορες, όπως καλούνταν τότε οι δικηγόροι. Η χαρά του δε αυτή ήταν η ίδια είτε επρόκειτο περί Χριστιανών είτε περί εθνικών, ειδωλολατρών είτε τους άκουε είτε τους διάβαζε[96]. Έστελναν μαθητές στους ονομαστούς ειδωλολάτρες καθηγητές, των οποίων και οι ίδιοι υπήρξαν μαθητές, όπως ο Μ. Βασίλειος στο Λιβάνιο, στον οποίο άρεσε η φράση της συνοδευτικής επιστολής του: σου στέλνω «καὶ ἕτερον Καππαδόκην». Αν και διαφωνούσαν, αλληλοεκτιμούνταν για τη σοφία τους. O Αυτοκράτορας Ιουλιανός σε επιστολή του στους Ορθόδοξους Επισκόπους τους λοιδωρεί για τις απόψεις τους με το λογοπαίγνιο: «ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων»[97], για να λάβει την πνευματώδη απάντηση, από τον Μ. Βασίλειο: «ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως, εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως»[98]. Όλα αυτά δείχνουν με ποιά ανωτερότητα, με ποιο ελεύθερο πνεύμα μακριά από φανατισμούς και μειονεξίες αντιμετώπιζαν οι Πατέρες τους αλλόθρησκους.
Οι Πατέρες προτρέπουν αναφανδόν να συναναστρεφόμεθα με τους ειδωλολάτρες ποιητές, λογογράφους και ρήτορες και με όλους τους ανθρώπους, από τους οποίους μπορεί να προέλθει ωφέλεια για την ψυχή[99].Το κριτήριο της επικοινωνίας, του σεβασμού και της αγάπης τους δεν ήταν ποτέ θρησκειακό, αλλά αξιακό, πνευματικό. Γι’ αυτήν την επικοινωνία τους με τους αλλόθρησκους, από τα χρόνια που ήταν λαϊκοί, έφτασαν να κατηγορηθούν από τους αιρετικούς[100] που διύλιζαν τον κώνωπα[101] και προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο να τους συκοφαντήσουν στους Χριστιανούς για να μην τους εμπιστεύονται. Μεσολαβούν, ενδιαφέρονται, επεμβαίνουν, εξευμενίζουν και τους αλλόθρησκους, όπως και τους Χριστιανούς, σε κάθε υπόθεσή τους πολύ περισσότερο δε, όταν αυτή σχετίζεται και με Χριστιανούς[102].
Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν αρμονικά πέρα από θρησκείες, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία. Οι αλλόθρησκοι πρέπει να συνηθίσουν να ζουν με τους Χριστιανούς και τους ανθρώπους του αληθινού Θεού. Οι γνώστες του αληθινού Θεού, οι Χριστιανοί, από την άλλη πλευρά, να δέχονται με αγάπη εκείνους που είναι ξένοι προς τις διαθήκες και την αλήθεια του Θεού[103]. Είναι ένα σαφές μήνυμα χριστιανικής κατανόησης και συμβίωσης προς τη δική μας πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική και πολυεθνική κοινωνία, η οποία το έχει ιδιαίτερα ανάγκη.
Το παλαιοδιαθηκικό πνεύμα για την εποχή του είχε νόημα, σκοπό και στόχο. Μετεξελίσσεται, όμως, και μεταβάλλεται στη χριστιανική εποχή με την κυριαρχία της αγάπης προς πάντας, ως θεμελιώδες δόγμα, της μετά Χριστόν εποχής. Είναι παροιμιώδης η αυτοθυσία και η έμπρακτη αγάπη των χριστιανών στις διάφορες ιστορικές φάσεις και καταστάσεις ακόμα και για τους ειδωλολάτρες, που λίγο πριν τους κατεδίωκαν και τους φόνευαν, με τους οπoίους μαζί υποφέρουν στις λοιμώδεις ασθένειες. Οι Χριστιανοί αψηφούν τους κινδύνους των ασθενειών και τους υπηρετούν με υπερβολική αγάπη. Αφοσιώνονται στη βοήθεια σε αυτούς, επισκέπτονταν τους ασθενείς ειδωλολάτρες χωρίς προφυλάξεις και πέθαιναν μαζί με αυτούς. Τραβούσαν πάνω τους την ασθένειά τους, απορροφώντας, έτσι, εκούσια τους δικούς τους πόνους. Νοσήλευαν και θεράπευαν τους άλλους και στη συνέχεια πέθαιναν οι ίδιοι από την ασθένειά τους. Αυτό το είδος του θανάτου που προκαλείται από βαθειά ευσέβεια και ισχυρή πίστη θεωρείται ότι δεν απέχει πολύ από το μαρτύριο[104]. Η ίδια πρακτική ανιδιοτελούς προσφοράς προς τους αλλόθρησκους και με κίνδυνο της  ίδιας της ζωής των συνεχίστηκε από τους Έλληνες Χριστιανούς και κατά την Γερμανική κατοχή όταν προστάτευσαν τους καταδιωκόμενους Εβραίους. Στο πλαίσιο αυτό, κλήθηκαν οι Σχολικές μονάδες την Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016, ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος, να αφιερώσουν δύο διδακτικές ώρες σε εκδηλώσεις και εκπαιδευτικές δραστηριότητες για την προαναφερόμενη Ημέρα Μνήμης. Προτεινόμενο θέμα ήταν οι Έλληνες Δίκαιοι των Εθνών, δηλαδή «οι Χριστιανοί που διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή, έκρυψαν, φυγάδευσαν και έσωσαν από βέβαιο θάνατο, εκατοντάδες Έλληνες Εβραίους στις πόλεις και τα χωριά της Πατρίδας μας», όπως αναφέρει το κείμενο της πρόσκλησης από την Περιφέρεια Αττικής και την Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών για τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου των Ελλήνων Δικαίων των Εθνών στην Αθήνα[105].
Ο εκκλησιαστικός Πατέρας και επίσκοπος πρέπει να μην είναι αισχροκερδής[106] και ειδικά στις σχέσεις του με τους ειδωλολάτρες[107], με τους οποίους συνυπήρχαν οι χριστιανικές κοινότητες στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Πρέπει να είναι άνθρωπος που προτιμά να βλάπτεται παρά να βλάπτει. Αξιοσημείωτο είναι και το ότι οι κανόνες επιτάσσουν να καθαιρείται ο Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος, ο οποίος θα χτυπήσει και θα χειροδικήσει όχι μόνο σε Χριστιανό, αλλά και σε άπιστο, επειδή αδίκησε άλλους και θέλει δήθεν, έτσι, να τον φοβούνται όλοι αυτοί[108].
Ο άγιος Ακάκιος, επίσκοπος Αμίδης, αυτήν την παράδοση των Πατέρων την έκανε πράξη. Το 421 οι Βυζαντινοί συνέλαβαν επτά χιλιάδες Πέρσες αιχμαλώτους στις εχθροπραξίες στα εδάφη της περσικής Αρμενίας. Σε αυτό το μέγα πλήθος αιχμαλώτων για την εποχή εκείνη και τις δυνατότητες περίθαλψής τους έπεσε λιμός και τους αποδεκάτιζε. Ο άγιος Ακάκιος συγκάλεσε τους κληρικούς της επισκοπής του και τους είπε: «Ο Θεός μας δεν χρειάζεται ούτε δίσκους, ούτε ποτήρια. Ούτε τρώει ούτε πίνει, μιας και δεν υπόκειται σε καμία ανάγκη. Αφού λοιπόν από ευγνωμοσύνη των προσκυνητών η Εκκλησία έχει πολλά κειμήλια χρυσά και ασημένια, αρμόζει με αυτά να σώσουμε τους αιχμαλώτους στρατιώτες και να τους ταΐσουμε»[109]. Έτσι, στη συνέχεια τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη δόθηκαν για λιώσιμο. Με τα έσοδα εξασφαλίστηκε η διατροφή των αλλοφύλων και αλλοθρήσκων αιχμαλώ­των, αλλά και τα εφόδια, τα οποία τους χρειαζόταν για να επιστρέψουν ελεύθεροι στον τόπο τους. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Πέρσης μονάρχης ζήτησε να γνωρίσει από κοντά τον Επίσκοπο και εκδήλωσε το θαυμασμό του για τη φρόνηση των Βυζαντινών να νικούν και με τον πόλεμο και με την ευεργεσία[110].
Παρόμοια γεγονότα συνεχίζονται και στην τουρκοκρατία αλλά και μέχρι το 1922. Η Γέννα ήταν ένα μεγάλο «τουρκοχώρι» της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης (δηλαδή χωριό εξισλαμισμένο αμιγώς ή σχεδόν αμιγώς). Η γυναίκα του αγά της Γέννας αρρώστησε και ο σύζυγός της, απελπισμένος από τις μάταιες προσπάθειες των γιατρών, πείστηκε από χριστιανούς να αποταθεί στον ηγούμενο της γειτονικής ιεράς μονής των Ασωμάτων. Μίλησε λοιπόν σ’ έναν μοναχό από το μοναστήρι κι εκείνος μετέφερε στον ηγούμενο το αίτημα να «διαβάσουνε» στην άρρωστη γυναίκα του υπέρ υγείας.«Κάνει όμως, γέροντα;», ρώτησε ο μοναχός «να διαβάσομε σε Τούρκο;». «Πώς δεν κάνει;» απάντησε εκείνος. «Εδώ διαβάζομε στα ζώα και στσι Τούρκους δεν κάνει, απού ’ναι αθρώποι;». Ανέθεσε λοιπόν σ’ αυτό το μοναχό να διαβάσει στην άρρωστη.
Οι προσευχές του μοναχού έφεραν αποτέλεσμα: η άρρωστη χανούμη βρήκε την υγειά της. Ο αγάς, από ευγνωμοσύνη, αφιέρωσε στο μοναστήρι ένα σταυρό ευλογίας, απ’ αυτούς που χρησιμοποιούνται κατά τη θεία λειτουργία. Ο σταυρός παρέμεινε στο μοναστήρι και όλοι τον έλεγαν «ο σταυρός του αγά». Σήμερα βρίσκεται στην ενορία του γειτονικού χωριού Βισταγή Αμαρίου.
Παρόμοια περιστατικά θεραπείας Τούρκων στη Μ. Ασία αναφέρονται και από τον Άγιο Παΐσιο, ότι έγιναν από το γέροντά του Άγιο Αρσένιος τον Καππαδόκη.

Οι Πατέρες σέβονται απόλυτα την επιλογή της πίστης, που πρέπει πάντα να είναι επιλογή ελευθερίας. Η ελευθερία δε αυτή είναι πάνω από την επιθυμία των γονέων και την υπακοή σε αυτούς, αφού τα καθήκοντα απέναντι του Θεού έχουν απόλυτη προτεραιότητα έναντι όλων των άλλης φύσεως καθηκόντων[111]. Αυτή είναι η μεγαλειώδης παράδοση των Πατέρων απέναντι σε αυτούς, οι οποίοι βρίσκονται σε ανάγκη, έστω και αν είναι αλλόθρησκοι, στάση που αποτελεί πρότυπο συμπεριφοράς και για μας σήμερα για τη στάση μας απέναντι στους κάθε λογής ετερόθρησκους και ετερόδοξους, οι οποίοι πλέον ζουν δίπλα μας. Η ίδια στάση και συμπεριφορά αγάπης απαιτείται, όπως και για τους εμπερίστατους ομοπίστους, επειδή και αυτοί αποτελούν παιδιά του Θεού, αδέλφια μας και πλησίον.
Η προς Διόγνητον επιστολή περιγράφει αυτήν την στάση ζωής των Χριστιανών στους αλλοθρήσκους παραστατικά: «Ἀγνοοῦνται καὶ κατακρίνονται,θανατοῦνται καὶ ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι καὶ πλουτίζουσι πολλούς. Πάντων ὑστεροῦνται καὶ ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. Βλασφημοῦνται καὶ δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν, ὑβρίζονται καὶ τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοὶ κολάζονται κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι»[112].
Συγκεφαλαίωση και κατακλείδα της όλης συμπεριφοράς προς τους διαφορετικούς στα πιστεύω είναι η προτροπή του Παύλου: «Τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε, δίωκε δὲ δικαιοσύνην, πίστιν, ἀγάπην, εἰρήνην μετὰ τῶν ἐπικαλουμένων τὸν Κύριον ἐκ καθαρᾶς καρδίας. Τὰς δὲ μωρὰς καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι γεννῶσι μάχας δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλ’ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον, ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἐζωγρημένοι ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα»[113].


     Ο Σύμβουλος Θεολόγων Περιφέρειας Πελοποννήσου
                      Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης
                            Δρ. Θεολογίας
Ms Θρησκειολογίας-Πτυχ. Παιδαγωγικού & Θεολογίας ΕΚΠΑ



[1] Βλ. Α΄ Κορ. 9, 16.
[2] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀρματίῳ τῷ μεγάλῳ, PG 32, 1012AC.
[3] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀρματίῳ τῷ μεγάλῳ, PG 32, 1012AC.
[4] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΓ΄, Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς ἑαυτόν, PG 36, 212BC.
[5] Βλ. Μ. Βασιλείου, Τοῖς κατὰ Νεοκαισάρειαν λογιωτάτοις, PG 32, 776AB.
[6] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Τοῖς κατὰ Νεοκαισάρειαν λογιωτάτοις, PG 32, 776A.
[7] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΒ΄, Συντακτήριος, εἰς τὴν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 36, 473A.
[8] Βλ. Ματθ. 11, 29.
[9] Βλ. Ησ. 53,4.
[10] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΒ΄, Συντακτήριος, εἰς τὴν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 45, 473A.
[11] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ μέγας, PG 45, 9A.
[12] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ μέγας, PG 45, 12A.
[13] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ μέγας, PG 45, 148C.
[14] Βλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων, 4, 15.
[15] Βλ. Α΄ Κορ.10, 3233.
[16] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ εἱμαρμένης, PG 45, 148C.
[17] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ μέγας, PG 45, 77AB.
[18] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀρματίῳ τῷ μεγάλῳ, PG 32, 1012B.
[19] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀρματίῳ τῷ μεγάλῳ, PG 32, 1012B.
[20] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην, PG 60, 97.
[21] Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 212BC.
[22] Βλ. Ψαλμ. 33, 2.
[23] Βλ. Ψαλμ. 33, 2.
[24] Βλ. Ψαλμ. 39, 10.
[25] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36. 197A.
[26] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 197A.
[27] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΓ΄, Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς ἑαυτόν, PG 36, 216A.
[28] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 197B.
[29] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 209CD.
[30] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 212A.
[31] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 180C.
[32] Βλ. Εκκλ. 7, 16.
[33] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 181A.
[34] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 181B.
[35] Βλ. Μ. Βασιλείου, Βασίλειος Γρηγορίῳ, PG 32, 229A.
[36] Ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός παρακολούθησε τις παραδόσεις του Ωριγένη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και τη σκέψη του μετέφερε στην πατρίδα του, επιδράσας έτσι στους Καππαδόκες Πατέρες.
[37] Βλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 205C.
[38] Πρβλ. ‘Ωρολόγιον το Μέγα, Χαιρετισμοί του Τιμίου Σταυρού, Οίκος Χ, ό.π.
[39] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, PG 31, 1165CD.
[40] Βλ. Α΄ Κορ. 5, 911.
[41] Βλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ ταπεινοφροσύνης, PG 31, 536A.
[42] Βλ. Ησ. 64, 5.
[43] Βλ. Αριθ. 17, 39.
[44] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΒ΄, Συντακτήριος, εἰς τὴν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 36, 461BC.
[45] Βλ. Ψαλμ. 65, 12.
[46] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ μέγας, PG 45, 16C.
[47] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Πρὸς τοὺς νέους, PG 31, 565AB.
[48] Βλ. Ψαλμ. 48, 1.
[49] Βλ. Ψαλμ. 59, 9.
[50] Βλ. Ψαλμ. 59, 10.
[51] Βλ. Σοφ. 3, 89.
[52] Βλ. Ιω. 16, 33.
[53] Βλ. Φιλιπ. 2, 10.
[54] Βλ. Μ. Βασιλείου, Κατὰ Σαβελλιανῶν, καὶ Ἀρείου, καὶ τῶν Ἀνομοίων, PG 31, 600D.
[55] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΛΒ΄ ψαλμόν, PG 29, 341B.
[56] Βλ. Α΄ Πέτρ. 2, 9.
[57] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΛΒ΄ ψαλμόν, PG 29, 341C.
[58] Βλ Ματθ. 20, 16.
[59] Βλ Ψαλμ. 64, 5.
[60] Βλ. Ρωμ. 11, 25.
[61] Βλ. Ρωμ. 11, 5.
[62] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΝΘ΄ ψαλμόν, PG 29, 464D.
[63] Βλ. Φιλιπ. 2, 10.
[64] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΜΔ΄ ψαλμόν, PG 29, 409C.
[65] Βλ. Ιω., 17, 21.
[66] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀμφιλοχίῳ περὶ κανόνων, PG 32, 729B.
[67] Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος υπαινίσσεται τον Μάξιμο, ο οποίος ήταν κυνικός φιλόσοφος και εκβιαστικώς επεχείρησε να καταλάβει τον θρόνο χωρίς να έχει προσφέρει στην Εκκλησία έργο, παρά μόνο την κόμη του που ως κυνικός έτρεφε, την οποία έκοψε, όταν χειροτονήθηκε.
[68] Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΣΤ΄, Εἰς ἑαυτόν, ἐξ ἀγροῦ ἐπανήκοντα μετὰ τὰ κατὰ Μάξιμον, PG 35, 1232B.
[69] Βλ. Α΄ Κορ. 4, 15.
[70] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος Β΄, PG 31, 936B.
[71] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, PG 31, 1209B.
[72] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, PG 31, 1209B.
[73] Βλ. Λουκ. 8, 21.
[74] Βλ. Ρωμ. 9, 3.
[75] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, PG 31, 1209C.
[76] Βλ. Ανωνύμου, Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον, PG 2, 1173C.
[77] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ εἱμαρμένης, PG 45, 169C.
[78] Βλ. Εβρ. 4,12.
[79] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας…, PG 36, 177C.
[80] Βλ. Λουκά 12,49.
[81] Πρβλ. Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Δ΄, στο Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, ό.π., σ. 176.
[82] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀμφιλοχίῳ περὶ κανόνων, PG 32, 729B.
[83] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, PG 59, 314.
[84] Βλ. Α΄ Κορ. 10, 32.
[85] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος Β΄, PG 31, 997B.
[86] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, PG 31, 1096A.
[87] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Γ΄, PG 29, 637A.
[88] Βλ. Δευτ. 32, 8.
[89] Βλ. Δαν. 10, 13.
[90] Βλ. Δαν. 10, 20.
[91] Βλ. Μ. Βασιλείου, Πρὸς Εὐνόμιον Λόγος Β΄, PG 29, 580A.
[92] Βλ. Ησ. 66, 18.
[93] Βλ. Ψαλμ. 68, 256.
[94] Βλ. Ιω. 10, 16.
[95] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΚΗ΄ ψαλμόν, PG 29, 288B.
[96] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, ’Επιστολή 17η πρός τον ’Ωριγένην, PG 32, 281Α.
[97] Βλ. Ιουλιανού, Επιστολή ΡΝΖ΄, ed. J. Bidez, 3.
[98] Βλ. Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε΄. 18, 7. 3-82.
[99] Βλ. Μ. Βασιλείου, Πρὸς τοὺς νέους, PG 31, 568AB.
[100] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Γενεθλίῳ πρεσβυτέρῳ, PG 32, 837B.
[101] Βλ. Ματθ. 23, 24.
[102] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀρματίῳ τῷ μεγάλῳ, PG 32, 1012AB.
[103] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΛΗ΄ ψαλμόν, PG 29, 463A.
[104] Βλ. Διονυσίου Αλεξανδρείας, Ἐπιστολαί, PG 20, 688Α.
[105] Βλ. Εγκύκλιος ΥΠΕΘ, Αρ. πρωτ. 10701/Δ2/22-01-2016.
[106] Βλ Τίτ. 1, 6.
[107] Βλ. Κλήμεντος Ρώμης (ἀμφ.), Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, PG 1, 600C.
[108] Βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιο, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, ακριβής ανατύπωσις της γ΄ εκδ. του 1864, Ερμηνεία στον 27ο Αποστολικό Κανόνα, σ. 26.
[109] Πρβ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 7, 21, PG 67, 781B784A. Βλ. και Ι. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία Βυζαντινού κράτους, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 246247.
[110] Πρβ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 7, 21, PG 67, 781B784A. Βλ. και Ι. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία Βυζαντινού κράτους, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 246247.
[111] Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀρματίῳ τῷ μεγάλῳ, PG 32, 1012A.
[112] Βλ. Ανωνύμου, Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον, PG 2, 1176A.
[113] Βλ. Τιμ. Β΄, 2, 2226.