Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

 

                                 Όταν συνάντησα τον Άγιο Παΐσιο




      Είμαστε μια ομάδα φοιτητών του Παιδαγωγικού, που επισκεφθήκαμε τον Άγιο Παΐσιο, στο κελί του Τιμίου Σταυρού μέσα στο δάσος, στο Άγιον Όρος, στο οποίο ζούσε απομονωμένος ως ερημίτης. Είμαι ο τελευταίος στη φωτογραφία  πίσω, με το  καπέλο.  Ήταν τότε περίπου 53 ετών, αδύνατος, στεγνός, ισχνός, λιπόσαρκος, από τις αυστηρές νηστείες, τις πολύωρες αγρυπνίες, τις εξουθενωτικές εκατοντάδες μετάνοιες και κόπους. Με τριμμένα φτωχικά καθημερινά ράσα. Στον εκκλησιασμό της Κυριακής και των εορτών στο κοντινό μοναστήρι της Ι.Μ. Σταυρονικήτα, φορούσε το καλύτερο του ράσο.

      Με γνώσεις δημοτικού, αλλά ευφυής, διδακτικός και παιδαγωγικότατος στο χειρισμό δύσκολων και προβληματικών καταστάσεων και ανθρώπων. Συνομιλούσε χωρίς πρόβλημα και με την ίδια ευκολία και διάθεση, με Πανεπιστημιακούς και Πρυτάνεις, αλλά και με αγράμματους. Με ανθρώπους με ήθος και αρχές  αλλά και με άπιστους, προκλητικούς, περιθωριακούς και του υποκόσμου. Κανένα δεν υποτιμούσε ούτε απέφευγε. Τις πιο δύσκολες απορίες τις έλυνε με απλά παραδείγματα και συμβολικές εικόνες και τις καταλάβαιναν όλοι.

     Συνήθως δεν επέτρεπε να τον φωτογραφίσουμε ούτε να τον  μαγνητοφωνήσουμε. Κρατούσαμε μόνο σημειώσεις. Μας μίλησε και αρκετά στοιχεία από τις διδαχές του τα έχω δει στα βιβλία  που έχουν εκδοθεί γι’ αυτόν.

     Τον χαρακτήριζε μια ιδιαίτερη καλοσύνη, ευδιαθεσία, χαρά, χιούμορ, απλότητα, ποιότητα ήθους, άπειρη συμπονετικότητα, ανοικτή  αγκαλιά και απεριόριστη αγάπη για όλους, ότι λάθη και αν είχαν κάνει. Αισθανόσουν ότι δεν είναι ένας συνήθης άνθρωπος, αλλά διαφορετικός από τους καθημερινούς, με πολύ ταπείνωση και ενδιαφέρον για τους ανθρώπους. Ώρες ατέλειωτες στη ζέστη και στο κρύο να καθοδηγεί τους εκατοντάδες επισκέπτες, που πήγαιναν να τον συμβουλευθούν. Δεν τον άγγιζε ούτε η ύβρις ούτε ο έπαινος, αλλά ήταν ακριβής στα θέματα πίστης.

      Δεν τον γνώριζα ούτε με  ήξερε.  Με εντυπωσίασε όταν κατ’ ιδίαν μου λέει; «Αν ο ….σου προτείνει να  πάρεις….και δεν σε πληροφορεί μέσα σου, να πεις όχι», όπως και έγινε λίγο αργότερα.

Την ευλογία του και τις ευχές του να έχουμε σήμερα, 12 Ιουλημέρα της γιορτής του ως Αγίου της Εκκλησίας πλέον.


Και ένα άλλο όμορφο περιστατικό

«Πρωινό ρόφημα»
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Πρωί στο κελί του Τιμίου Σταυρού του γέροντα Παΐσιου, κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Τρίτη μέρα της Σαρακοστής. Είμαστε έξω στο σκεπαστό κι ο γέροντας βράζει γάλα στο καμινέτο, πάνω σ’ ένα κούτσουρο.
Παραδίπλα είναι, πλαγιασμένα στα χόρτα, τα δύο παιδιά του Γιάννη, που ανεβήκαμε μαζί στο Αγιονόρος – ο Γιάννης κάθεται μόνος του, απέναντι στο βράχο.
Πιο εδώ είναι δυο επισκέπτες, κι αυτοί από τη Θεσσαλονίκη. Στέκονται όρθιοι, ακουμπώντας μαζί στην καστανιά.
Πενηντάρηδες κι οι δύο, χλωμοί, στρυφνοί. Φαίνονται να είναι από κάποια παρεκκλησιαστική οργάνωση, γιατί κοιτάζουνε αυστηρά, κάπως επιτιμητικά τον γέροντα και σχολιάζουνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα.
Τα παιδιά παίζουνε, κάνουνε φασαρία – οπότε γυρίζει ο Παΐσιος και τα λέει ήρεμα:
«Μην κάνετε θόρυβο, γιατί εδώ δίπλα, κάτω απ’ το χώμα, είναι κρυμμένοι Αμερικανοί και θα ξυπνήσουν και θα ’ρθουν να μας χαλάσουν την ησυχία μας».
Τα παιδιά σταματούνε, σωπαίνουνε παραξενεμένα.
Ο Γιάννης, απέναντι, γέρνει πλάγια στο βράχο, πάνω στο σάκο του.
Ανάβει τσιγάρο.
Οι δύο επισκέπτες, που φαίνονται σκληροί ευσεβιστές, συνεχίζουν να βλέπουν με αποδοκιμασία τον γέροντα να προσέχει να μη φουσκώσει και χυθεί το γάλα. Ώσπου ο ένας δεν αντέχει και λέει στον καλόγερο:
«Γέροντα Παΐσιε, είμαστε στις πρώτες μέρες της Σαρακοστής, έχουμε αυστηρή νηστεία, κι εσύ βράζεις να πιείς γάλα;»
Ο γέροντας σωπαίνει. Δεν απαντάει. Πιάνει κα κατεβάζει το κατσαρόλι, γιατί το γάλα έβρασε. Μετά πάει στο κελί, φέρνει έξι μικρά, παλιά πορσελάνινα φλιτζανάκια, τα βάζει μερακλίδικα στη σειρά κι αδειάζει με προσοχή το γάλα μέσα σ’ αυτά. Περιμένει λίγο να κρυώσει, ενώ όλοι τον κοιτάζουμε με απορία, σιωπηλοί.
Οι δύο ευσεβιστές τα βλέπουνε όλα αυτά με αποστροφή, γιατί σκέφτονται ότι αφού είμαστε όλοι εδώ οι επισκέπτες, έξι και τα φλιτζανάκια, άρα και σ’ αυτούς θα τολμήσει ο καλόγερος να προσφέρει γάλα, τέτοιες μέρες σκληρής νηστείας.
Ο γέροντας Παΐσιος παίρνει τα γεμάτα φλιτζάνια ένα-ένα, τα βάζει σ’ ένα ξύλινο δίσκο, τα κουβαλάει και τ’ αφήνει σε απόσταση εφτά μέτρων, στο χώμα, στην άκρη ενός θάμνου.
Τ’ ακουμπάει όλα εκεί, στη σειρά, έπειτα έρχεται, κάθεται δίπλα μας και αρχίζει να κάνει με το στόμα του κάτι σιγανά, παράξενα σφυρίγματα, κοιτάζοντας προς τους θάμνους.
Δεν περνούνε λίγα λεπτά, και πιο εκεί, μέσα από τα τσαλιά, βγαίνει πολύ προσεκτικά μια οχιά και ύστερα πέντε μικρά φιδάκια – τα παιδιά της.
Κρατάω την αναπνοή μου. Τα φίδια έρχονται, πλησιάζουν όλα, ένα-ένα, σέρνοντας, περνούνε δίπλα μας, πάνε σιγά-σιγά στα φλιτζανάκια, κι αρχίζουν ήρεμα να πίνουν, να ρουφούνε το πρωινό γάλα τους.

***
Το υπέροχο αυτό κείμενο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη δημοσιεύθηκε το 2001 στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Αναλόγιον», Τριμηνιαία έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, το οποίο χάριν του αείμνηστου επισκόπου Αμβροσίου Γιακαλή, τότε Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης, ετοιμάζαμε με μια ομάδα φίλων από τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη και την Αθήνα. Αργότερα συμπεριελήφθη στη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Επί ψύλλου κρεμάμενος, εκδ. Κέδρος 2003.
Τα 6+1 τεύχη του «Αναλογίου» της Κοζάνης διασώζονται ευτυχώς στην Ορθόδοξη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος: