Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

 

                        Ο Πολεμιστής Παπάς  

                               (π. Κυριάκος Κ. Κατσαντώνης το 1940) 

                                            

 


      Η Κρητική Εκκλησία στην αντίσταση έχει προσφέρει ισχυρές προσωπικότητες και ατρόμητους αγωνιστές, όπως και στην τουρκοκρατία. Ο παπά Κυριάκος Κ. Κατσαντώνης με το ψευδώνυμο στην αντίσταση Κεντριανός, που του είχε δώσει ο Φέρμορ (Μιχάλης επειδή η πλαστή ταυτότητά του ήταν με το όνομα Μιχάλης Φραγκιαδάκης), ήταν ένας απ’ αυτούς. Γεννήθηκε στο Άνω Μέρος Αμαρίου το 1899. Ο πατέρας του Κυριάκος, μεγαλοκτηνοτρόφος της εποχής είχε τα κοπάδια  του μαζί με τους Τούρκους από το Χωρδάκι στην τοποθεσία Κομάτα, όπου σωζόταν μέχρι πρόσφατα το σπιτάκι με την ονομασία, του Κυριάκο το μητάτο, πάνω από το φαράγγι.

     Τον σκότωσαν  στη δίνη βεντέτας στην οποία ο ίδιος δεν είχε αναμιχθεί. Η αδελφή του Χαρίκλεια Κατσαντώνη–Καλογεράκη, κοπελιά τότε 18 χρονών άκουσε τους πυροβολισμούς στο Κέντρος πάνω από το χωριό, κακοβάνει, τρέχοντας ανεβαίνει πρώτη και βρίσκει τον αδελφό της σκοτωμένο σ’ ένα πλάτωμα με το τουφέκι δίπλα  και τους σκύλους να κάθονται στα πόδια του. Του ανοίγει το μπέτη και τα χέρια της γεμίζουν αίματα. Η τραυματική αυτή εμπειρία της τη σημάδεψε  και ζήτησε από το μοναχογιό της αργότερα να δώσει το όνομα Κυριάκος στον τρίτο εγγονό της. Κατά το έθιμο, επειδή σκοτώθηκε ο πατέρας του και ήταν αβάπτιστος, ο γιός του  πήρε το όνομα του, Κυριάκος, μεγαλώνοντας «χωρίς κυρού κανάκι» κατά τον Ερωτόκριτο.   

       Ο παπά-Κυριάκος ήταν λεβεντόπαπας, ψηλός, εύσωμος, γιγαντόσωμος, γεροδεμένος, φαρδοκουταλάτος, με μεγάλο πλατύ πρόσωπο και χοντρές χερούκλες σαν φτυάρια, κυκλώπεια εμφάνιση. Ομορφοκαμωμένος, μεγαλοπρεπής, βιβλική μορφή που προκαλούσε δέος, με κύρος και γόητρο, επιβλητικός, αγέρωχος και ηγεμονικός, καπετανόπαπας, με καλογερικό σκούφο στο κεφάλι ριγμένο δεξιά σαν μπερές, εγγράμματος για την εποχή του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και υπηρέτησε ως Ελληνοδιδάσκαλος. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και προάχθηκε σε Ανθυπασπιστή. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1927 και παρέμεινε εν ενεργεία μέχρι το θάνατό του το 1979.

        Την Γερμανοκατοχή οργανώθηκε στην Αντίσταση συνεργαζόμενος ένοπλα, κυρίως με τους Άγγλους κατασκόπους, αλλά και με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις.

     Ο αρχηγός της Αγγλικής κατασκοπίας Κρήτης, Ταγματάρχης Τομ Νταμπάμπιν (Γιάννης) στα απομνημονεύματά του  αναφέρει γι’ αυτόν: «Αυτή τη φορά μας συνάντησε ο παπάς του χωριού με δύο παλικάρια για να μας  προειδοποιήσει ότι ήταν Γερμανοί στο χωριό…Ο καλύτερος φίλος μας εδώ (Άνω Μέρος) μαζί με τον γιατρό ήταν ο ξάδελφός του ο παπάς, ένας γίγαντας, ακόμα ωραίος άντρας, που είχε υπηρετήσει ως Ανθυπασπιστής ιππικού. Είχε καλή φωνή και απ’ αυτόν ακούσαμε για πρώτη φορά πολλά από τα τραγούδια της υπαίθρου που κάποτε εγκαρδίωναν τον λαό ενάντια στους Τούρκους…. Αυτό το αιμοβόρο ριζίτικο (Πότε θα κάνει ξαστεριά) ήταν για πολύ καιρό το σήμα κατατεθέν μας. Το έμαθα μαζί με άλλα πολλά από τον πολεμιστή παπά  του Άνω Μέρους».

 

     Ο άλλος σημαντικός Άγγλος κατάσκοπος Ζ. Φήλντινγκ (Αλέκος), επικεφαλής της Αγγλικής κατασκοπίας στη δυτική Κρήτη, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι μετά από ένα καλό φαγοπότι με οκτώ πέρδικες, στου Παπαδογιάννη (παππούς) στον Άι-Γιάννη (Βαπτιστής),  πέρασαν στο Άνω Μέρος, όπου είχαν  «ένα ακόμη πλούσιο γεύμα με άφθονο κρασί, αυτή τη φορά προσφερόμενο από τον παπά του χωριού ο οποίος παρουσίαζε μεγάλη ομοιότητα με τον Φάλσταφ..».

 

       Ο περίφημος αεικίνητος μαντατοφόρος της Κρητικής αντίστασης και γνήσιος, αγνός πατριώτης Γιώργης Ψυχουντάκης (Μπερτόδουλος) από την Ασή Γωνιά, που ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα μετάφερε μηνύματα των Άγγλων σ’ όλη την Κρήτη, αναφέρει ότι ψάχνοντας τον Τόμ στο Αμάρι για να του δώσει μήνυμα από τον Φήλντινγκ, «έφτασα στο Άνω Μέρος, πήγα στο σπίτι του παπά Κυριάκου Κατσαντώνη μα δεν τον βρήκα εκεί. Μου είπαν ότι είχε πληροφορία ότι οι Γερμανοί θα πήγαιναν να τον καταζητούν και είχε φύγει….Πήγα ξανά στο Άνω Μέρος. Πληροφορήθηκα αυτή τη φορά πως θα βρω τον παπά Κυριάκο στις Λαμπιώτες. Πηγαίνω και τον βρίσκω. Εκεί ο παπάς ήξερε ένα δικό μας που μας πληροφόρησε πού είχε μετακινηθεί ο Τόμ». Μια άλλη φορά αναφέρει: «Στο Άνω Μέρος πήγαμε στο σπίτι του παπά-Κυριάκου, που αυτός έλειπε, είχε φύγει στη Μέση Ανατολή, αλλά ήταν εκεί η οικογένειά του. Η κυρά παπαδιά ετοίμασε τραπέζι για μας και μας είπε:-Πλησιάστε να φάτε κάτι. Φαίνεται πως ο Παύλος (Άγγλος) πεινούσε τόσο πολύ και δεν ήθελε καθόλου να χάνομε καιρό…φάγαμε και ήπιαμε με πολύ κέφι».

     Ο Φέρμορ το 1986 έγραφε, ότι πολλοί άλλοι που έπαιξαν σημαντικούς ρόλους στην Κρητική αντίσταση έχουν πεθάνει όπως ο…..και ο παπά Κυριάκος Κατσαντώνης από το Άνω Μέρος.

 

       Ο Δημήτρης Εμμ. Κορωνάκης, Μοίραρχος Χωροφυλακής ε.α. από τον Άι-Γιάννη αναφέρει: «Νεαρός την κατοχή είχα κατέβει κάτω από το χωριό στον Ξιφέ ποταμό και έβαζα το βραδάκι τέλια (παγίδες) για λαγούς και μετά γυρίζοντας βραδιασμένα   κάτω από το χωριό στο Μεγάλο λιβάδι  προς το ρυάκι, απόμερα για να μην φαίνονται, βλέπω τον Πρόεδρο του χωριού Καλογεράκη Στελιανό (Κατσαντωνιά) να κουβεντιάζει με ένοπλους, τον παπά Κυριάκο Κατσαντώνη, τον Μπαλάσκα και αντάρτες. Ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν, ανησύχησαν, δεν με γνώριζαν οι ξένοι, κάτι είπαν μεταξύ τους και τρέχοντας ο Πρόεδρος έρχεται προς το μέρος μου λέγοντάς μου, Δημήτρη  μην πεις σε κανένα ότι μας είδες. Του υποσχέθηκα και έφυγα». Οι άνθρωποι της αντίστασης πάντα έπαιρναν μέτρα προφύλαξης, δεν ήθελαν να βλέπουν τις κινήσεις τους, ούτε ποιοι είναι, γιατί ο εχθρός παντού είχε μάτια και αυτιά.

         Ο Γιάννης Σταυρ. Καλογεράκης θυμάται ότι νεαρός την κατοχή πήγαν τρόφιμα στις ποταμίδες του Αδαμάκη κάτω από το χωριό, όπου στάθμευαν Άγγλοι, αντάρτες και ο παπά Κυριάκος με ένα ταχυβόλο στα χέρια.

 

      Ο Γιώργης Σ. Καλογεράκης στο άρθρο του Παιδικές αναμνήσεις της Γερμανικής κατοχής αναφέρει: «Θυμάμαι να έρχεται τις νύχτες ο πρωτοξάδελφος του πατέρα μου παπά-Κυριάκος Κατσαντώνης, που ήταν στο αντάρτικο. Χτυπούσε το τζάμι στο μικρό βορεινό παραθυράκι, του ανοίγαμε, καθόταν στο τζάκι το χειμώνα, έτρωγε, έπινε και συνέχιζε. Συχνά είχε αμύγδαλα στις τσέπες του και έδινε σε μας τα μικρά. Όταν έκαψαν το Άνω Μέρος οι Γερμανοί και ο παπά Κυριάκος έλειπε στη Μέση Ανατολή, ήλθαν και έμεναν στο σπίτι μας η γυναίκα του και τα παιδιά του».

    

       Οι Γερμανοί πληροφορούνται τη δράση του, καταδιώκεται. Έτσι το 1943 έφυγε για τη Μέση Ανατολή. Εκεί κατετάγη με το βαθμό του λοχαγού. Στη συνέχεια τον έστειλαν στη Λιβύη απ’ όπου και επανήλθε αρχές του 1945.

 

       Ο Καλογεράκης Στυλιανός στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Κυνηγούσαμε συχνά λαγούς και πέρδικες μετά την κατοχή με τον παπά Κυριάκο στο τσιφλίκι του παππού μας στη Νερατζέ  και του λέω: Παπά Κυριάκο μην είσαι πολλά αψύς με τσ’ ανθρώπους, παπάς είσαι. Με την ετοιμολογία που τον διέκρινε μου απαντά δείχνοντας με την ποδάρα του κάτω: Εδά πως είμαι παπάς πρέπει να προσέχω να μην πατήσω και το μελίτακα (μυρμήγκι); Σκέφτηκα, δίκιο έχει, άνθρωπος είναι κι’ αυτός.

 

         Άλλη φορά τον πείραξε ένας και του λέει ο παπάς. Πρόσεξε γιατί θα σε κάμω και θα τρέμεις σαν την ουρά τσι σουσουράδας ότε θα με θωρείς. Σε μερικές μέρες αυτός αρρώστησε, έτρεμε,  όταν έβλεπε τον παπά Κυριάκο και ήτανε να ποθάνει, νομίζοντας ότι τον καταράστηκε, ότι κάτι του διάβασε. Παρεμβαίνουν άλλοι στον παπά Κυριάκο να τον συγχωρέσει και αν του διάβασε πράμα να το ανακαλέσει. Μετά του έστελνε ύψωμα από το πρόσφορο της Κυριακής και έτσι του πέρασε».

                                    

                                       Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης

                                     Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου