Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

 

Σαν σήμερα πριν 67 χρόνια

                           Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης

                                                

                      




   Έτσι ήμουν πριν 67 χρόνια. Είχα το προνόμιο να γεννηθώ σαν σήμερα στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, ενώ τα μεγαλύτερα 4 αδέλφια μου γεννήθηκαν στο σπίτι. Ημερών βρέφος με το λεωφορείο της γραμμής ξεκινήσαμε για το χωριό με χειμώνα, κρύο και βροχή στις 29 του Γενάρη. Ο αυτοκινητόδρομος σταματούσε στο διπλανό χωριό Κουρούτες, απόσταση 1,5 ώρας με τα πόδια από το χωριό μας. Εκεί μας περίμενε ο αδελφός μου ο Γιώργης με το άλογό μας. Είχε ήδη νυχτώσει, με κρύο και βροχή. Κάθεται η μάνα μου, λεχώνα ημερών, στο άλογο με εμένα αγκαλιά τυλιγμένο στις πάνες. Ο αδελφός μου με ομπρέλα δίπλα από το άλογο, μας κάλυπτε από τη βροχή και προχωρούσαμε μες στη νύκτα από κατσικόδρομους, γκρεμνούς, ποταμούς και φαράγγια. Πότε πότε έριχνε το φακό πάνω μου για να δουν πως είμαι αναπνέω ή μελάνιασα από το κρύο, μέχρι να φθάσουμε στο χωριό. Η υποδοχή του νέου άρρενος στην οικογένεια γίνεται με την κλαγγή των όπλων και το μπαρουτοκάπνισμα, κατάλοιπο από την εποχή των Κρητικών επαναστάσεων, λόγω του ότι τα άρρενα τέκνα ήταν απαραίτητα στους αγώνες.

     Η γενιά του 1950-60 είμαστε η τελευταία γενιά, η οποία είχε το προνόμιο να γνωρίσει δύο πολιτισμούς και κόσμους. Μεγαλώσαμε στα χωριά του Αμαρίου Ρεθύμνης, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, ψυγείο, ηλεκτρικό σίδερο, με μόνη θέρμανση το τζάκι. Διαβάζαμε με λύχνο και στην καλύτερη περίπτωση με λάμπα πετρελαίου, χωρίς καμιά βοήθεια, παρά ότι μαθαίναμε από το δάσκαλο. Παιχνίδια ελάχιστα και χειροποίητα. Όποιος είχε κανένα ποδηλατάκι ήταν ιδιαίτερα προνομιούχος και μεις οι άλλοι τον παρακαλούσαμε για καμιά βόλτα. Μεγάλη ευχαρίστηση όταν αργότερα ήλθαν τα αυτοκίνητα να μας κάνουν καμιά βόλτα, ή να τρέχουμε να κρεμαστούμε πίσω από φορτηγό, όταν περνούσε στους χωματόδρομους.      

     Κάναμε μάθημα πρωί, απόγευμα και Σάββατο στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού. Για να πάμε στο σχολείο κτυπούσε η χειροκίνητη καμπάνα της εκκλησιάς το πρωί και το απόγευμα από τον δάσκαλο η εντεταλμένο μαθητή, γιατί δεν είχαμε ρολόγια. Το ξύλο από το δάσκαλο με τη βίτσα από αγριελιά ήταν στην ημερησία διάταξη, όταν είμαστε αδιάβαστοι ή άτακτοι, αλλά ψυχολογικά τραύματα δεν αισθανόμαστε να μας άφησε. Όλη μας η μόρφωση εξαρτώνταν από το δάσκαλο γι’ αυτό είχε απόλυτη ελευθερία αλλά και ευθύνη στη διαχείρισή μας. «Το ξύλο μόνο στα σταμνολάινα κάνει κακό» του έλεγαν οι γονείς μας. Εκτός σχολείου αλλοίμονο αν μας έβλεπε ο δάσκαλος να  κυκλοφορούμε. Την επομένη το πρωί είμαστε μπροστά από την έδρα για  εξηγήσεις.  Το σχολείο διέθετε χειροκίνητη κουρευτική μηχανή και ένας μεγαλύτερος μαθητής στο προαύλιο του σχολείου κάτω από τα πεύκα μας κούρευε όλους με την ψιλή μηχανή. Είχαμε κοινά συσσίτια στο σχολείο πρωί, μεσημέρι. Χαρά μας όταν μοίραζαν την Αμερικανική βοήθεια μεταχειρισμένων ρούχων για να φορέσουμε κανένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα ρούχα μας. Το χειμώνα υποχρέωσή μας να κρατάμε ένα κούτσουρο κάθε πρωί για την ξυλόσομπα του σχολείου.

    Τα γλυκά σπάνια. Η χαρά μας τα ψυχοσάββατα να πηγαίνουμε στην Εκκλησία για να φάμε άφθονα κόλλυβα με ζάχαρη και ποικίλα μυρωδικά. Την Κυριακή όλο το σχολείο στην Εκκλησία και την Μεγάλη Παρασκευή όλοι οι μαθητές σε δύο ομάδες να ψάλλουμε τα εγκώμια του επιταφίου με το δάσκαλο, μετά από πρόβες που είχαμε κάνει στο σχολείο.

     Θυμάμαι όταν πρωτοήλθε το σαλάμι στο καφενείο του Αντώνη Παραδεισανού να το κοιτάζουμε απ’ έξω κρεμασμένο στη μέση του καφενείου και να ψάχνουμε μερικές δραχμές για να μας κόψει κανένα κομμάτι. Αξέχαστο μας είναι, όταν μικροπωλητής έφερε παγωτό χωνάκι και μεις να ψάχνουμε αυγά να του δώσουμε για να μας δώσει παγωτό. Η αγορά με είδος ήταν συνηθισμένη. Έδιναν λάδι οι γονείς μας για να πάρουν πορτοκάλια, ψάρια ή οτιδήποτε άλλο. Τα ψάρια ερχόταν από την Αγία Γαλήνη σε καφάσια με το γαϊδούρι. Μόλις ακουγόταν η φωνή του ψαρά «φρέσκα ψάρια», γινόταν συναγερμός στους γάτες του χωριού που με σηκωμένες τις ουρές έβγαιναν στους δρόμους ακολουθούσαν τον ψαρά στις γειτονιές  νιαουρίζοντας, για να φάνε κανένα ψάρι.

        Δεν υπήρχε τηλέφωνο παρά ένα σ’ όλο το χωριό. Χωρίς τηλεόραση ούτε καν ραδιόφωνο. Χωρίς νερό στα σπίτια αλλά κουβαλώντας το με σταμνιά και γιγούμια (μεταλλικά σταμνιά που είχαν οι εύποροι, 4 σ’ όλο το χωριό) από την κεντρική βρύση του χωριού. Χωρίς ρολόγια χειρός, αλλά από τις σκιές στα φαράγγια και στις πλαγιές του Ψηλορείτη καταλαβαίναμε περίπου τι ώρα είναι, όπως μας είχαν μάθει οι παλιότεροι. Σκληραγωγημένα από μικρά στις αγροτικές δουλειές, στο όργωμα των ελιών, των κτημάτων, των περιβολιών, για σιτάρι, πατάτες, κηπευτικά. Βοηθώντας στο θέρισμα και αλώνισμα με τα ζώα, στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, στις ελιές, στα περιβόλια για τα ποτίσματα, στη βοσκή των ζώων. Πολλοί από εμάς ξυπόλυτοι στους χωματόδρομους αλλά και στα χωράφια με αγκάθια. Τα κεφάλια αρκετές φορές άνοιγαν από τον πετροπόλεμο και άλλους τραυματισμούς. Μπάνιο το καλοκαίρι στις κολύμπες του ποταμού και στα φαράγγια, βρίσκοντας καβρούς για εκλεκτό μεζέ στα κάρβουνα.  Διασκέδασή μου να καβαλάω τη φοράδα, σαν ένα ακριβό αυτοκίνητο σήμερα και να της κάνω τα διάφορα ζάλα τρέχοντας στα καλντερίμνια της μεσοχωριάς προς τη βρύση. Παιδική ζωή ανέμελη, γεμάτη με πολύ παιγνίδι, ποικίλα βιώματα και πλούσιες εμπειρίες.

    Και όμως, φαίνεται όλα αυτά, παρά τις προβλέψεις της σύγχρονης παιδαγωγικής,  μας δυνάμωσαν το χαρακτήρα, χαλύβδωσαν τη θέλησή μας, προκόψαμε, σπουδάσαμε, εξελιχθήκαμε, δυσανάλογα με τις ανέσεις και την υποστήριξη που παρέχουμε στα σύγχρονα παιδιά.

Να τα εκατοστίσουμε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου