Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ


αναδ. από εφ. Πατρίς Ηρακλείου
Η Αρχαιοελληνική Διαχείριση των Ξένων     
                      Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης
                Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Οι αρχαίοι Έλληνες έζησαν την ξενιτειά από τη δευτέρα χιλιετία π.Χ., με τις αποικίες και τις μεταναστεύσεις για οικονομικούς λόγους στην Μ. Ασία, με τις Ιωνικές, τις Δωρικές και τις Αιολικές αποικίες, αλλά και στα παράλια του Ευξείνου πόντου και στην κάτω Ιταλία.
Στην αρχαία Ελλάδα αναγνώριζαν ως πολίτη αυτόν που συμμετείχε στη θρησκευτική ζωή της πόλης και με βάση τη συμμετοχή του αυτήν αποκτούσε τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα. Όποιος όμως απαρνιόταν τη λατρεία, απαρνιόταν κατ' επέκταση και τα δικαιώματά του. Αν θέλουμε να δώσουμε μια ακριβή έννοια στον όρο πολίτης, θα λέγαμε ότι ήταν ο άνθρωπος που ασπαζόταν τη θρησκεία της πόλης του. Αντίθετα, ξένος ήταν αυτός που δεν του επιτρεπόταν να παίρνει μέρος στην τελετή της λατρείας, δεν τον προστάτευαν οι θεοί της πόλης και ούτε είχε το δικαίωμα να τους επικαλείται[1]. Η ξένη γυναίκα ιδιαίτερα δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει σε απόκρυφες θυσίες υπέρ της πόλις, να βλέπει αυτά που δεν έπρεπε, ως ξένη να βλέπει και να μπαίνει σε ιερούς χώρους[2]. Έτσι και οι θεοί της πόλης επιθυμούσαν τις προσευχές και τις προσφορές μόνο των πολιτών, δεν δέχονταν τους ξένους, απαγόρευαν να εισέρχονται στους ναούς και η παρουσία τους στην τελετή των θυσιών εθεωρείτο ιεροσυλία. Υπήρχαν εορτές στην αρχαία Ελλάδα, από τις οποίες μαζί με τους δολοφόνους, τους καταραμένους και τους εξόριστους ως κάτι παρόμοιο αποκλείονταν και οι ξένοι κατά τον W. Burkert[3]. Αλλά και στην ύστερη αρχαιότητα, ο ξένος εξακολουθούσε να βρίσκεται στο περιθώριο, γι’ αυτό και η γυναίκα έπρεπε «να προσέχει να μη μιλάει σε ξένους»[4].
Την ίδια τακτική ακολουθούσαν και οι Ρωμαίοι σε μια από τις βασικές τελετουργίες της λατρείας τους. Ο ποντίφικας, όταν τελούσε θυσίες στο ύπαιθρο, όφειλε, κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής πράξης, που ήταν αφιερωμένη στους θεούς της πόλης, να σκεπάζει το πρόσωπό του μπροστά από την ιερή φωτιά, ώστε να μην μπορεί να το δει κάποιος ξένος, διότι οι οιωνοί θα καταστρέφονταν[5]. Θεωρούσαν, επίσης, βέβηλο το ιερό εκείνο αντικείμενο, το οποίο είχε αγγίξει ένας ξένος και μόνο με εξιλεωτική τελετή μπορούσε να αποκτήσει πάλι τον θρησκευτικό του χαρακτήρα. Και αν ο εχθρός εισέβαλλε στην πόλη και οι πολίτες κατάφερναν να την απελευθερώσουν, το πιο σημαντικό μέλημά τους ήταν να εξαγνίσουν όλους τους ναούς και να ξανανάψουν όλες τις σβησμένες φωτιές. Η παρουσία του ξένου, στην προκειμένη περίπτωση του εχθρού, τους είχε βεβηλώσει[6]. Έτσι, η θρησκεία ήταν εκείνη που διαχώριζε καθοριστικά και ανεξάλειπτα τον πολίτη από τον ξένο.
Όσο καιρό, λοιπόν, η θρησκεία κυριαρχούσε στα πνεύματα των ανθρώπων, απαγόρευε να δοθεί το δικαίωμα του πολίτη σε έναν ξένο. Την εποχή του Ηροδότου η Σπάρτη παραχώρησε το δικαίωμα του πολίτη μόνο σε ένα μάντη και ακόμη γι’ αυτήν τη μοναδική περίπτωση η επίσημη εντολή του μαντείου ήταν απαραίτητη. Η Αθήνα παραχωρούσε μερικές φορές το δικαίωμα του πολίτη, αλλά με έντονες επιφυλάξεις!
Πρώτα, έπρεπε ο λαός να αποφασίσει με μυστική ψηφοφορία για να γίνει δεκτός ένας ξένος. Το πρώτο αυτό στάδιο δεν ήταν καθοριστικό, διότι εννέα ημέρες μετά, μια δεύτερη συγκέντρωση των πολιτών έπρεπε να επικυρώσει τα αποτελέσματα της πρώτης ψηφοφορίας με έξι χιλιάδες ψήφους υπέρ, αριθμός που ήταν υπερβολικά μεγάλος, αν αναλογιστούμε ότι ήταν σπάνιο γεγονός μια αθηναϊκή συγκέντρωση να μαζέψει τόσους πολίτες. Στη συνέχεια η απόφαση των δύο συγκεντρώσεων έπρεπε να επικυρωθεί από την ψήφο της συγκλήτου. Τέλος, ο κάθε πολίτης μπορούσε να προβάλει βέτο υποστηρίζοντας ότι το ψήφισμα παραβίαζε τους αρχαίους νόμους. Βέβαια, καμία άλλη απόφαση της συγκέντρωσης των πολιτών δεν δημιουργούσε στον νομοθέτη τόσες δυσκολίες και επιφυλάξεις, όσες η απόφαση της απόδοσης σε έναν ξένο του τίτλου του πολίτη. Ακόμη και οι διαδικασίες για την κήρυξη ενός πολέμου ή την έγκριση ενός καινούργιου νόμου δεν ήταν τόσο σημαντικές. Γιατί όμως οι άνθρωποι αυτοί προέβαλλαν τόσα εμπόδια στον ξένο που επιθυμούσε να γίνει πολίτης; Σίγουρα όχι από φόβο μήπως η ψήφος του ανατρέψει την ισορροπία των πολιτικών συγκεντρώσεων. Ο Δημοσθένης μας αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα και τις σκέψεις των Αθηναίων: «Έπρεπε να διατηρήσουν την αγνότητα των θυσιών» και με τον αποκλεισμό του ξένου «προστάτευαν την ιερή τελετή». Ο ξένος που έπαιρνε τον τίτλο του πολίτη, μπορούσε να συμμετέχει στη θρησκεία και στις θυσίες[7]. Έτσι, οι άνθρωποι δεν θεωρούσαν ότι ήταν πνευματικά εντελώς ελεύθεροι, όπως αρμόζει σε μια τέτοια ιερή πράξη, και θρησκευτικοί ενδοιασμοί γέμιζαν την ψυχή τους, εφόσον γνώριζαν ότι οι θεοί της πόλης αποστρέφονταν τους ξένους και ότι η παρουσία των νεοφερμένων θα καθιστούσε πιθανότατα τη θυσία ανώφελη. Η απόδοση των δικαιωμάτων του πολίτη σε έναν ξένο αποτελούσε πραγματική παραβίαση των βασικών αρχών της θρησκείας της πόλης, γι' αυτόν τον λόγο σε μια πόλη δέχονταν αρχικά πολύ λίγους ξένους.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτός που τόσο δύσκολα έπαιρνε τον τίτλο του πολίτη, δεν έπρεπε να είναι δικαστής ή ιερέας. Η πόλη, όντως, επέτρεπε στον ξένο να λαμβάνει μέρος στη λατρεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν αυτός που θα καθοδηγούσε την τελετή. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει Αθηναίος πολίτης από τη στιγμή που ήταν πολίτης σε άλλη πόλη, διότι ήταν αδύνατον με βάση τα θρησκευτικά δεδομένα να είναι κάποιος μέλος συγχρόνως σε δύο πόλεις, όπως ήταν εξίσου αδύνατον να ανήκει σε δύο οικογένειες. Κανείς δεν μπορούσε να ασπάζεται συγχρόνως δύο θρησκείες.
Όπως αναφέραμε πιo πάνω, η συμμετοχή στη λατρεία επέτρεπε αυτόματα και την απόκτηση δικαιωμάτων. Από τη στιγμή που ο πολίτης έπαιρνε μέρος στη θυσία, η οποία προηγείτο της συγκέντρωσης των πολιτών, μπορούσε, επίσης, να συμμετάσχει στην ψηφοφορία της συγκέντρωσης. Εφόσον έκανε θυσίες στο όνομα της πόλης, μπορούσε να προαχθεί σε πρύτανη ή άρχοντα. Ασπαζόμενος τη θρησκεία της πόλης μπορούσε να επικαλείται τα δικαιώματά του με βάση τους νόμους της και να κάνει όλες τις τελετές που του επέτρεπαν οι νομικές διαδικασίες. Αντίθετα, ο ξένος που δεν συμμετείχε στη θρησκευτική ζωή, δεν συμμετείχε ούτε στη νομοθεσία. Αν εισερχόταν στον ιερό χώρο, τον οποίο οι ιερείς είχαν καθορίσει για τη συγκέντρωση, τον τιμωρούσαν με θάνατο. Οι νόμοι της πόλης δεν ίσχυαν γι' αυτόν. Αν διέπραττε έγκλημα, τον μεταχειρίζονταν ως σκλάβο και τον τιμωρούσαν χωρίς δικαστική απόφαση, εφόσον η πόλη δεν ήταν υποχρεωμένη να του παράσχει νομική προστασία. Όταν οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν την ανάγκη ύπαρξης νομοθεσίας για τους ξένους, ήταν απαραίτητο να εγκαθιδρύσουν ειδικό δικαστήριο. Στη Ρώμη ο δικαστής όφειλε να «γίνει ο ίδιος ξένος» για να δικάσει έναν ξένο preator peregrinus. Στην Αθήνα, δικαστής των ξένων ήταν ο πολέμαρχος, δηλαδή, ο υπεύθυνος δικαστής για θέματα πολέμου και διαπραγματεύσεων με τον εχθρό[8].
Στη Ρώμη και στην Αθήνα δεν επιτρεπόταν στον ξένο να αποκτήσει ιδιοκτησία, δεν μπορούσε να παντρευτεί Αθηναίο πολίτη και μάλιστα η ξένη γυναίκα και, αν παντρευόταν, ο γάμος δεν είχε ισχύ και τα παιδιά του θεωρούνταν νόθα[9]. Δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο με έναν πολίτη, διότι ο νόμος σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε την εγκυρότητα του συμβολαίου. Αρχικά, δεν του επιτρεπόταν να συμμετέχει ούτε στο εμπόριο[10]. Ο ρωμαϊκός νόμος του απαγόρευε να κληρονομήσει έναν πολίτη, καθώς επίσης απαγόρευε στον πολίτη να κληρονομήσει τον ξένο. Ο νόμος αυτός έγινε τόσο αυστηρός, ώστε, εάν ένας ξένος αποκτούσε το δικαίωμα του πολίτη, ο γιος του, που είχε έρθει στον κόσμο πριν το γεγονός αυτό, δεν έπαιρνε τον τίτλο του πολίτη και εν αντιθέσει με τον πατέρα του τον θεωρούσαν ξένο, μη μπορώντας έτσι να τον κληρονομήσει. Η διάκριση ανάμεσα σε πολίτη και ξένο ήταν πιο δυνατή από τη φυσική σχέση πατέρα και γιου. Εκ πρώτης όψεως, ο σκοπός φαίνεται ότι ήταν η καθιέρωση ενός συστήματος που θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα στους ξένους. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν αυτός ο σκοπός.
Στην Αθήνα και στη Ρώμη καλωσόριζαν τους ξένους με ωραίες υποδοχές για εμπορικούς και πολιτικούς λόγους. Αλλά ούτε οι καλές τους προθέσεις, ούτε τα συμφέροντά τους μπορούσαν να επικρατήσουν των αρχαίων νόμων, που είχε εγκαθιδρύσει η θρησκεία. Η θρησκεία δεν επέτρεπε σε έναν ξένο να γίνει ιδιοκτήτης, γιατί δεν ήταν δυνατόν να κατέχει μέρος των ιερών χωμάτων της πόλης. Ο ξένος δεν επιτρεπόταν να κληρονομήσει τον πολίτη, ούτε ο πολίτης τον ξένο, διότι κάθε μεταβίβαση περιουσίας συμπεριελάμβανε τη μεταβίβαση της λατρείας και ήταν εξίσου αδύνατο για τον πολίτη να τελεί τη λατρεία του ξένου, όσο για τον ξένο, να τελεί τη λατρεία του πολίτη. Επιτρεπόταν μεν στους πολίτες να καλωσορίσουν έναν ξένο, να του παρέχουν προστασία, ακόμη και να τον εκτιμούν στην περίπτωση που ήταν πλούσιος και αξιότιμος, αλλά δεν του επέτρεπαν να συμμετέχει στις θρησκευτικές τελετές και στη νομοθεσία τους. Ο Σόλων στη νομοθεσία του απαγόρευε τους θρήνους των γυναικών στις κηδείες των ξένων[11].
Ακόμη και οι σκλάβοι σε ορισμένες περιπτώσεις τύχαιναν καλύτερης μεταχείρισης, διότι ο σκλάβος, ως μέλος της οικογένειας που έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές τελετές, συνδεόταν μέσω του κυρίου του με την πόλη και οι θεοί τον προστάτευαν. Η ρωμαϊκή θρησκεία δίδασκε ότι ο τάφος του σκλάβου ήταν ιερός, ενώ του ξένου όχι. Ένας ξένος έπρεπε να βρίσκεται υπό την προστασία ενός πολίτη για να μπορεί να επικαλείται το νόμο, να ασχολείται με το εμπόριο, να υπογράφει συμβόλαια, να απολαμβάνει ήρεμα την περιουσία του και για να έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι της πόλης. Στην Αθήνα και στη Ρώμη ήταν απαραίτητο κάθε ξένος να έχει έναν προστάτη. Ο ξένος με το να αποδέχεται έναν πολίτη ως προστάτη του, αποκτούσε σχέση με την πόλη και από τότε απολάμβανε μερικά ωφελήματα του αστικού νόμου, τα οποία δεν μπορούσαν να του τα στερήσουν[12]. Στην κλασική Αθήνα οι ξένοι ως περίοικοι ή μέτοικοι μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και να γίνουν υπό προϋποθέσεις Αθηναίοι πολίτες.
Οι αρχαίοι Έλληνες έζησαν την ξενιτειά από τη δευτέρα χιλιετία π.Χ., με τις αποικίες και τις μεταναστεύσεις για οικονομικούς λόγους στην Μ. Ασία, με τις Ιωνικές, τις Δωρικές και τις Αιολικές αποικίες, αλλά και στα παράλια του Ευξείνου πόντου και στην κάτω Ιταλία. Μεταγενέστερα δε στην Αυστραλία στην Αμερική, στη Γερμανία, στη νότιο Αφρική κλπ. Μπορούμε να πούμε ότι υπήρξαν οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες στην ιστορία. Έχουν την προσφυγιά και την ξενιτειά στο γονίδιό τους. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να έχουν επιφυλακτική, αν όχι αρνητική στάση έναντι των ξένων. Βέβαια, αν ως Έλληνα θεωρήσουμε τον «μετέχοντα τῆς ἡμετέρας παιδείας»[13], τότε σημαίνει ότι θεωρούσαν την πνευματική καλλιέργεια και την παιδεία περισσότερο προσδιοριστική της συγγένειας από ό,τι τη φυλετική. Θέση βέβαια εκ διαμέτρου αντίθετη του Xριστιανισμού, που δεν διακρίνει και δεν αξιολογεί τους ανθρώπους βάσει της εθνικής, φυλετικής ή παιδευτικής τους κατάστασης.
      Η αυστηρότητα αυτή δεν εμπόδιζε την παροιμιώδη φιλοξενία τους[14], αφού προστάτης των ξένων ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Ο  Περικλής  αναφέρει ότι οι Αθηναίοι διατηρούσαν την πόλη τους ανοικτή σε όλους, δεν έδιωχναν τους ξένους και δεν τους εμπόδιζαν να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Αθήνας[15]. Βοηθούσαν και περιποιόταν με κάθε τρόπο τον ξένο[16], του έδιναν τροφή, ενδύματα, στέγη, ήταν ιερό καθήκον η φιλοξενία. Οι σοφοί τους συμβούλευαν και παρότρυναν «Ξένον προτιμάν μάλλον ανθρώποις έθος»[17] και «Ξένους ακούειν μη παρολιγωρείς ποτέ»[18]  και προέτρεπαν «Ξένους ξένιζε μήποτε ξένος γένη»[19]. Όμως ήταν ιδιαίτερα αυστηροί στο να τον κάνουν ισότιμο πολίτη και τον συμβούλευαν: «Ήθη μετέρχου τα προσήκοντα ξένοις»[20], «Ξένω μάλιστα συμφέρει το σωφρονείν»[21] και να σέβεται τους νόμους της περιοχής: «Ξένος ών ακολούθει τοις επιχωρίοις νόμοις»[22] και τους φιλοξενούντες: «Ξένος πεφυκώς τους ξενίζοντας σέβου»[23]. Να μην ασχολείται με τα πράγματα της περιοχής:«Ξένος ών απράγμων ίσθι και πράξεις καλώς»[24] «Ξένω δε σιγάν κρείττον ή κεκραγέναι»[25]. Βέβαια πάνω απ’ όλα πραγματικούς ξένους θεωρούσαν «τους αρετής όντας ξένους[26].

                                             ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Andrewes Α, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999.

 Burkert W, Αρχαία ελληνική θρησκεία, μτφ. Ν. Π. Μπεζαντάκου / Α. Αβαγιανού, Αθήνα 1993.

Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 1995.
Γιαννοπούλου I., Ελληνική Ιστορία, τ. Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Glotz G., Η Ελληνική Πόλις, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 1994.

Δημοσθένους, Κατά Νεαίρας, εκδ.Κάκτος.

Ισοκράτους, Πανηγυρικός, εκδ.Κάκτος.

Μενάδρου,Γνώμαι Μονόστιχοι, εκδ. Κάκτος

Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι-Βίος Σόλωνος, εκδ.Κάκτος.

Πλουτάρχου, Γαμικά παραγγέλματα, εκδ.Κάκτος.





[1] Βλ. Α. Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σ.123.
[2] Βλ. Δημοσθένους, Κατά Νεαίρας, 73.
[3] Πρβλ. W. Burkert, Αρχαία ελληνική θρησκεία, μτφ. Ν. Π. Μπεζαντάκου / Α. Αβαγιανού, Αθήνα 1993, σ. 520.
[4] Βλ. Πλουτάρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 31, 142d.
[5] Πρβλ. G. Glotz, Η Ελληνική Πόλις, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 1994, σ. 166.
[6] Πρβλ.Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 1995, σ. 45.
[7] Πρβλ. Ι. Γιαννοπούλου, Ελληνική Ιστορία, τ. Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σ. 32.
[8] Πρβλ. G. Glotz, Η Ελληνική Πόλις, ό.π., 1994, σ. 166.
[9] Πρβλ. Δημοσθένους, Κατά Νεαίρας, 13.
[10] Πρβλ. G. Glotz, Η Ελληνική Πόλις, ό.π., σ. 166.
[11] Πρβλ. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι-Βίος Σόλωνος, 21.
[12] Πρβλ. G. Glotz, Η Ελληνική Πόλις, ό.π., σ. 271.
[13] Πρβλ. Ισοκράτους, Πανηγυρικός, 50.
[14] Βλ.Μενάνδρου, Γνώμαι μονόστιχοι, 541: «Ξενίας αεί φρόντιζε μη καθυστέρει».
[15] Πρβλ. Θουκιδίδου, Επιτάφιος Περικλέους
[16] Βλ. Μενάνδρου,ό.π., «Ξένους πένητας μη παραδράμης ιδών» και «Ξένοις επαρκών των ίσων τεύξη ποτέ»
[17] Βλ. Μενάνδρου,ό.π.,545.
[18] Βλ. Μενάνδρου, ό.π.,549.
[19] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,546
[20]  Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,333
[21] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,537.
[22] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,539.
[23] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,548
[24] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,544.
[25] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,547.
[26] Βλ. Μενάνδρου, ό.,π.,551

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου